Στο Ντελικατέσεν (1991) των Ζαν-Πιερ Ζενέ και Μαρκ Καρό τοποθετούμαστε σε ένα δυστοπικό και νεφελώδες σκηνικό, στις παρυφές κάποιας ανώνυμης γαλλικής πόλης. Κάποια συμφορά έχει πλήξει την ανθρωπότητα και έχει προκαλέσει λιμό: το γαλλικό φράγκο έχει περάσει σε αχρηστία και οι άνθρωποι πραγματοποιούν όλες τις συναλλαγές τους με τρόφιμα. Παράλληλα, υπόγεια παραμονεύουν οι «Τρωγλοδύτες», μια περισσότερο κωμική παρά επικίνδυνη φυλή χορτοφάγων που ζει μέσα στη δυσωδία του υπονόμου και απειλεί τον πολιτισμένο κόσμο της επιφάνειας. Παρακολουθούμε την έλευση ενός πρώην κλόουν του τσίρκου (Ντομινίκ Πινόν) σε μια αυστηρά οργανωμένη μικρή κοινωνία εντός μιας πολυκατοικίας, η οποία έλευση διαταράσσει τις ισορροπίες της λειτουργίας της. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας διατηρεί κρεοπωλείο ο κύριος Κλαπέ (Ζαν-Κλοντ Ντρέιφους), ο ιδιοκτήτης του οικήματος, ο οποίος φαίνεται να αναλαμβάνει και ρόλο διαχειριστή της πολυκατοικίας και τοπικού άρχοντα, καθώς είναι ο μόνος από όλους τους ενοίκους που απολαμβάνει μια κάποια οικονομική άνεση και ευμάρεια.
Ο πρωταγωνιστής Λουισόν, εμφανίζεται στην είσοδο του οικήματος και παρακαλεί τον κύριο Κλαπέ για δουλειά την οποία κερδίζει. Πίσω από τη μεγαλοψυχία του ιδιόκτητη κρύβεται ένα ζοφερό μυστικό: τον βραχύβιο ρόλο του συντηρητή της πολυκατοικίας αναλαμβάνουν για σύντομα χρονικά διαστήματα άνθρωποι οι οποίοι μυστηριωδώς εξαφανίζονται, έχοντας καταλήξει σε σούπα η οποία ταΐζει τους πεινασμένους ενοίκους της πολυκατοικίας. Η κόρη του κρεοπώλη, Ζουλί (Μαρί-Λορ Ντουνιάκ) γνωρίζει τα φρικτά εγκλήματα που έχει διαπράξει ο πατέρας της αλλά παραμένει μουδιασμένη στη σιωπή της. Η αδιαμφισβήτητη γοητεία που της ασκεί όμως ο Λουισόν, σε συνδυασμό με το αίσθημα δικαίου στο στέρνο της το οποίο βρισκόταν χρόνια σε ύπνωση, λειτουργούν καταλυτικά ώστε να διαλύσουν την αδράνειά της. Αποφασισμένη, συνεννοείται με τους «Τρωγλοδύτες» και τους μισθώνει για να απαγάγουν τον αγαπημένο της, γιατί ο υπόνομος φαντάζει παράδεισος μπροστά στην επίγεια κόλαση στην οποία ηγεμονεύει ο πατέρας της. Η ταινία ακολουθεί το πανδαιμόνιο που προκαλεί η απόφαση της Ζουλί στην ιδιόρρυθμη αυτή κοινωνική κατασκευή.
Η ταινία βρέθηκε υποψήφια το 1993 για BAFTA καλύτερης μη αγγλόφωνης ταινίας ενώ απέσπασε τέσσερα βραβεία Σεζάρ το 1992. Παρουσιάζει πολλές γοητευτικές ερμηνείες, με αποκορύφωμα τον Ντομινίκ Πινόν τον οποίο ερωτευτήκαμε στην «Αμελί» και απολαύσαμε πιο πρόσφατα στην τελευταία ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ, «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο». Από σκηνοθετικής άποψης, οι Ζαν-Πιέρ Ζενέ και Μαρκ Καρό συναρμολογούν ένα τρομερά δυστοπικό σκηνικό, καλύπτοντας όλη την ταινία με ένα απόκοσμο υποκίτρινο φίλτρο. Το περιβάλλον φαντάζει ανοίκειο και αφιλόξενο, ποτέ όμως δεν σταματά να είναι σαρκαστικό: η ταινία στον πυρήνα της είναι μια μαύρη κωμωδία. Ξεδιπλώνοντας τις νευρώσεις των ενοίκων της συγκεκριμένης πολυκατοικίας σατιρίζει τη μικροπρέπεια που χαρακτηρίζει τις γειτνιάσεις μας, την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε πραγματικά αλλά και τη δουλοπρεπή σχέση που αποκτούμε προοδευτικά με κάθε μορφή εξουσίας.
Σε πολλές από τις ταινίες του, ο Ζαν-Πιέρ Ζενέ (με εξαίρεση ίσως το «Alien Resurrection» που ήταν ένα αποφασιστικό βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση) κάνει έντονη χρήση διαφόρων ευρυγώνιων φακών, όχι ως ένα σχόλιο για την ανθρώπινη αποκτήνωση, αλλά περισσότερο σε μια προσπάθεια διακωμώδησης ορισμένων ανθρώπινων συμπεριφορών, παρουσιάζοντάς τες στον υπερθετικό βαθμό. Η χρήση του ευρυγώνιου φακού και η έντονή του παραμόρφωση επιτυγχάνει αυτή τη διακωμώδηση, η οποία προκαλεί και ένα αίσθημα ανοίκειου (παρόμοια τεχνική χρησιμοποιεί και ο Λάνθιμος στο πιο πρόσφατο «Poor Things», την ταινία που πήρε όλη την Ελλάδα από το χέρι και την πήγε σινεμά).
Σκηνογραφικά, η ίδια η πολυκατοικία είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του έργου. Οι σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν το ίδιο το επιβλητικό κτίριο ως αγωγό των ανθρώπινων ιστοριών. Μέσω των σωληνώσεων μεταφέρει τους ήχους τους, καθιστώντας έτσι δυνατή μια ιδιότυπη μεταξύ τους επικοινωνία. Παράλληλα, η στριμωγμένη του διάταξη φιλοξενεί καθημερινά τα μικρά δράματα των ενοίκων, τα οποία συνθέτουν και τον χαρακτήρα αυτής της μετα-αποκαλυπτικής κωμωδίας: η αισθησιακή σύζυγος του χασάπη, η αυτοκτονική γειτόνισσα της καλής κοινωνίας, το κωμικό ντουέτο των δύο αδερφών μαστόρων και όλοι οι γείτονες κρύβουν τα δικά τους απόκρυφα μυστικά, τα οποία επιβιώνουν κυριολεκτικά εντοιχισμένα στους αρμούς του οικήματος.
Παράλληλα, η σατιρική αυτή κωμωδία, η οποία φλερτάρει συνεχώς με τον κανιβαλισμό, αφήνοντάς τον να εννοηθεί χωρίς ποτέ να τον παρουσιάζει, καταφέρνει να διατηρήσει σε πολλές της σκηνές μια απίστευτη τρυφερότητα και να μας αφήσει μια επίγευση μιας αθωότητας οριακά παιδικής. Στην καρδιά της ταινίας ορθώνεται ένα γλυκό και διακριτικό ρομάντζο μεταξύ της Ζουλί και του Λουισόν. Η απίθανη αυτή ερωτική ιστορία, η οποία ωριμάζει μέσα στο απόλυτο χάος που επικρατεί στην αλλόκοτη πολυκατοικία, φαίνεται να μην αρθρώνεται ποτέ με λέξεις αλλά, αντιθέτως, να παραμένει μέχρι το τέλος μια συνομωσία βλεμμάτων. Το κυριολεκτικά σαρκικό αυτό τρυφερό ρομάντζο λειτουργεί ως προάγγελος της μεγαλύτερης ταινίας του Ζαν-Πιέρ Ζενέ, της «Αμελί», που θα προσγειωνόταν στον κόσμο μια δεκαετία αργότερα.