Η Κλάρα, μια 65χρονη χήρα και συνταξιούχος κριτικός μουσικής, κατάγεται από μια πλούσια οικογένεια της Βραζιλίας. Είναι η τελευταία κάτοικος του Aquarius, ενός ιστορικού κτιρίου που χτίστηκε τη δεκαετία του '40 στο παραθαλάσσιο Ρεσίφε. Oλα τα γειτονικά κτίσματα έχουν ήδη πουληθεί σε μια πολυεθνική που έχει άλλα σχέδια για την περιοχή. Η Κλάρα έχει ορκιστεί ότι θα αφήσει το σπίτι της μόνο αν πεθάνει. Η ένταση που δημιουργείται, διαταράσσει την καθημερινότητα της Κλάρα. Την κάνει επίσης να σκεφτεί τους αγαπημένους της ανθρώπους, το παρελθόν και το μέλλον της.
Σάο Πάολο, 1981. Τα μαλλιά της 30χρονης Κάρλα είναι κοντά. Το χαμόγελό της λαμπερό, τα μάτια της κάρβουνο και η αγάπη της για μουσική, χορό, ζωή ξεπερνά το μπαλκόνι του οικογενειακού διαμερίσματός της στο παραλιακό κτίριο Aquarius. Φτάνει μέχρι τα κύματα, μέχρι τον ζεστό καλοκαιρινό ουρανό, μέχρι το βουρκωμένο βλέμμα του άντρα της που ευχαριστεί τους συγκεντρωμένους συγγενείς: «Δεν είμαι θρήσκος. Αλλά θέλω να ευχαριστήσω ό,τι υπάρχει εκεί έξω γιατί μου έδωσε πίσω τη γυναίκα μου έπειτα από μία φριχτή χρονιά». Flash forward. Τα μαλλιά της 65ρονης Κάρλα είναι μακριά, πυκνά και η ίδια ακόμα μια κούκλα. Ακόμα ζωντανή, με την πληγή της μαστεκτομής ως παράσημο, με τις αναμνήσεις της αγάπης της για τον μακαρίτη σύζυγο να ζωντανεύουν στα όνειρά της. Ακόμα κάτοικος του ευήλιου, καλαίσθητου, φορτωμένου βινύλια, μουσικές, θαλασσινή αύρα και αγαπημένους ανθρώπους διαμέρισματός της στο παραλιακό κτίριο Aquarius. Ενα κτίριο που μία κατασκευαστική εταιρεία έχει εδώ και χρόνια εξαγοράσει. Το Aquarius πρέπει να γκρεμιστεί για να χτιστεί το Νέο Aquarius. Μόνο που η Κάρλα δεν πουλάει. Κάθε μέρα σκίζει τις προτάσεις των κατασκευαστών, βάζει το μαγιό της, κατεβαίνει στην παραλία, αψηφά τους νεαρούς ναυαγοσώστες που της έχουν αδυναμία και την προειδοποιούν για την άγρια θάλασσα, κι απολαμβάνει τη βουτιά της. Μετά ανοίγει την πόρτα της, υποδέχεται παιδιά, εγγόνια, φίλες, ανιψιούς. Ανοίγει τέρμα και τα ηχεία, και παίζει τις μουσικές της, χορεύει και αρνείται να παραδοθεί στη νέα εποχή. Βλέπετε, αυτή έζησε εκείνη του Υδροχόου...
Ο Βραζιλιάνος Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο χρησιμοποιεί ένα κτίριο ως κάτι παραπάνω από κεντρικό άξονα της ταινίας. Ως σύμβολο μίας Βραζιλίας που απειλείται να εξαφανιστεί. Και η ηρωίδα του θα κατοικήσει την ταινία και το διαμέρισμά της ως κάτι παραπάνω από πρωταγωνιστικός χαρακτήρας ενός δράματος. Εκείνη θα είναι το κτίριο, το κτίριο εκείνη, κι όλα μαζί μία μελαγχολική ωδή σε όσα γκρεμίζουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι το νέο δεν είναι σίγουρα και καλύτερο.
Η Σόνια Μπράγκα λάμπει. Η αυτοπεποίθηση, η δύναμη, το περπάτημά της, ο τσαμπουκάς της είναι ό,τι πιο σέξι μπορεί να δει κανείς εντός κι εκτός οθόνης. Η Κάρλα της είναι μία παθιασμένη γυναίκα που έχει περάσει από μικρή από φωτιά και σίδηρο, έχει ατσαλωθεί και τώρα αναπνέει την κάθε της στιγμή, εκτιμά την κάθε μέρα. Οταν ένας άντρας την απορρίπτει συνειδητοποιώνταςι ότι δεν έχει πια στήθος, λίγο πριν ανέβει στο διαμέρισμά της για να κάνουν έρωτα, η Κάρλα τον κοιτά με οίκτο (κι όχι αυτολύπηση). Βγαίνει από το αυτοκίνητό του, ανεβαίνει στο σπίτι της, χαμογελά σαν να διηγήθηκε την ιστορία σε έναν αόρατο φίλο, βάζει μουσική και χορεύει με τα χέρια ανοιχτά. Λίγες μέρες αργότερα, θα πάρει τηλέφωνο ένα call boy και θα απολαύσει το σεξ, απαιτώντας την οργασμική χαρά που της ανήκει. Με τον ίδιο τρόπο θα βροντά την πόρτα και τα δόντια στον νεαρό εργολάβο που προσπαθεί να την τουμπάρει και να πουλήσει.
Αυτές οι στιγμές που χτίζουν την ηρωίδα, που ρίχνουν το τσιμέντο στο σενάριο, που ανεβάζουν ορόφους στα επίπεδα της ανάγνωσης της ταινίας, δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες. Σύντομα, όμως, ο Φίλιου κουράζει με μία εμμονή στην επαναληπτικότητα (όσο κι αν μας μαγεύει η Μπράγκα δε χρειάζεται να την ακολουθούμε για 140 λεπτά, την είχαμε ερωτευθεί από τα πρώτα δέκα), μία κυκλική -σα χαμένη- σεναριακή ανάπτυξη της ιστορίας, ένα αποτέλεσμα που καταλήγει λίγο περισσότερο «Εριν Μπρόκοβιτς» από ό,τι θα επιθυμούσαμε.
Αγαπήσαμε την ταινία όσο υπερασπιζόταν τα φαντάσματα του κτιρίου της - τις ευωδιές, τα αεράκια, τους έρωτες, τα γέλια, τα λικνίσματα των δέντρων και των γοφών στις βραζιλιάνικες μουσικές. Οσο όμως πιο κυριολεκτικά ο Φίλιο μάς εγκλωβίζει στους τέσσερις τοίχους της διαπλοκής, των συνομωσιών, της συστημικής διαφθοράς του νέου κράτους, τόσο πιο πολύ φυτιλιάζει το δυναμίτη στα θεμέλια. Το «κατηγορώ» του για το νέο status quo της Βραζιλίας θα έβγαινε μέσα από την αλληγορία του. Δε χρειαζόταν να γκρεμίσει την τόσο όμορφη ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους και να το δώσει για αντιπαροχή.