Υπάρχουν ταινίες που βλέποντας τις καταλαβαίνεις πως μια δεύτερη, σίκουελ/πρίκουελ/ή ό,τιδήποτε ταινία, θα έδειχνε ανούσια, όσο και εάν η πλοκή της προσπαθεί, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, να αναπτύξει όσα έθεσε ως βάσεις η πρώτη. Μια τέτοια ταινία είναι και το «Brahms: The Boy 2» η οποία από την πρώτη στιγμή δείχνει όχι μόνο αχρείαστη αλλά και προσβλητική ως προς την πρώτη ταινία και το (όχι αμελητέο) κοινό της.

Σίγουρα η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη του «The Devil Inside», Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ, και σε σενάριο του Στέισι Μίναρ, με πρωταγωνιστή μια πορσελάνινη κούκλα, τον Μπραμς, δεν εφηύρε ξανά τον τροχό όσο αφορά το είδος των ταινιών τρόμου, αλλά τουλάχιστον ακολουθούσε (όπως και οι κάτοχοι της κούκλας) κάποιους κανόνες και είχε καταφέρει τουλάχιστον να δημιουργήσει, σε στιγμές, μια άβολη ανησυχία μέσω της ανατριχιαστικής ατμόσφαιράς της. Και είναι τόσο περίεργο που το σίκουελ δείχνει τόσο αδιάφορο, τόσο βαρετό, τόσο… εκτός από όλα αυτά που προσπάθησε να χτίσει η πρώτη ταινία, μιας και οι δυο δημιουργοί του επιστρέφουν στην σκηνοθεσία και στο σενάριό της.

Ο Μίναρ κάνει φύλλο και φτερό το σενάριο και τους ήρωές του (εδώ μια νέα οικογένεια, δίχως να γνωρίζει τη σκοτεινή ιστορία, μετακομίζει στην έπαυλη Χίλσαϊρ και ο νεότερος γιος της βρίσκει τον Μπραμς, την πορσελάνινη κούκλα και γίνεται φίλος μαζί της), πετάει τους όποιους κανόνες του είδους, ακόμα και την ανατροπή της πρώτης ταινίας (η οποία αποτελεί ίσως και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της) από το παράθυρο, και αρκείται στα κλισέ, με μια ιστορία και χαρακτήρες που φαίνεται πως γράφτηκαν στην κυριολεξία στο πόδι. Παίρνοντας, σχεδόν με ξεδιάντροπο τρόπο, στοιχεία από ταινίες όπως η «Annabelle» και το «Η Κούκλα του Σατανά», ο Μίναρ προσπαθεί να βουτήξει στον ψυχολογικό τρόμο μιας οικογένειας η οποία προσπαθεί να αναρρώσει από μια τραγωδία, ενώνοντας τα στοιχεία ενός άνισου, από την πρώτη κιόλας σκηνή, σεναρίου αλλά που καταλήγει να επιπλέει δημιουργώντας περισσότερο ένα τραγελαφικό ανοσιούργημα πάρα μια ιστορία που μπορείς να της αφοσιωθείς μέχρι το τέλος.

Κι αν η πρώτη ταινία κατάφερε με έναν ιδιαίτερο τρόπο να παίξει μαζί με το κοινό της για το τι πραγματικά συμβαίνει με την κούκλα, εδώ ο Μπελ φαίνεται πως δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το μυστήριο. Σου πετάει κατάμουτρα το όποιο υπερφυσικό στοιχείο υπάρχει σχεδόν αμέσως και απλά αφήνει τους χαρακτήρες του σε μια άγνοια μέχρι να το καταλάβουν, χάνοντας αυτομάτως το παιχνίδι. Το φρεσκαρισμένο στυλ, το μαύρο χιούμορ της, η μουντή και ατμοσφαιρική της φωτογραφία και κυρίως το όποιο σασπένς της δεν υπάρχουν πια εδώ, με τον Μπελ να προσπαθεί μάταια να κρατήσει στα πόδια την ταινία του, η οποία καταρρέει λίγο λίγο και σταθερά με κάθε σκηνή της τόσο μπροστά στα μάτια του όσο και των θεατών της.

Ο μόνος τρόμος, και δεν είναι σκόπιμος πιστέψτε μας, που ίσως προκαλέσει η ταινία είναι το να βλέπεις για μιάμιση περίπου ώρα την Κέιτι Χολμς να κοιτά το άπειρο σκεπτόμενη ή προσπαθώντας να δείξει την όποια ανησυχία της, μοιάζοντας σαν κάποιος να της έχει πει πως με αυτόν τον τρόπο παίζουν όλοι οι ηθοποιοί σε αυτές τις ταινίες. Και το χειρότερο από όλα, όλο αυτό θα μπορούσε να ήταν κάτι που ίσως και να έσωζε την ταινία από την απόλυτη βαρεμάρα αν ήταν τουλάχιστον καλοπαιγμένο. Και πιστέψτε μας, γνωρίζουμε πόσο αντιφατικό ακούγεται όλο αυτό.