O Aπόλο Κριντ, ο πιο θρυλικός, τίμιος αντίπαλος και φίλος του Ρόκι Μπαλμπόα, έχει ένα νόθο γιο. Ο ίδιος δεν γνώριζε για τον πατέρα του, όμως η πυγμαχία είχε πάντα το ξεκάθαρο αποτύπωμά της στο DNA του: όταν η Mάρι-Αν, η χήρα του Κριντ, τον αποφυλακίζει από το αναμορφωτήριο και τον υιοθετεί, ο μικρός Αντόνις (Αδωνης) Κριντ φοράει ήδη περήφανα το μαυρισμένο του μάτι. Για αυτό κι ο ξαφνικός πλούτος, η μόρφωση ή οι ευκαιρίες για μία άλλη ζωή δεν μπορούν να αλλάξουν τον προσανατολισμό που του επιβάλλει το αίμα του: δέκα χρόνια μετά και παρά την παθιασμένη αντίρρηση της θετής του μητέρας που ξέρει τι σημαίνει η ζωή στο ρινγκ, ο Αντόνις εγκαταλείπει την ηλιόλουστη Καλιφόρνια για να ψάξει το θρυλικό γυμναστήριο του Μίκι στη Φιλαδέλφεια, αλλά και το φίλο του πατέρα του, τον Ρόκι. Να τον πείσει να τον προπονήσει. Οι αντιστάσεις του δεύτερου, ο οποίος έχει κρεμάσει τα γάντια του από καιρό, λυγίζουν όταν μαθαίνει ποιον έχει μπροστά του. Και παρόλο που ο πιτσιρικάς δε θέλει να κατέβει στους αγώνες με το όνομα, βαρύ σαν ιστορία, του πατέρα του, και κρατά αυτό της μητέρας του, το μαθαίνει κι ο Τύπος. Κριντ και Μπαλμπόα. Μαζί. Ξανά. Ο κόσμος της πυγμαχίας πάλλεται από ενθουσιασμό, συγκίνηση και νοσταλγία. Κι ένα νέο κεφάλαιο ξεκινά...
Χρειαζόταν ο κόσμος μας μία ακόμα «Ρόκι ταινία»; Πιθανότατα όχι. Αλλωστε τα υλικά από τα οποία χτίζονταν οι τρεις πράξεις, ή μάλλον οι 12 γύροι, των ξεδιάντροπα crowd pleasers δεν είναι εύκολο πια να σταθούν στις πιο πραγματιστικές, κυνικές εποχές μας: macho ενέργεια στο αιματοβαμμένο ρινγκ, μελό συγκίνηση εκτός, κι όλο αυτό στεφανωμένο, όχι απλά με τη ζώνη του παγκόσμιου πρωταθλητή, αλλά και μία αφελή πολιτική κορώνα αμερικανικής υπεροχής και παντοκρατίας (ναι, καλά θυμάστε, ο Ρόκι έβγαλε νοκ άουτ τον Ψυχρό Πόλεμο στο «Rocky IV»).
Φαίνεται όμως ότι κάποιος διαφωνούσε. Ο 29χρονος σκηνοθέτης Ράιαν Κούγκλερ («Fruitvale Station», 2013) ήταν ενός έτους όταν έκανε πρεμιέρα το «Rocky IV». Κι όμως: ο θρύλος του underdog που νικά τους δαίμονές του εντός κι εκτός της παλαίστρας έμοιαζε να είχε πάντα το ξεκάθαρο αποτύπωμά του στο DNA του. Για αυτό και το «Creed» είναι και δεν είναι το «Rocky VII». Από την μία υπάρχει ξεκάθαρη η νοσταλγική διάθεση και η πρόθεση προσκυνήματος στην ιστορία και την Ιστορία του Μπαλμπόα, από την άλλη το δηλώνει κι ο τίτλος: δεν είναι αυτός ο πρωταγωνιστής. Και κάπως έτσι η συγκίνηση των φανς γίνεται μεγαλύτερη: ο Ρόκι στη θέση του Μίκι. Να προπονεί. Το παιδί του Απόλο.
Κι όχι μόνο αυτό: ακόμα και πολιτικά, σε εξαιρετικά κρίσιμες εποχές στο σμίλευμα της αμερικανικής κοινής γνώμης, ο τροχός γυρίζει κι ο λευκός παραδίδει το χρίσμα και τους προβολείς στον αφροαμερικανό απόγονο. Με έναν εξαιρετικό Μάικλ Μπ. Τζόρνταν στο τιμόνι, ο Κούγκλερ φροντίζει να καταγράψει στην εικόνα, αλλά και στο στόρι του, αυτή τη Φιλαδέλφεια, αυτές τις γειτονιές, αυτά τα στέκια, αυτά τα υπόγεια μπαρ, αυτά τα νέα βρώμικα γυμναστήρια όπου γίνεται πραγματική δουλειά, αυτό το μουσικό σκορ (που φλερτάρει συγκινητικά με το theme του Μπιλ Κόντι, αλλά παραμένει πιστό στη hip-hop αυθεντικότητά του).
Ο ήρωάς του μπορεί να μεγάλωσε τελικά με όλες τις ανέσεις, αλλά είναι παιδί που γεννήθηκε στα γκέτο και έκανε την πρακτική του στα αναμορφωτήρια. Είναι ένα ακόμα μαύρο νόθο αγόρι που δεν γνώρισε πατέρα, αλλά αποφάσισε να πάρει την τύχη στα χέρια του, ή μάλλον στις γροθιές του. Θα φορέσει κι αυτός τη σήμα-κατατεθέν γκρι φόρμα και θα τρέξει προπονούμενος ξημερώματα, αλλά δε θα τον ακολουθούν τα γειτονόπουλα των ιταλοαμερικανών μεταναστών στα σκαλιά του Μουσείου Τέχνης, αλλά οι μαύροι μηχανόβιοι έφηβοι στην πιο κακόφημη ανηφόρα της South Philly. Κάπως έτσι, ο Κούγκλερ προσφέρει στο κοινό τον νέο λαϊκό ήρωα. Και τοποθετεί τον γερο-Ρόκι στο πλευρό του, στη γωνιά του. Τόσο απλοϊκά; Τόσο μελό; Σε μια ταινία που αποδεικνύεται τόσο ξεδιάντροπα crowd pleaser; Ναι. Ναι. Και, πολύ επιτυχημένα, ναι.
Με αυτή την προσέγγιση εκτός ρινγκ και ενέργεια μεγατόνων μέσα σε αυτό (υπέρ του σκηνοθέτη το ότι προσπαθεί μία φρέσκια, πιο ελεγειακή αλά Αλφόνσο Κουαρόν κινηματογράφηση κι όχι απλά καταιγιστικά κοψίματα στο μοντάζ) ο Κούγκλερ έκανε μία Αμερική να παραμιλά με την ταινία του, κι εμάς να καταλαβαίνουμε το γιατί. Θα μπορούσε να έχει ένα λιγότερο «cheesy», λίγο πιο δουλεμένο στις ραφές του σενάριο; Φυσικά. Θα μπορούσε να μην είναι τόσο εύκολο, υπερβολικό, προβλέψιμο; Εννοείται. Αλλά ίσως τότε να μην ήταν μία «Ρόκι ταινία».
Γιατί είναι μία Ρόκι ταινία. Απενοχοποιημένα και στιβαρά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Σιλβέστερ Σταλόνε βρίσκεται στην τελική ευθεία για το Οσκαρ του. Κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη ρουφά όλη την ενέργεια. Ερμηνεύει το ρόλο με την τρυφερότητα που επισκέπτεσαι ένα παιδικό φίλο, με ταπεινότητα και αυτοσαρκασμό και θλιμμένο αλά «Copland» βλέμμα. Και κάπου εκεί, τελειώνουν οι αντιρρήσεις και παραδίδεσαι σε μία επική νοσταλγία, σε μία μελαγχολία για το χρόνο που περνά ανεπίστρεπτα και τολμά να χτυπά αλλύπητα και τους θρύλους. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι το Οσκαρ δε θα το πάρει ο Σταλόνε, αλλά ο Ρόκι.
Γιατί μπορεί ο κόσμος να μην είχε ανάγκη μίας ακόμα Ρόκι ταινίας, αλλά φαίνεται πως όλοι έχουμε ανάγκη από έναν ακόμα Ρόκι Μπαλμπόα. Ζητάμε ακόμα το όνειρο, το πείσμα, την αθάνατη αγάπη για την Εντριαν. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλός μας είναι μόνο ο εαυτός μας. Και μπορούμε να τον στριμώξουμε. Να βγάλουμε τους φόβους μας νοκ άουτ - ακόμα κι αν κρεμάσει το πρόσωπό μας στο πάτωμα. Να ανέβουμε τρέχοντας, ή ασθμαίνονας δεν πειράζει, στην κορυφή της πιο τεράστιας μαρμάρινης σκάλας και να κοιτάξουμε με κομμένη την ανάσα τη θέα από ψηλά. Τόσο απλοϊκά, τόσο μελό, τόσο αληθινά.