Η Λάουρα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια αρχαιολογίας στη Μόσχα. Εχει έρθει από τη Φινλανδία, συνεσταλμένη, ντροπαλή, ήσυχη. Χωρίς μεγάλη αυτοπεποίθηση για τον εαυτό της. Για αυτό κι έχει ερωτευθεί κεραυνοβόλα την μεγαλύτερη της Ιρένε - μία βροντόφωνη κοσμοπολίτισσα που της κάνει δώρο ένα ταξίδι με τρένο και προορισμό τον αρκτικό κύκλο. Να πάνε μαζί να δουν τα προϊστορικά Πετρόγλυφα στο λιμάνι του Μουρμάνσκ. Η Ιρένε όμως είναι απρόβλεπτη, με ναρκισσιστική συμπεριφορά που αφήνει την Λάουρα στο κρύο. Τελευταία στιγμή ακυρώνει και τη βάζει μόνη της στο τρένο, βγάζοντάς την ουσιαστικά από τη ζωή της. Στο Βαγόνι με τον αριθμό 6 περιμένει την αποκαρδιωμένη κοπέλα άλλη μία αρνητική έκπληξη. Συνοδοιπόρος της στο μικρό της κουπέ θα είναι ένας άξεστος, ενοχλητικός, μονίμως μεθυσμένος ανθρακωρύχος. Εγκλωβισμένοι στο μακρύ τους ταξίδι, δύο άνθρωποι θα αναγκαστούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Και τον πραγματικό εαυτό τους.
Ο Γιούχο Κουοσμάνεν («Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Ολλι Μάκι»)πατάει στην ιδέα του ομότιτλου βιβλίου της Ρόζα Λίκσομ, αλλά στην ουσία ξαναγράφει αυτό το ταξίδι, τοποθετώντας το στα 90ς, δίνοντάς του άλλο προορισμό και σκιαγραφώντας διαφορετικά τους δυο χαρακτήρες. Δεν τον ενδιαφέρει η υποβόσκουσα βία, η απειλή που ελλοχεύει στο μυθιστόρημα της Λίκσομ και στον χαρακτήρα του συνεπιβάτη, Λιόχα (ο οποίος στο βιβλίο ήταν πολύ πιο ηλικιωμένος). Με ρομαντική εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ο Κουοσμάνεν ξεκινά κι ο ίδιος το ταξίδι της ταινίας του για να βρει όσα μάς ενώνουν, όχι όσα μας χωρίζουν.
Δε θα το κάνει όμως «ρομαντικά». Η κάμερα του θα στριμωχθεί στο μικρό βαγόνι και θα καταγράψει ωμά την αγένεια, τη μπόχα, τη δυσφορία. Άλουστα μαλλιά, βρώμικες ανάσες, άβολες κουβέντες. Η ζωή δεν είναι ταινία του Λινκλέιτερ, όπου γοητευτικοί ξένοι γνωρίζονται στα τρένα. Η αληθινή ζωή σε εγκλωβίζει σε αμήχανες αντιπαραθέσεις και σε αιφνιδιασμούς. Όμως εκεί κρύβονται και οι εκπλήξεις της. Πρέπει να τολμήσεις, να βγεις από το επτασφάλιστο καβούκι σου, να μετακινηθείς από την ασφάλεια σου - να κάνεις ένα ταξίδι, κυριολεκτικό ή μέσα σου. Γιατί μόνο αν ρισκάρεις να εκτεθείς, έχεις την ελπίδα κάποιος, επιτέλους, να σε δει.
Ο Κουοσμάνεν δεν βιάζεται. Παρατηρεί. Σφίγγει τον κλοιό ανάμεσα στο ζευγάρι κι εμπιστεύεται τους ηθοποιούς του να χτίσουν λέξη λέξη, βλέμμα βλέμμα, την αλλαγή στην ατμόσφαιρα του βαγονιού. Δεν υπάρχει στιγμή που δεν τους πιστεύεις. Ισως γιατί όσο γεωμετρικά τους περιόρισε, τόσο χώρο τους έδωσε ερμηνευτικά να ξαναγράψουν τους διαλόγους τους, ώστε να βρουν τους χαρακτήρες τους εκεί που τους αισθάνθηκαν δικούς τους.
Ο Γιούρι Μπόρισοφ θα θάψει γενναία την αληθινή καρδιά του Λιόχα κάτω από στρώσεις βρώμικης επιδερμίδας και ενοχλητικής σωματικότητας - παραβιάζει το «χώρο» της Λάουρα με όλο του το είναι, ακόμα κι όταν κοιμάται. Και η Σέιντι Χάρλα (θεατρική ηθοποιός, στον πρώτο μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο της καριέρας της) θα φορέσει την ανασφάλεια της ηρωίδας της σαν ζεστό παλτό, που από κάτω κρύβονται τραύματα που δε θα μάθουμε ποτέ. Πληγωμένα βλέμματα, σαν κουτάβι που το κλώτσησαν, κλεμμένα, πνιχτά χαμόγελα, μικρά βήματα προς την ελευθερία.
Ο production designer Κάρι Κανκάνπα αναπαραστά τη Ρωσία των 90ς σε σημείο που ο θεατής νιώθει να φορά τα γουόκμαν της Λάουρα (που παίζουν το «Voyage Voyage» των Desireless) να αναγνωρίζει την ατμόσφαιρα στα ρετρό σαλόνια της Μόσχας, να μυρίζει την έλλειψη καθαρού αέρα του τρένου. Κι ο διευθυντής φωτογραφίας Τζ. Π. Πάσι ενισχύει το ταξίδι πίσω στο χρόνο, με μία θαμπή εικόνα αναλογικών χρωμάτων που σε κάνουν να νιώθεις την ταινία ως νοσταλγική ανάμνηση, σαν όνειρο από το παρελθόν. Το βασικότερο: όλοι μαζί και με τον Κουοσμάνεν να κρατά σταθερά το τιμόνι, ξεπερνούν την παγίδα της θεατρικότητας στον έγκλειστο χώρο. Κινείσαι, τρέχεις πάνω στις γραμμές, τρέχουν τα τοπία, τρέχουν τα συναισθήματα.
Τρέχουν και τα μάτια. Γιατί την αναγνωρίζεις αυτή την παλλόμενη μοναξιά στο στριμωγμένο βαγόνι. Την μοναξιά μέσα σου που πρέπει να βρεις του κουράγιο να την αερίσεις - ναι, την πιο ακατάλληλη στιγμή, με τον πιο ακατάλληλο άνθρωπο. Στις ανεμοθύελλες του αρκτικού κύκλου, αν κι αυτός δεν είναι ο πραγματικός προορισμός. Οπως σε όλα τα road trips, έτσι κι εδώ τον προορισμό τον κουβαλούσες στις αποσκευές σου.