O κεντρικός κορμός του κινηματογραφικού σύμπαντος του «Conjuring» του Τζέιμς Γουάν, ο οποίος βασίζονταν στις υπερφυσικές υποθέσεις του ζεύγους Γουόρεν, ήταν πάντα αρκετά δυνατός.
Με δυο μόλις, αρκετά ανατριχιαστικές, ταινίες είχε καταφέρει να κρατήσει στιβαρά στους ώμους του τα διάφορα «παρακλάδια» από spin offs τα οποία άρχισαν να ξεπηδούν το ένα πίσω από την άλλο, όπως η «Annabelle», η «Καλόγρια» και «Η Κατάρα της Γιορόνα», όπου η κάθε μια τους ξεχωριστά, προσπαθούσαν να αποδείξουν πως είναι αντάξιες να κουβαλήσουν το όνομα και την παράδοση του ονόματος «Conjuring». Η απάντηση ήταν #not.
Ετσι η επιστροφή του Γουόρεν, μετά από πέντε χρόνια απουσίας, μόνο χαρά θα μπορούσε να δώσει στους φαν του franchise οι οποίοι πιστεύουν πως από μόνοι τους είναι ικανοί να δώσουν την ώθηση που χρειάζεται να το σώσουν από την κατάρα της μετριότητας. Μόνο που η ταινία «Το Κάλεσμα 3: Ο Διάβολος με Εβαλε να το Κάνω», δεν είναι η λύτρωση που ίσως κάποιοι περίμεναν. Αφήνοντας πίσω τα στοιχειωμένα σπίτια και πιάνοντας τις σατανιστικές τελετές, η ταινία επικεντρώνεται σε άλλη μια ιστορία η οποία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και μας μεταφέρει στο Κονέκτικατ 1981, όπου οι διάσημοι ερευνητές υπερφυσικών φαινομένων βρίσκονται αντιμέτωποι με την πιο ανατριχιαστική υπόθεση της καριέρας τους.
Ενας νεαρός κατηγορούμενος για στυγνή δολοφονία επικαλείται τη δαιμονοληψία ως ελαφρυντικό. Μπορούν οι Γουόρεν να πείσουν το δικαστήριο ότι είναι αθώος;
Με τον Τζέιμς Γουάν να απουσιάζει από την καρέκλα του σκηνοθέτη, η ταινία αμέσως μοιάζει σαν έχει χάσει ήδη ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής της. Και αν αναλογιστεί κανείς πως ο Μάικλ Τσέιβς (ο σκηνοθέτης του αρκετά κακού «Η Κατάρα της Γιορόνα») αναλαμβάνει καθήκοντα εδώ, η ταινία σχεδόν αυτόματα μοιάζει να έχει μπει σε μια αυτοκαταστροφική πορεία. Οχι ότι ο Τσέιβς δεν φαίνεται να έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, μιας και υπάρχουν κάποιες, ελάχιστες, στιγμές που η ταινία αναβλύζει μια αυθεντική ανατριχίλα, αλλά σε αυτό συμβάλλουν περισσότερο η ρετρό 80s αισθητική, η απόκοσμη ατμόσφαιρα και η εικονογραφία του γοτθικού τρόμου που αποδίδονται μάλλον στην παραγωγή της ταινίας κι όχι στη σκηνοθεσία.
Από την πρώτη αρκετά επιβλητική σκηνή εξορκισμού, η οποία αποτίνει τον δικό της φόρο τιμής στον «Εξορκιστή», η ταινία φαίνεται πως έχει ελπίδες να προσφέρει κάποιους πραγματικούς νέους εφιάλτες στον σύμπαν αυτό, μόνο που γρήγορα τα πάντα δείχνουν για άλλη μια φορά τεμπέλικα και γεμάτα στα κλισέ. Ο Γουάν ήταν μετρ στο πώς χτίζει και παραδίδει αυθεντικές στιγμές τρόμου με το στήσιμο της κάμερας, το παιχνίδι με τις σκιές, τους ήχους ακόμα και με τους ίδιους τους χαρακτήρες της ιστορίας του. Εδώ ο Τσέιβς πέφτει συνεχώς στις ίδιες παγίδες που έπεσε και με την προηγούμενή του ταινία, με κοντινά πλάνα να αποδομούν το όποιο μυστήριο κρύβεται από πίσω από τις γωνίες, με τον τρόμο να έρχεται με απόλυτα τηλεγραφημένα πετάγματα, και έχοντας μια ιστορία στα χέρια του που γρήγορα υπερφορτώνεται από ιδέες ρίχνοντας μέσα σε ένα καζάνι από δαιμονισμούς, σατανιστικές τελετές (μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία για να παρουσιάσει την τρέλα με τους σατανιστές που επικρατούσε την δεκαετία του ’80 σε ολόκληρο τον κόσμο), μάγισσες, αλλά και whodunit μυστήριο, χωρίς όμως να ξέρει πώς να τις συνδυάσει και να τις αξιοποιήσει.
Οσο κι αν η στιβαρή παρουσία των Βέρα Φαρμίγκα και Πάτρικ Γουίλσον δεν σε διώχνουν νωρίς από την αίθουσα, όσο και αν οι σχέση τους παραμένει το καλύτερο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας (και ένα υπέροχο subplot που πάει χαμένο...), το «Κάλεσμα 3: Ο Διάβολος με Εβαλε να το Κάνω» παραμένει μια μεγάλη απογοήτευση. Ακόμα και αν κάποιοι την θεωρήσουν ως μια απλή αρπαχτή και πως οι διάβολοι του Χόλιγουντ τους έβαλαν να την κάνουν, αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για την ελεύθερη πτώση ενός αρχικά αρκετά υποσχόμενου τρομαχτικού franchise.
Ελπίζουμε σε ένα καλύτερο τέταρτο μέρος!