Το κινηματογραφικό σύμπαν του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ είναι γεμάτο από πραγματικές ιστορίες και χαρακτήρες... larger than life.

Αυτό όμως που τις κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερες είναι ο τρόπος που τις προσεγγίζει: με σαρκασμό, ειρωνεία αλλά και ιδιόρρυθμο χιούμορ, με δυναμισμό, στιλ και κοινωνικό σχόλιο.

Με το «Αμστερνταμ», εφτά χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, «Joy», ο Ο. Ράσελ φαίνεται πως πέφτει στην παγίδα της δικής του υπερβολικής αυτοπεποίθησης πως μπορεί να κάνει κάτι ακόμα πιο large από ό,τι στο παρελθόν. Αντ’ αυτού, παραδίδει κάτι που ενώ υπόσχεται πολλά στην αρχή, με ένα μεγάλο και λαμπερό καστ, καταλήγει να είναι πολύ κατώτερo των προσδοκιών μας (και του).

«Πολλά από αυτά συνέβησαν πραγματικά» αναφέρει στην αρχή της η ταινία, ξεφυλλίζοντας μια άγνωστη και σκοτεινή σελίδα της αμερικάνικης ιστορίας, καθώς τρεις φίλοι, ένας γιατρός, μια νοσοκόμα και ένας δικηγόρος, μπλέκονται στη δολοφονία ενός συνταξιούχου Αμερικάνου στρατηγού. Τα πράγματα εξελίσσονται γρήγορα από μια ανάλαφρη whodunit ταινία σε ένα πολιτικό θρίλερ για την άνοδο του φασισμού στην Αμερική την δεκαετία του ’30.

Στα χαρτιά ακούγεται πραγματικά ως ένα αρκετά ενδιαφέρον σενάριο, με τον Ο. Ράσελ να θέλει να ρίξει το δικό του βιτριολικό σχόλιο στην κατάσταση της Αμερικής του σήμερα, βάζοντας στο επίκεντρό της να χτυπάει η καρδιά μιας δυνατής φιλίας μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών της. Μια ιστορία η οποία δανείζεται απλόχερα χαρακτηριστικά από την screwball κωμωδία και το δράμα ενός ερωτικού τριγώνου σε έναν ύμνο για τον έρωτα και την αγάπη που μπορούν να νικήσουν τα πάντα.

Εκτός ίσως από τον χωρίς λογική, βαρετό τρόπο με τον οποίο τη σκηνοθετεί ο Ο. Ράσελ.

Πολύ νωρίς αρχίζει να τη φορτώνει με κάθε είδους υποπλοκή και καινούργιους χαρακτήρες, προσθέτοντας συνεχώς και παραπάνω πινελιές σε έναν ήδη υπερφορτωμένο πίνακα, καθώς πετάγεται από την κωμωδία στο δράμα, στο μυστήριο, στο θρίλερ, και στην ρομαντική κομεντί χωρίς την παραμικρή πειθαρχία.

Παίζοντας με τη σάτιρα ως όπλο απέναντι στον φασισμό και τα σαθρά θεμέλια της αμερικανικής (κι όχι μόνο) κοινωνίας, ο ρυθμός και το σενάριο του «Αμστερνταμ» δεν είναι ποτέ τόσο αιχμηρά έτσι ώστε να βάλει βαθιά το μαχαίρι εκεί που πρέπει, αλλά ούτε και τόσο διασκεδαστικά έτσι ώστε να ολοκληρώσουν μια απενοχοποιημένη φάρσα. Οσο και να προσπαθεί ο Ο. Ράσελ δεν μπορεί να κρατήσει σφιχτά δεμένη την ιστορία του και τους χαρακτήρες της, οι οποίοι αρχίζουν να ξεχειλίζουν από κάθε μικρή ρωγμή της, ανήμπορος τελικά στο να βρει τον σωστό τόνο και την λεπτότητα που χρειάζεται για να ενώσει τα πιο σοβαρά ζητήματα με την τρέλα που διακατέχει τους ήρωές του.

Οπως σε κάθε ταινία του Ο. Ράσελ, έτσι κι εδώ, οι ερμηνείες είναι σχεδόν υποδειγματικές, με το τρίο των πρωταγωνιστών Κρίστιαν Μπέιλ, Μάργκο Ρόμπι και Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον να προσδίδουν ενθουσιασμό και γοητεία στην αλά Γουές Αντερσον (χωρίς την αρχιτεκτονική συμμετρία των πλάνων του) αισθητική, υπό τον παραδειγματικά όμορφο φωτισμό του Εμάνουελ Λουμπέζκι, ενώ το στυλιζάρισμά του δανείζεται αρκετά στοιχεία από την νουάρ ατμόσφαιρα των ταινιών των αδερφών Κόεν.

Ναι, υπάρχει μια αρκετά καλή ταινία κάτω από το υπερφορτωμένο περίβλημα του «Αμστερνταμ». Μια σάτιρα με ένα δυνατό και ελπιδοφόρο μήνυμα για τις σκοτεινές μέρες του σήμερα με σημαία την δύναμη της αγάπης, κάτι που δυστυχώς πνίγεται κάτω από μια υπέρμετρη φιλοδοξία ενός σκηνοθέτη για μια ακόμα larger than life ταινία. Μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία.