Θα ήταν απίστευτο αν δεν ήταν πραγματικό. Το 1985, από ένα αεροπλάνο που μετέφερε ναρκωτικά έπεσαν άφθονα κιλά πακέτων κοκαΐνης. Μια μαύρη αρκούδα στο δάσος τα βρήκε και τα έφαγε. Και τσίτωσε.
Αυτή την ιστορία πιάνει στα χέρια της, στην τρίτη της σκηνοθετική δουλειά (μετά το «Pitch Perfect 2» και τους «Αγγελους του Τσάρλι») η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Μπανκς και κερδίζει το στοίχημα μόνο και μόνο από τον τίτλο. Η Μπανκς τοποθετεί την αρκούδα σ' ένα ειδυλλιακό δάσος στην Τζόρτζια, με καταράκτες και πεταλούδες και φυλλώματα που θροΐζουν. Εκεί περιδιαβαίνουν από τυχαίους τουρίστες, ως εγκληματίες που αναζητούν την «μπάζα», ως αστυνομικοί που αναζητούν τους εγκληματίες, ένας δασονόμος, μια μαμά και μια έφηβη κόρη με τον κολλητό της. Ολοι θα συναντήσουν τη μαύρη αρκούδα, με διαφορετικά αποτελέσματα ο καθένας.
Ταγμένη στο ύφος των αυθεντικών και αγαπημένων b-movies τρόμου, η Μπανκς δεν φοβάται να εκσφενδονίζει ολοφάνερα λαστιχένια μασημένα και αιματοβαμένα άκρα, ή να κάνει κοντινά στην αρκούδα της που βρυχάται ή απλώς σνιφάρει μια περαστική πεταλούδα. Το χιούμορ είναι χοντροκομμένο, για την ακρίβεια ούτε καν πολύ αστείο. Εκείνο, ωστόσο, που αυξάνει τη συμπάθεια για την ταινία (και την αρκούδα, φυσικά, που είναι η παρεξηγημένη πραγματική ηρωίδα του φιλμ), είναι μια αύρα νοσταλγίας, «αθωότητας» της δεκαετίας του '80, που θα μπορούσε και να έχει αγγίξει ο Σπίλμπεργκ με το μαγικό ραβδάκι του. Παρότι, με έναν τέτοιο τίτλο, τίποτε που θα έκανε η Μπανκς και οι συμπαθείς πρωταγωνιστές της, δεν θα μπορούσαν ν' ανταπεξέλθουν.