Σ’ ένα μελλοντικό Ντιτρόιτ που μοιάζει εξίσου εγκαταλελειμμένο με σήμερα, οι «απόβλητοι» είναι περιορισμένοι σ’ ένα γκέτο μεγάλης εγκληματικότητας, περιφραγμένο μ’ ένα πέτρινο τείχος. Εκεί θα προσπαθήσει να διεισδύσει ένας αστυνομικός, under cover και με τη βοήθεια ενός εγκληματία, προκειμένου να βρει τον αρχηγό της τοπικής μαφίας και να τον αποτρέψει από το να τινάξει την πόλη στον αέρα με μια βόμβα νετρονίου που έχει ήδη στραμμένη προς το «καλό» μέρος της πόλης. Μόνο που γρήγορα θα καταλάβει πως καλό και το κακό δε βρίσκονται εκεί όπου τα περιμένει.

Ακούγεται τρομερά βαρετό; Κι όμως, δεν είναι. Η ταινία μεταφέρει στην Αμερική, σχεδόν αυτούσιο, το «Banlieu 13» του Λικ Μπεσόν. Κι αν η πλοκή είναι αδιάφοροι, με διάσπαρτους ήρωες που κανέναν δεν αφορούν, το στόρι είναι ντυμένο με τόση δράση, συναρπαστικά χορογραφημένη, που αναμφίβολα οι θεατές (των multiplex) θα νιώσουν την επιθυμία να πηδούν από τη μια καρέκλα στην άλλη. Κι αυτό γιατί, φυσικά, κουμάντο στην ταινία κάνει ο αρχιμάστορας του παρκούρ Ντέιβιντ Μπελ που πηδάει πιο μακριά, πιο ψηλά και πιο ριψοκίνδυνα απ’ οποιονδήποτε, ενώ πίσω του τον κυνηγούν από ρουκέτες μέχρι φλόγες.

Ακόμα καλύτερα, πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Πολ Γουόκερ, στο τελευταίο φιλμ που ολοκλήρωσε και το οποίο τού είναι αφιερωμένο – και, ναι, είναι παραπάνω από ευχάριστο (και μελαγχολικό συγχρόνως), να τον βλέπει κανείς να υποδύεται τον σκληροτράχηλο και ιδεαλιστή μπάτσο, γνωρίζοντας μάλιστα ότι προσεχώς θα επανέλθει και στο «F&F7».

Με αυτά τα υλικά, ο κατ’ επάγγελμα μοντέρ Καμίλ Ντελαμάρ γεμίζει τις σκηνές του, κόβοντας με ταχύτητα φωτός κι εκμεταλλευόμενος όλη τη street μυθολογία αλλά και το βρώμικο φαντασιακό του Λικ Μπεσόν, που εκτείνεται από αντιεξουσιαστές αρχηγούς καρτέλ και πολιτικά j’ accuse, μέχρι απολαυστικά bitch fights όπου η δερματοντυμένη συμμορίτισσα βγάζει τ’ απωθημένα της στην ντυμένη σα μαθήτρια με μίνι-φούστα αντίπαλό της με μαστίγιο.

Το ν’ αναζητήσει κανείς πρωτοτυπία, δομή ή νόημα στο «Brick Mansions» είναι εξ ορισμού περιττό: αυτό που είναι σίγουρο είναι πως το φιλμ εκρήγνυται σε αλλεπάλληλα κύματα αδρεναλίνης στην αίθουσα που στα πρώτα δέκα λεπτά μυρίζει μπαρούτι και ιδρώτα. Και ότι ο Πολ Γουόκερ μας λείπει από την οθόνη.