Αν κάτι θα ήθελε πολύ να ήταν το «Army of the Dead» του Ζακ Σνάιντερ, αυτό θα ήταν μια ταινία η οποία θα συνδύαζε με έναν πετυχημένο τρόπο δυο αγαπημένα κινηματογραφικά είδη, αυτά των heist και ζόμπι ταινιών, προσφέροντας ταυτόχρονα στον ίδιο του τον «πατέρα» ένα καινούργιο franchise για να παίξει.
Δυστυχώς το πρώτο μέρος μπορεί να μην το κατάφερε με τον τρόπο που θα ήθελε ο Σνάιντερ, αλλά τουλάχιστον η ταινία έκανε τόση επιτυχία όσο χρειάζονταν για να κάνει το Netflix να του δώσει το πράσινο φως για ένα ακόμα σίκουελ/πρίκουελ. Το θέμα είναι όμως το πόσο πολύ ενδιαφέρει όλο αυτό εμάς τους υπόλοιπους. Η απάντηση είναι, σχεδόν κατηγορηματικά, καθόλου.
Και κάπως έτσι έχουμε το «Army of Thieves», μια ταινία που θα ήθελε να έχει την δράση και το σασπένς των heist movies, ή έστω τα ζόμπι του «Army of the Dead» για να γίνει τουλάχιστον διασκεδαστική. Τίποτα όμως από τα δυο δεν γίνεται εδώ. Σε αυτό το πρίκουελ το οποίο εξελίσσεται έξι χρόνια πριν τα γεγονότα του «Army of the Dead», ο Ντίτερ, ταμίας στην τράπεζα μιας μικρής πόλης, ζει την περιπέτεια της ζωής του, όταν μια μυστηριώδης γυναίκα τον προσλαμβάνει για να συμμετάσχει στην ομάδα των πιο καταζητούμενων εγκληματιών της Ιντερπόλ, η οποία προσπαθεί να ληστέψει μια σειρά θρυλικών, αδιάβλητων χρηματοκιβωτίων σε όλη την Ευρώπη. Κι όλα αυτά εν μέσω του ξεσπάσματος μιας πανδημίας ζόμπι.
Η ταινία επικεντρώνεται στον ίσως μοναδικό χαρακτήρα από την ταινία του Σνάιντερ ο οποίος είχε λίγο παραπάνω ενδιαφέρον από τους υπόλοιπους, κυρίως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, εκείνου του Λούντβιχ Ντίτερ του Ματίας Σβαϊγκχόφερ, ο οποίος εδώ αναλαμβάνει και την σκηνοθεσία, δίνοντάς του ένα υποτυπώδες origin story, γραμμένο από τον Σέι Χάτεν (του «John Wick: Chapter 3 - Parabellum»), έτσι ώστε να δώσει στους φανς κάποια παραπάνω στοιχεία για την ζωή του πριν το zombie apocalypse. Ενα origin story που αφήνει στο περιθώριο κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες για χάρη αχρείαστου exposition. Κι όλα αυτά χωρίς το gore και την βία της προηγούμενης ταινίας.
Ο Χάτεν προσπαθεί να βρει τρόπους να αναβιώσει τα μαύρο χιούμορ της ταινίας του Σναίντερ, χωρίς την σάτιρα, και να δώσει στον χαρακτήρα του Σβαϊγκχόφερ και στους υπόλοιπους τις ιδιοτροπίες που χρειάζονται για να γίνουν μια καλή ομάδα κλεφτών, αλλά πέρα από τον χαρακτήρα του Ντίτερ, και ίσως εκείνο της Γκουέντολιν της Νάταλι Εμάνουελ, οι οποίοι τραβούν περισσότερο το ενδιαφέρον λόγω της κάποιας χημείας που έχουν στις σκηνές τους, όλοι μοιάζουν σαν χάρτινες καρικατούρες. Ούτε καν οι αντίπαλοι τους, δυο πράκτορες της Ιντερπόλ οι οποίοι τους κυνηγούν, με την εμμονή του ενός που έχει για την ομάδα να ακούγεται ως ένα κακόγουστο αστείο, δεν δίνουν στην ιστορία το κίνητρο που χρειάζεται για να την κάνει τουλάχιστον ενδιαφέρουσα, με τις σεναριακές ευκολίες και τις τρύπες στην πλοκή να εμποδίζουν ακόμα περισσότερο τους χαρακτήρες της να αποκτήσουν υπόσταση, ενώ οι σκηνές στις οποίες διακυβεύονται τα πάντα για την ομάδα πέφτουν στο κενό.
Το μεγαλύτερο όμως αμάρτημα στο οποίο πέφτει τόσο απροκάλυπτα το «Army of Thieves» είναι ότι δεν κάνει, τουλάχιστον, τα heists συναρπαστικά, ειδικά όταν η ληστεία των τριών χρηματοκιβωτίων είναι εμπνευσμένη από την όπερα του Βάγκνερ «Το Δαχτυλίδι του Νιμπελούνγκεν». Φευ όμως. Ο Σβαϊγκχόφερ προσπαθεί να δανειστεί διάφορα στοιχεία από άλλες ταινίες του είδους και να ακολουθήσει κατά γράμμα τους κανόνες που κάνουν μια καλή heist ταινία, χωρίς όμως να τα αξιοποιεί όπως θα έπρεπε. Ξεχνάει να προσθέσει το στοιχείο της έκπληξης και του σασπένς, με τις αναιμικές σκηνές δράσης να τις ακολουθεί η βαρεμάρα.
Το «Army of Thieves» καταλήγει να είναι ένα αχρείαστο πρίκουελ για ένα franchise το οποίο φαίνεται ήδη να πασχίζει να σπάσει τον συνδυασμό της καλής διασκέδασης, για να πιαστεί στη φάκα της μετριότητας και των κλίσε αναφορών του και να φύγει έτσι με άδεια χέρια. Μόνο που, σε αυτή την περίπτωση, οι μόνοι χαμένοι είμαστε εμείς οι θεατές που μας έκλεψαν (ευτυχώς) λίγο χρόνο από την ζωή μας.