Τουλάχιστον το πρώτο «Σχέδιο Απόδρασης» είχε τη δυνατότητα να περηφανευτεί ότι έφερνε αντιμέτωπους στην μεγάλη (;) οθόνη δύο θρύλους του σινεμά δράσης, ακόμα και αν αυτό συνέβαινε πολλά χρόνια μετά την περίοδο ακμής και των δύο.
Σε αυτό το όμως το sequel (που δεν ζήτησε κανείς) εκείνης της ταινίας δεν υπάρχει πουθενά ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ. Στο μεγαλύτερο μάλιστα κομμάτι της ταινίας, δεν λαμβάνει καν χώρο στο προσκήνιο και ο Σιλβέστερ Σταλόνε. Αντιθέτως, αυτό που η ταινία προσπαθεί με κόπο και με βάσανα να καταφέρει είναι να δημιουργήσει μια στοιχειώδη αφήγηση από την αρχή, η οποία να έχει μια έστω τυπική σχέση με την θεματική της πρώτης ταινίας, όσο ταυτόχρονα προσπαθεί να πείσει τους Κινέζους συμπαραγωγούς του φιλμ ότι τα λεφτά τους δεν πρόκειται να πάνε χαμένα.
Για αυτό και κύριος πρωταγωνιστής του «Σχέδιο Απόδρασης 2: Aδης» είναι ο Σου Ρεν (που υποδύεται με άνεση αλλά χωρίς επιπλέον απαιτήσεις ο Χουάνγκ Ξιαομίνγκ), ο πιο αξιόπιστος πράκτοράς του Ρέι – Σταλόνε – Μπρέσλιν, ο οποίος πέφτει θύμα απαγωγής και εξαφανίζεται μέσα στην πιο περίτεχνη θεωρητικά φυλακή που κατασκευάστηκε ποτέ.
Οπως και στην πρώτη ταινία, το στοίχημα έγκειται στον τρόπο που πρόκειται να πραγματοποιηθεί η απόδραση, όσο το επίπεδο δυσκολίας γίνεται δυσθεώρητο και οι δίοδοι διαφυγής είναι πρακτικά ανύπαρκτοι. Επειδή κάπως πρέπει να δικαιολογηθεί και η hi-tech πλευρά της κατασκευής της φυλακής, ο «Αδης», όπως ονομάζεται, χρησιμοποιεί ενεργειακά πλέγματα για να διατηρεί έγκλειστους τους κρατούμενος, αντικαθιστά με ρομπότ κάθε ανάγκη νοσηλευτικού προσωπικού και, τερματίζοντας τον όρο «hi-tech», πέρα από την παραδοσιακή ενέργεια, χρησιμοποιεί και… ηλιακή.
Με κάποιον τρόπο, που ίσως έχει, ίσως δεν έχει σημασία, σταδιακά στην φυλακή συγκεντρώνονται όλο και περισσότερα μέλη της ομάδας του Μπρέσλιν, κάτι που θεωρητικά δίνει την δυνατότητα στον Μίλερ να στήσει, έστω και καθυστερημένα, τον b-movie αισθητικής καυγά που θα δικαιολογούσε (στο μεγαλύτερο βαθμό) τη δημιουργία της ταινίας.Μόνο που από την αρχή, είναι προφανές ότι ο Μίλερ δεν μπορεί καν να συντονίσει ένα δυνάμει cult θέαμα. Η αφηγηματική λογική εγκαταλείπει από νωρίς την ιστορία, το μοντάζ δεν ενδιαφέρεται καν να δημιουργήσει μια σχέση αίτιου και αιτιατού ανάμεσα στα γεγονότα και ακόμα και οι σκηνές δράσης ισοδυναμούν με ανέμπνευστα θολά κάδρα, στερώντας ακόμα και από τις σκηνές – ας πούμε – δράσης την οποιαδήποτε απόλαυση.
Ακόμα και η παρουσία του Σταλόνε στην ταινία θυμίζει εκ των υστέρων προσθήκη, ενώ η συμμετοχή του Ντέιβ Μπαουτίστα, η οποία θεωρητικά θα εξισορροπούσε το ισοζύγιο αδρεναλίνης μετά την αποχώρηση του Σβαρτσενέγκερ, ξεκινά με υποτονικά πλάνα μειδιάματος για να κορυφωθεί με τον θριαμβευτικό του …περίπατο σε έναν διάδρομο της φυλακής.
Τα έντονα neon χρώματα στα οποία αρέσκεται να λούζει ο Μίλερ τους ήρωές του δεν καταφέρνουν να σώσουν την αισθητική της ταινίας, η οποία προσπαθεί πίσω από τον μινιμαλισμό της να κρύψει τελικά τους περιορισμούς του budget, στους οποίους ενδεχομένως να οφείλεται και η ελλειμματική ανάπτυξη της δράσης.
Παρόλα αυτά, ο Μίλερ κλείνει την ταινία με την υπόσχεση ενός ακόμα sequel. Ποιος να το φανταζόταν ότι ο «Αδης» δεν θα ήταν τελικά το τέλος;