5 Ιουλίου 1984. Διωγμένος και ντροπιασμένος από την Μπαρτσελόνα, μετά από τραυματισμούς κι αντιαθλητκή συμπεριφορά, ο 23χρονος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα καταφθάνει στην Νάπολι, κερδίζοντας την μεγαλύτερη μεταγραφή στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία: 10 εκατομμύρια δολάρια. Θα παραμείνει στην τότε δευτεροκλασάτη ομάδα (που όλες οι πλούσιες ιταλικές του Βορρά σνόμπαραν) για 7 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα την εκτοξεύσει στη βαθμολογία, θα της χαρίσει απίστευτη δόξα και το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία της. Για αυτό κι οι Ναπολιτάνοι, θα αναγάγουν τον Μαραντόνα σε απόλυτο θεό - εντός κι εκτός γηπέδων. Μέχρι που ο εθισμός του στην κοκαΐνη, τα σκάνδαλα και η εμπλοκή του με την τοπική πανίσχυρη μαφία, θα οδηγήσουν στην πτώση του. Μέσα σε αυτή την επταετία, ο ατζέντης του Μαραντόνα σκέφτηκε να κάνει μία ταινία για εκείνον και έτσι προσέλαβε δυο κάμεραμεν να τον ακολουθούν παντού. Εκατοντάδες ώρες γυρίστηκαν τότε: τα μισά αρχεία ήταν στη Νάπολη και τα άλλα μισά βρίσκονταν σε μια αποθήκη της πρώην γυναίκας του, Κλάουντια. Δεν τα είχε ακουμπήσει κανείς για τριάντα χρόνια.
Μέχρι σήμερα, που ο οσκαρικός ντοκιμαντερίστας Ασίφ Καπάντια («Amy», «Senna») τα μετέτρεψε σ' ένα οξυδερκές, ταξικό, ψυχαναλυτικό πορτρέτο ενός ιδιοφυούς ποδοσφαιριστή κι ενός ανασφαλούς νεαρού παιδιού, που μπορεί να δραπέτευσε από τις παραγκουπόλεις του Μπουένος Αϊρες, αλλά τις κουβαλούσε πάντα μέσα του.
Κι όλα ξεκινούν με τον τίτλο. Ο Καπάντια, καθόλου τυχαία, συνήθιζε να ονομάζει τα ντοκιμαντέρ του μονολεκτικά - δίνοντας στην προσωπκότητα που εξέταζε με την κάμερά του, την αληθινή της διάσταση. Ο θρύλος της Formula 1 «Senna» είχε πάντα προτεραιότητα από τον Αϊρτον. Η αυτοκαταστροφική «Amy», το αδικοχαμένο κοριτσάκι πίσω από την Γουάινχαουζ, άξιζε την προσοχή μας.
Εδώ, ο Καπάντια μάς συστήνει τον «Ντιέγκο Μαραντόνα». Αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για δύο προσωπικότητες. Ο Μαραντόνα κι ο Ντιέγκο. Και ανεπανάληπτο ποδοσφαιρικό φαινόμενο και απατεώνας. Και ήρωας και κωλόπαιδο. Και άγιος και αμαρτωλός. Και θεός και προδότης. Και πιστός στην οικογένειά του που συντηρούσε από 15 χρονών, και ασύδοτος στις ηδονές, τις απολαύσεις, την κολακεία και τη δόξα.
Δεν ήταν μόνο άλλος άνθρωπος εντός κι άλλος εκτός γηπέδου. Μπορούσε να εμφανίσει τη διπλή του προσωπικότητα ακόμα και μέσα στον ίδιο αγώνα - όπως στο διαβόητο παιχνίδι Αργεντινής-Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελο του 1986. Το πρώτο γκολ ήταν απάτη - ο Μαραντόνα το έβαλε με το χέρι που αργότερο το αποκάλεσε «Το Χέρι του Θεού». Εκεί όμως που κάποιος θα τον καταδίκαζε ως αλαζονικό απατεώνα, ο Μαραντόνα σκοράρει για δεύτερη φορά, περνώντας την αγγλική άμυνα μ' ένα δεξιοτεχνικό τριπλάρισμα της μπάλας και βάζοντας ένα γκολ που κανείς χρειάζεται το slow motion της τηλεοπτικής κάλυψης για να δει, να καταλάβει, να αποδομήσει τη στρατηγική και την εκτέλεσή του.
Ο Καπάντια συνθέτει μία παραβολή με σύνθετες κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές, ακόμα και θρησκευτικές διαστάσεις. Το διορατικό του βλέμμα κοιτά το πλαίσιο, όχι μόνο τον ήρωα. Το ποδόσφαιρο είναι η αφορμή - ένας κοινωνικοπολιτικός μικρόκοσμος που έρχεται ως αντίδοτο στην φτώχια, την απόρριψη, την αδικία όσων συμβαίνουν εκτός γηπέδων. Το παιχνίδι της Αργεντινής-Αγγλίας δεν ήταν μία απλή αναμέτρηση, αλλά ακολούθησε κι επισκιαζόταν από την σιδερένια επικράτηση της Αγγλίας στις Νήσους Φώκλαντ. Αυτό ήταν το τιμωρητικό «Χέρι του Θεού». Το συμπλεγματικό φτωχόπαιδο από το αργεντίνικο γκέτο δεν ταυτίστηκε τυχαία με την Νάπολη, ούτε οι Ναπολιτάνοι («φτωχομπινέδες», «σκεπασμένοι από τη στάχτη του Βεζούβιου», «βρωμιάρηδες του Νότου») δεν βρήκαν συμπτωματικά τον Μεσία τους στο πρόσωπο του Μαραντόνα. Κόλλησαν δυο τραύματα απέναντι σ' έναν βαθιά ριζωμένο ρατσισμό. Η Μαφία ήξερε τι έκανε όταν πότιζε κοκαΐνη τον Μαραντόνα - εκείνος διψούσε για κάθε είδους μεγαλείου, κολακείας και εξουσίας κι έπεσε στη φάκα των εκβιασμών. Ταυτόχρονα ο Ντιέγκο ντρεπόταν βαθιά για την κατάντια του.
Με τη βοήθεια του Κρις Κινγκ, του πιστού του μοντέρ (ο οποίος κόβει με χειρουργική ακρίβεια, ενέργεια και δαιμονισμένο τέμπο από 500 ώρες αρχειακού υλικού), ο Καπάντια δουλεύει τα γεμάτα κόκο vintage πλάνα του και τα μεταμορφώνει σε πλεονέκτημα αυθεντικότητας - μια ταινία με ένταση, πλοκή και κάθαρση. Αντίθετα με το αντίστοιχο ντοκιμαντέρ του Κουστουρίτσα πριν από δέκα χρόνα, ο Καπάντια δεν αγιοποιεί, ούτε συγχωρεί. Αλλά ούτε κρίνει. Αφήνει την πολύπλοκη αυτή προσωπικότητα να αποκαλυφθεί σε όλες της τις εκφάνσεις. Η ιδέα του να μη χρησιμοποιήσει καθόλου talking heads (οι νέες συνεντεύξεις που πήρε, συμπληρωματικά, από τον παλιό του προπονητή, αθλητικογράφους, αλλά και τον ίδιο τον Μαραντόνα) ακούγονται μόνο, ντύνοντας τα αρχειακά πλάνα. Δεν βλέπουμε ποτέ τη σημερινή, παραμορφωμένη φιγούρα του έκπτωτου ποδοσφαιριστή να μάς κοιτά απολογητικά (ή αλαζονικά) όσο στην οθόνη δραματίζεται η κομβική επταετία της ζωής του. Ο Καπάντια -πανέξυπνα- δεν το επιτρέπει.
Το αποτέλεσμα βιώνεται ως αγωνιώδες ντέρμπι. Σαν σκορσεζικό δράμα αμαρτίας και εξιλέωσης, με επίκεντρο έναν γοητευτικό, βρώμικο αντιήρωα. Ενα ντοκιμαντέρ που έχει το χρυσό άγγιγμα από το χέρι του θεού - μόνο που αυτή τη φορά, ο θεός είναι ο Καπάντια.