Βρισκόμαστε σε ένα μικρό χωριό στο εσωτερικό της Σενεγάλης, σε ένα μη προσδιορισμένο χρόνο σε μια στιγμή όπου η σχέση των νιόπαντρων Μπανέλ και Ανταμα και η ισορροπία τους με την κοινότητά τους πρόκειται να δοκιμαστεί σοβαρά. Ο Ανταμα είναι ο κληρονόμος της θέσης του αρχηγού, την οποία όμως αρνείται, αφού μαζί με την Μπανέλ, θέλουν να φύγουν από τον στενό μικρόκοσμό του για να ζήσουν σε ένα μεγάλο σπίτι που ξεθάβουν κάτω από έναν αμμόλοφο, ακόμη κι αν όλοι στο χωριό λένε, ότι τα θαμμένα εκείνα σπίτια είναι καταραμένα.

Η Μπανέλ, είναι η χήρα του αδελφού του, την οποία ο Ανταμα παντρεύτηκε σύμφωνα με τον νόμο του χωριού όταν εκείνος πέθανε, αλλά που όπως καταλαβαίνουμε σύντομα την αγαπούσε από πάντα, με πάθος. Κι εκείνη είναι σχεδόν εμμονικά προσκολλημένη στον Ανταμα, γράφοντας τα ονόματά τους ξανά και ξανά στο τετράδιό της, επαναλαμβάνοντας τα σαν μάντρα και μη μπορώντας να μείνει στιγμή μακριά του.

Ομως όταν μια επίμονη ξηρασία θα δοκιμάσει τις αντοχές του χωριού κι όταν οι λιγοστές αγελάδες θα αρχίσουν να πεθαίνουν, όλοι θα απαιτήσουν από τον Ανταμα να αναλάβει τις ευθύνες του ως δικαιωματικός αρχηγός και η σχέση του ζευγαριού θα εμφανίσει ρωγμές και μαζί και η πνευματική ισορροπία της Μπανέλ.