Σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Πορτογαλίας, όπου περνάει το καλοκαίρι της, η μικρή Σαλομέ νιώθει και είναι μόνη αφού δεν υπάρχουν άλλα παιδιά στην ηλικία της. Μοναδική της παρέα είναι η γιαγιά της που της μαθαίνει τον κόσμο των νεκρών, δίνοντας σημασία στο κληρονομικό χάρισμα της και προσπαθώντας να την εκπαιδεύσει να το χειριστεί με τον πιο ασφαλή τρόπο.
«Eχεις ανοιχτό σώμα», θα πει η γιαγιά στη Σαλομέ, εννοώντας το κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά, αφού μετά το θάνατο της θα μπει μέσα στη μικρή εγγονή της προκαλώντας μια αλληλουχία από «μαγικά» που θα οδηγήσουν το χωριό σε παροξυσμό και μεταφορικά, αφού η γιαγιά που μετά θάνατον δεν συγχωρήθηκε για τις «αμαρτίες» της δεν ήταν παρά μια ελεύθερη, ανεξάρτητη γυναίκα, καταδικασμένη, ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες, να τη θεωρούν… μάγισσα.
Το ντεμπούτο της Κριστέλ Αλβες Μέιρα είναι μια ταινία ενηλικίωσης, κινηματογραφημένη μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού. Μια «παραμορφωμένη» θα έλεγε κανείς οπτική της πραγματικότητας έτσι όπως αυτή μοιάζει σε ένα παιδί με ένα παιχνίδι, που δεν κρύβει κινδύνους παρά μόνο εκπλήξεις και δεν κρύβει λύπη παρά μόνο χαρά. H Σαλομέ δεν θα μπορέσει να δεχθεί το θάνατο της γιαγιάς της και όχι μόνο θα προσπαθήσει να τον εκδικηθεί, αλλά θα επιχειρήσει να αλλάξει τον ίδιο τον ρου των γεγονότων, ασυνείδητα ή (μάλλον) συνειδητά, σε μια δική της απόπειρα να μετατρέψει το θυμό της σε μια (σχεδόν κοσμική) χειραφέτηση.
Σε μια γνώριμη «μεσογειακή» στην ψυχή Πορτογαλία, ένας ολόκληρος τόπος ορίζεται ταυτόχρονα από το φυσικό του περιβάλλον και τα ζώα του και από τις δυναμικές που κρύβουν οι κάτοικοι του: οικογένειες κατακερματισμένες από κάθε λογής μυστικά και μαζί από δοξασίες και προκαταλήψεις, οικογένειες που χρειάζονται μια αφορμή για να διαλυθούν ή να ενωθούν ξανά. Ο θάνατος της γιαγιάς της Σαλομέ θα δώσει την ευκαιρία στην Αλβες Μάιρα να διασκευάσει «ελεύθερα» το «Καθώς Ψυχορραγώ» του Γουίλιαμ Φόκνερ και έτσι ένα φέρετρο που για μέρες θα μείνει ανοιχτό στο κέντρο ενός δωματίου θα σηματοδοτήσει τη διαδρομή της ενηλικίωσης ως μια διαδρομή θρήνου.
Φωτισμένο σαν μια παιδική ανάμνηση, ερμηνευμένο με τη ζέση του σινεμά παρατήρησης και λουσμένο από τη μεταφυσική αύρα μίας ταινίας τρόμου που χτυπάει κατευθείαν στο συγκινησιακό, το «Ζωντανό Πνεύμα» γνωρίζει το μέγεθος του και μέσα σε αυτό νιώθει άνετα να χειριστεί δύσκολα θέματα με μια ευαισθησία ακαριαίας ζωτικότητας. Δεν ενδιαφέρεται για το δράμα ή για τις αποκαλύψεις της πλοκής, όσο περισσότερο για τις αυξομειώσεις στην ένταση της συναισθηματικής κινησιολογίας της. Σαν μια μικρή, αλλά ανοιχτή ταινία.