Μία ληστεία πάει στραβά και τα θύματα είναι πολλά. Ο μόνος επιζών ληστής παθαίνει αμνησία και δεν θυμάται πού έκρυψε 500.000 δολάρια. Oταν μία μυστηριώδης ομάδα τον βγάζει από το νοσοκομείο για να βρει τα λεφτά, του χορηγεί ένα πειραματικό φάρμακο που στέλνει το μυαλό του σε άλλες εποχές, αποκαλύπτοντας κρυμμένα μυστικά. Oσο ο αστυνομικός βρίσκεται στα ίχνη του, ο ληστής παλεύει να θυμηθεί πριν ένας ξεχασμένος εχθρός τον ανακαλύψει και τον προλάβει.

Αυτά υπόσχεται η επίσημη σύνοψη της ταινίας και η αλήθεια είναι ότι δεν κάνει καν την προσπάθεια να κρύψει το γεγονός ότι το «Flashback» (ή «Backtrace» όπως κυκλοφόρησε πρόσφατα μόνο online στην Αμερική) είναι μια παλιομοδίτικη ταινία δράσης με κόλπα που όχι απλώς έχουμε ξαναδεί, αλλά έχουμε μάθει κιόλας να αναμένουμε από ένα τυπικό φιλμ προορισμένο να γεμίσει τα κενά ενός τηλεοπτικού προγράμματος.

Πιστολίδια κινηματογραφημένα με τρόπο που παραπέμπουν σε ακόμα ένα επεισόδιο αστυνομικής σειράς, ανατροπές που δεν είναι και τόσο ανατρεπτικές, σαν να προετοιμάζουν το έδαφος για ένα τηλεοπτικά αναγκαίο διαφημιστικό διάλειμμα, υφή εικόνας που μάλλον παραπέμπει στις ξεπερασμένες ταινίες της δεκαετίας του 1990 και μια υπερβολή στις ερμηνείες που προσπαθεί να καλύψει την κενότητα των ρόλων, μαρτυρούν ήδη από το πρώτο λεπτό ότι η ταινία είναι φτιαγμένη από τα υλικά που έχουν διατηρήσει το είδος της αστυνομικής περιπέτειας αναλλοίωτο στο χρόνο αλλά στην πιο ανέμπνευστη και αυτοματοποιημένη εκδοχή τους.

Και δεν είναι ότι ο Μάθιου Μοντίν, σε έναν κατά τα άλλα κακογραμμένο και γεμάτο επαναλήψεις ρόλο, δεν κάνει αξιόλογες προσπάθειες για να κουβαλήσει με την ερμηνεία του μια ταινία που απλώς τρώει χρόνο μέχρι να καταλήξει αναπόφευκτα σε μια φασαριόζικη τελική αναμέτρηση. Οσο κι αν ο ρόλος του συχνά τον οδηγεί στην ίδια έκφραση πόνου και απόγνωσης, είναι εμφανής ο επαγγελματισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει την απουσία, ουσιαστικά, χαρακτήρα στον ήρωά του, προσπαθώντας να του προσδώσει ψήγματα αλήθειας.

Το βασικό πρόβλημα της ταινίας, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι ο Μπράιαν Α. Μίλερ δε δείχνει καν στοιχειώδες ενδιαφέρον για να στήσει μια δυναμική σκηνή δράσης ή έστω να καμουφλάρει τους περιορισμούς του budget, δημιουργώντας ένα «φτηνό» τελικά προϊόν που μεταφέρει τη φτήνια του σε κάθε στάδιο της ανάπτυξης αλλά και της λογικής του. Η ταινία του απλώς δεν είναι αγωνιώδης, δεν έχει ενέργεια, δεν προσφέρει την παραμικρή έκπληξη. Το «Flashback» είναι μια ταινία στον αυτόματο πιλότο και δεν υπάρχει ίχνος υποψίας για το αν ανήκει τελικά στη μεγάλη οθόνη ή όχι. (Spoiler alert: Oχι)

Ακόμα και η συμμετοχή του Σιλβέστερ Σταλόνε δείχνει να ακολουθεί τη λογική του «Σχέδιο Απόδρασης 2: Aδης», κρατώντας τον ουσιαστικά στο περιθώριο της ιστορίας μέχρι την αναγκαστική μικρή εμφάνισή του στο φινάλε. Στο «Flashback», ο ανανεωμένος Σταλόνε του «Κριντ: Η Γέννηση Ενός Θρύλου» και του «Κριντ ΙΙ» είναι μόνο μια ανάμνηση και η συμμετοχή του ηθοποιού στο φιλμ του Μίλερ συνεπάγεται την εξαργύρωση μιας τραπεζικής επιταγής, μια διαδικαστική παρουσία που δεν προσφέρει τίποτα το ζωτικό στην αφήγηση.

Στην ουσία, η ύπαρξη του φιλμ είναι κατανοητή. Πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει κατάλογος ταινιών που παράγονται μαζικά για streaming ή για την τηλεόραση, με τις ανάλογες συμβάσεις και αξιώσεις. Αυτό που δεν είναι όμως κατανοητό είναι η προβολή μιας ανάλογης ταινίας στη μεγάλη οθόνη, ειδικά όταν εξαρχής δεν έχει κατασκευαστεί για κάτι τέτοιο, με το κινηματογραφικό πανί να διογκώνει κάθε μία από τις αδυναμίες της. Και δυστυχώς το «Flashback» είναι μια ταινία που αναιρεί κάθε κινηματογραφικό όρο, όντας ένα φιλμ δίχως τόλμη, δράση ή ένταση.