To τηλέφωνο της Αλις χτυπά μέσα στη νύχτα. Είναι ο 8χρονός της γιος που κλαίει. «Μαμά, δε θέλω να είμαι εδώ...» Το τηλεφώνημα τελειώνει απότομα, πριν καταφέρει να μιλήσει και στην έφηβη κόρη της, και η Αλις πανικοβάλλεται. Εκείνη είναι στη Στοκχόλμη και τα παιδιά με τον πατέρα τους στο χωριό. Η δικαστική μάχη ήταν άσχημη και η Αλις, που εγκατέλειψε -για άγνωστους λόγους- την συζυγική στέγη και την μικρή τους επαρχιακή κοινωνία, έχασε την κηδεμονία. Αψηφώντας το νόμο, πηγαίνει να τα βρει. Ο πρώην άντρας της τής απαγορεύει την επαφή και εκείνη κάνει κάτι απελπισμένο: τα απάγει από το σχολείο και τούς προτείνει διακοπές.

Φτάνουν στην Τενερίφη, χωρίς βαλίτσες, αλλά με... «αποσκευές»: όχι τόσο ο μικρός που είναι χαρούμενος που έχει ξανά την μαμά του, όσο η 14χρονη κόρη που παραμένει επιθετική. Πώς να ξαναεμπιστευθεί την μητέρα που σηκώθηκε κι έφυγε; Που τους παράτησε με τον (ίσως βίαιο;) πατέρα τους; Το δικαστήριο την έκρινε ακατάλληλη, κι ίσως δικαίως: ένα αυθόρμητο -και παράνομο- ταξίδι στις Κανάριες Νήσους δεν είναι η λύση. Αντιθέτως, οι συνέπειες θα είναι μεγάλες. Η Αλις όμως έχει μόνο αυτό το ταξίδι. Για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη τους, να τους δείξει την αγάπη της. Να καταλάβουν, να νιώσουν, ότι δεν ήταν εκείνα ο λόγος που έπρεπε να φύγει μακριά....

Η σεναριογράφος και σκηνοθέτης Αμάντα Κέρνελ («Η Καταγωγή των Σάμι») επιλέγει το δύσκολο δρόμο στο δικό της ταξίδι για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της. Στο επίκεντρό της ένα προκλητικό θέμα: μία μητέρα που, για να ξεφύγει από ένα δυστυχισμένο γάμο, άφησε πίσω και τα παιδιά της. Ηρωίδα της είναι μια γυναίκα που εξ αρχής αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν όχι με απαξίωση. Και η Κέρνελ τολμά να τη γράψει έτσι - χωρίς μελό εξηγήσεις, χωρίς εύκολες δικαιολογίες, χωρίς φλυαρίες. Δεν ξέρουμε τίποτα, δε θα μάθουμε τίποτα. Μόνο μας δεδομένο η απόφαση των δικαστών, η βιτριολική στάση του πρώην άντρα και της πεθεράς της, η έλλειψη σεβασμού από τον κάθε ένα που συναντά επιστρέφοντας στην μικρή επαρχία που κάποτε ήταν το σπίτι της. Οχι, δεν συγχωρεί ο κόσμος μια τέτοια μάνα.

Η Κέρνελ όμως δεν τρομάζει. Κρατά με αυτοπεπεποίθηση την κάμερα ανοιχτή, έχοντας εμπιστοσύνη στη φυσικότητα των στγμών αυτού του ταξιδιού για να αποδώσουν το ελλειπτικό πορτρέτο αυτής της γυναίκας. Τη λαχτάρα της να κερδίσει ξανά τη χαμένη επαφή με τα παιδιά. Την αγωνία της όσο ο μικρός σφίγγεται στην αγκαλιά της (τι συμβαίνει στο σπίτι;). Την απόγνωσή της όσο η κόρη της συνεχίζει να την απορρίπτει. Τη σχεδόν παιδική χαρά της όταν καταφέρνει να τους πείσει να τραγουδήσουν και πάλι όλοι μαζί στο καραόκε μπαρ του τουριστικού ξενοδοχείου - στην πιο δυνατή σκηνή της ταινίας. Καμία εξήγηση δεν έχει δοθεί, κανένα πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί. Για δυο κακόφωνα λεπτά όμως, μπροστά σου εμφανίζεται μια οικογένεια. Δυο παιδιά που, για λίγο, έχουν πίσω κάτι περισσότερο από την μαμά τους: τη χαμένη ανεμελιά τους, μετά από ένα διαζύγιο που άφησε πίσω του βαθιές ουλές.

Η Κέρνελ μπορεί να σκιαγραφεί τολμηρά, χωρίς συμβιβασμούς και συγκατάβαση, αυτή την αντι-ηρωίδα, ταυτόχρονα όμως χρωστάει πολλά στην πρωταγωνίστριά της. Η Ανα Νταλ Τορπ την ερμηνεύει στην κόψη του ξυραφιού. Τόσο πονεμένο το χαμόγελό της, που δεν μπορείς παρά να την συμπαθήσεις. Τόσο απερίσκεπτη η ορμή της, που, όχι, δεν μπορείς να την εμπιστευθείς. Η Τορπ εκπέμπει ζεστασιά κι απελπισία. Μια ανοιχτή αγκαλιά, αλλά κι ένα τραυματισμένο βλέμμα. Μια μάνα που λατρεύει τα παιδιά της, αλλά δεν τους παρέχει ασφάλεια.

Κάπως έτσι, η Κέρνελ μάς πάει κι εμάς ένα συναισθηματικό ταξίδι. Στην πορεία, ανατρέπεται η πρώτη βιαστική μας κρίση, τα συναισθήματά μας. Κανείς δεν είναι δαιμονοποιημένα ένοχος, κανείς αθώος. Οπως και στη ζωή, κανείς δεν έχει τις απαντήσεις. Οπως και στη ζωή, καμιά φορά η αγάπη δεν φτάνει...