Δεν είναι λίγο περίεργο να ακούς ότι ο Ντάρεν Αρονόφσκι, ο άνθρωπος πίσω από το «Ρέκβιεμ για Ενα Ονειρο» και το «Μαύρο Κύκνο», αποφασίζει να γυρίσει κωμωδία; Κι όμως, το «Κλέφτης από Σπόντα» είναι ακριβώς αυτό: μια πρώτη βουτιά του σκηνοθέτη σε ένα είδος που φαινομενικά δεν του ταιριάζει. Και παρόλο που φοράει τον μανδύα της κωμωδίας, δεν παύει να είναι «αρονοφσκικό» μέχρι το κόκκαλο – γεμάτο αίμα, βία και μια αίσθηση παρανοϊκής υστερίας που σπάνια αφήνει τον θεατή να ανασάνει.
Δεκαετία του 1990. Ο Χαν Τόμπσον ήταν φαινόμενο του μπέιζμπολ στο λύκειο. Παρότι πλέον δεν μπορεί να παίξει, όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του πάνε καλά. Εχει ένα υπέροχο κορίτσι, είναι σερβιτόρος σε ένα παλιομοδίτικο μπαρ της Νέας Υόρκης, και η αγαπημένη του ομάδα κάνει μια προσπάθεια για το πρωτάθλημα ως αουτσάιντερ. Οταν ο punk-rock γείτονάς του, Ρας, του ζητήσει να φροντίσει τη γάτα του για λίγες μέρες, ο Χανκ θα βρεθεί ξαφνικά στη μέση μιας ετερόκλητης συμμορίας απειλητικών γκάνγκστερ. Ολοι τον κυνηγούν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει ιδέα γιατί. Καθώς ο Χανκ προσπαθεί να τους ξεφύγει, πρέπει να χρησιμοποιήσει όλο του το θάρρος για να μείνει ζωντανός και να μάθει...
Η ιστορία βασίζεται στο βιβλίο του Τσάρλι Χιούστον και όπως στο χαρτί, έτσι και στην οθόνη, η πλοκή δεν έχει τίποτα το φρέσκο: κλισέ χαρακτήρες, κλασικά κυνηγητά, ένα μίγμα pulp και noir που έχουμε ξαναδεί αμέτρητες φορές. Ο Αρονόφσκι όμως δεν ενδιαφέρεται να ξαναγράψει τους κανόνες του crime genre. Αυτό που τον νοιάζει είναι η αίσθηση, η παράνοια και, φυσικά, το χάος.
Η σκηνοθεσία του είναι πιο γρήγορη και παιγνιώδης από ποτέ. Η κάμερα του Μάθιου Λιμπατίκ τρέχει μέσα σε σκοτεινά στενά, μπαρ βρώμικα αλλά λαμπερά κινηματογραφημένα, κλειστοφοβικά διαμερίσματα που ξεχειλίζουν ένταση. Σε στιγμές θυμίζει Γκάι Ρίτσι με το γρήγορο μοντάζ και τις εκρήξεις χιούμορ ανάμεσα στη βία. Αλλά, επειδή είναι μια ταινία με την υπογραφή του Αρονόφσκι, η υστερία δεν σταματά ποτέ. Ακόμα και στις πιο ανάλαφρες σκηνές, κρύβεται μια απειλή που κάνει το στομάχι σου να σφίγγεται.
Ο Οστιν Μπάτλερ, στον ρόλο του Χανκ, είναι το πραγματικό στήριγμα της ταινίας. Ενας χαρακτήρας που θα μπορούσε εύκολα να βυθιστεί στη γραφικότητα αποκτά, χάρη στη φυσικότητα και τη σωματικότητα του Μπάτλερ, μια αληθινή υπόσταση. Κουβαλάει το φιλμ με μια κωμική φρεσκάδα που δεν τον έχουμε ξαναδεί να επιδεικνύει, χωρίς να χάνει ποτέ τη γοητεία και το σκοτεινό βάθος που τον έκανε να ξεχωρίσει στο «Elvis». Το μόνο του μειονέκτημα; Είναι τόσο χαρισματικός που σβήνει γύρω του τις υπόλοιπες ερμηνείες και κάνει την αίσθηση κινδύνου να φαίνεται πιο light απ’ όσο θα έπρεπε.
Το σενάριο, από την άλλη, είναι το αδύναμο χαρτί. Οσοι μπουν στην αίθουσα περιμένοντας κάτι πραγματικά νέο θα απογοητευτούν. Η ιστορία πατάει γερά σε όλα τα γνώριμα tropes του pulp crime: τυχαία εμπλοκή, μαφιόζοι καρικατούρες, κυνηγητά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, εκρήξεις βίας που καταλήγουν σε μαύρο χιούμορ. Είναι διασκεδαστικό, ναι, αλλά όχι εμπνευσμένο. Και, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έργα του Αρονόφσκι, εδώ δεν υπάρχει ένα ουσιαστικότερο σχόλιο κάτω από την επιφάνεια, ούτε μια ψυχολογική βουτιά, ούτε μια υπαρξιακή αγωνία. Μόνο στιλιζαρισμένο χάος.
Και κάπου εδώ βρίσκεται και το πρόβλημα αλλά και η γοητεία της ταινίας. Ως καθαρή ψυχαγωγία, δουλεύει: η βία είναι θεαματική, το χιούμορ συχνά πετυχαίνει, και η ενέργεια της ταινίας σε κρατάει μέχρι το τέλος. Αλλά αν περιμένεις εκείνο το βάρος που έχει κάθε φορά το σινεμά του Αρονόφσκι – από το σωματικό μαρτύριο του «Παλαιστή» ως την καταβύθιση της «μητέρας!» – εδώ θα νιώσεις ότι κάτι λείπει.
Στο τέλος, το «Κλέφτης από Σπόντα» είναι μια παράξενη υβριδική εμπειρία: μια κωμωδία φτιαγμένη με τη γλώσσα του τρόμου, μια pulp περιπέτεια γυρισμένη με την εμμονή και τη βία ενός δημιουργού που δεν ξέρει να χαλαρώνει. Και αυτό είναι και η μεγαλύτερη αρετή και η μεγαλύτερη παγίδα της.