Ο Φρανς και ο Αρτούρ, γοητευτικοί losers, φλερτάρουν αμφότεροι την φαινομενικά συνεσταλμένη Οντίλ, που ο Φρανς γνώρισε σε σεμινάρια αγγλικής γλώσσας. Τα βλέμματα μεταξύ των τριών εναλλάσσονται στη διάρκεια του μαθήματος, καθώς η δασκάλα διαβάζει απόσπασμα από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ. Στο σύντομο διάλειμμα και μέχρι να ξαναμπούν στην τάξη, ο Αρτούρ πολιορκεί επίμονα την Οντίλ ακολουθώντας την από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Ο Φρανς, ο Αρτούρ και η Οντίλ αράζουν σε ένα μικρό καφέ για να «σχεδιάσουν» τη ληστεία στη βίλα της θείας της Οντίλ στα προάστεια. Εκείνης της ξέφυγε πως ο σύντροφος της θείας έχει κάπου κρυμμένα λεφτά. Και οι τρεις θα αλλάξουν τις αρχικές τους θέσεις στο τραπέζι μετά από πολλά πηγαινέλα. Θα αποφασίσουν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή, που όμως θα παραβιάσουν ανυπόμονα σε κάτι λιγότερο από 40 δευτερόλεπτα.
Ο Φρανς και ο Αρτούρ διαβάζουν νέα από εφημερίδα, ο καθένας τη δική του, στην όχθη του ποταμού. Η μία τραγική είδηση από το αστυνομικό δελτίο διαδέχεται την άλλη, την ανταγωνίζεται, την καβαλά. Στο μεταξύ, η Οντίλ τρέχει από τη βίλα να προλάβει να κάνει τα θελήματα και τις μικροδουλειές της, πριν τους συναντήσει.
Ο Φρανς, ο Αρτούρ και η Οντίλ διασχίζουν τροχάδην ολόκληρο το Λούβρο, προσπαθώντας να σπάσουν το ρεκόρ ενός Αμερικανού (sic) που λέει πως το γύρισε σε εννέα λεπτά. Ξαφνιάζουν τους φιλότεχνους που χαζεύουν τα κλασικά έργα, ξεγελούν τους φύλακες με οκτάρια και σπινιαρίσματα μέσα στους διαδρόμους.
Ο Φρανς, ο Αρτούρ και η Οντίλ σεργιανίζουν το Παρίσι με το καμπριολέ Simca του Φρανς. Βόλτα και συνωμοτική κουβέντα κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό της πόλης, στους παράδρομους του Σηκουάνα και στα βουλεβάρδα του κέντρου, πριν έρθει η ώρα να ξεκινήσουν για το προάστειο Ζουανβίλ όπου θα γίνει το «κόλπο».
Δύο οπλοφόροι αλληλοπυροβολούνται στον κήπο της βίλας. Βολές από κοντά, που όμως δε θα ρίξουν κανέναν κάτω. Πέφτει τελικά ο ένας, και ο άλλος κάνει αμέτρητες στροφές γύρω από το πτώμα, τα δέντρα και τον εαυτό του πριν σωριαστεί κι αυτός.
Ας μην ενοχλούμαστε, δεν υπάρχουν spoilers εδώ, με την ίδια λογική που δεν υπάρχει πλοκή σε καμία ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Άλλωστε, η «πλοκή» ήταν πάντα πρόσχημα στο σινεμά του σπουδαίου μοντερνιστή, η στοιχειώδης αφορμή που θα μπορούσε να επινοηθεί κι από το βράδυ της προηγούμενης (αν όχι επί τόπου), το όχημα μονάχα για να αναποδογυρίσουν τα κλισέ των κινηματογραφικών ειδών, να μετατοπιστεί η κάμερα έξω από τις ακαδημαϊκές γωνίες, να αναστατωθεί ήχος και εικόνα με την εσώτερη αρμονία της τζαζικής «παραφωνίας», να αποδεσμευτεί το καινούργιο από το παραδοσιακό, να λάμψει το μελλοντικό μέσα από τη σκουριά.
Τις παραπάνω βινιέτες, λοιπόν, δεν τις παραθέτουμε απλώς για να συνθέσουμε μια «σύνοψη» της έβδομης χρονολογικά ταινίας του (γυρισμένη το 1964, μετά την «Περιφρόνηση» και πριν το «Μια Γυναίκα Παντρεμένη», αν και περισσότερο συγγενική με την πρώτη του, το «Με Κομμένη την Ανάσα»), αλλά κυρίως για να χαρτογραφήσουμε το ύφος ενός καλλιτέχνη που ποτέ δεν έπαψε να σκέφτεται την εικόνα με τρόπο μουσικό. Από τα πρώτα στιγμιότυπα των τζαμπ κατς στα πρόσωπα του τριγώνου της «Συμμορίας» μέχρι τα τελευταία της φυγής στο αμάξι, πάντα με την ασπρόμαυρη φωτογραφική φροντίδα του Ραούλ Κουτάρ, η ταινία όλη είναι ένα μουσικοχορευτικό νούμερο χωρίς ανάλογο στα οπτικοακουστικά χρονικά.
Και δε μιλάμε μόνο για την υπόγεια μελαγχολική, «αφημένη» στον παρισινό χειμώνα μουσική του Μισέλ Λεγκράν, ούτε σκέτα για την τετράλεπτη σκηνή του χορού στο μπιστρό υπό τους ρυθμούς του madison τουίστ, τη μνημειώδη για τον συγχρονισμό των Σάμι Φρέι, Κλοντ Μπρασέρ και Άννα Καρίνα (τη μόνη στο κατά τα άλλα αυτοσχέδιο έργο που χρειάστηκε πρόβες) και τα παιχνίδια της στην ηχητική μπάντα (διακοπή κάθε τόσο, ώστε να ακουστούν εκτός κάδρου οι σκέψεις των πρωταγωνιστών διά στόματος Γκοντάρ, με τους χτύπους των χεριών να συντηρούν το τέμπο).
Γι’ αυτές θα μπορούσαν να μιλάνε ώρες ο Χαλ Χάρτλεϊ («Simple Men») ή ο Κουέντιν Ταραντίνο («Pulp Fiction»), και για άλλες ο Γουόνγκ Καρ Βάι («Days of Being Wild») ή ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι («Οι Ονειροπόλοι»), ανάμεσα σε δεκάδες άλλους δημιουργούς που έχουν επηρεαστεί από την «Συμμορία». Σελίδες επί σελίδων έχουν επίσης γραφτεί για τις αμέτρητες, άμεσες ή έμμεσες, μνείες της ίδιας της ταινίας στη λογοτεχνία, την ποίηση, την φιλοσοφία και το σινεμά -από Σαίξπηρ, Πόε, Έλιοτ, Λόντον και Ρεμπό μέχρι Μπρετόν, Αραγκόν, Ρενουάρ, Τσάπλιν, Χοκς, Ντεμί ή Πέκινπα. Χώρια οι (αυτό-) αναφορές στη φιλία του Γκοντάρ με τον Τριφό και τον ευγενή τότε (και πριν επέλθει η ρήξη) ανταγωνισμό τους για την προσοχή του «κοινού», που εκπροσωπεί η «αθώα» Οντίλ/Καρίνα.
Μιλάμε για μια χορογραφία από άκρη σε άκρη, για ένα μπαλέτο σε κυκλικές κινήσεις που όμως διαρκώς σπάνε από άλματα προς τα εμπρός, για ένα τραγούδι σοφά υπολογισμένο στα λόγια και στις σιωπές του. Πρόκειται για το απόλυτο μιούζικαλ του Γκοντάρ, πιο μιούζικαλ κι από τη δική του αποδόμηση του Μπιζέ μέσω… Μπετόβεν στο «Όνομα: Κάρμεν».