Θα μπορούσες να είσαι οπουδήποτε στον παγωμένο βορά, οποτεδήποτε στον χρόνο, αφού η ζωή του Νανούκ, της Σέντνα και του σκύλου τους που σέρνει το έλκηθρο του μοιάζει απαράλλαχτη με αυτή που ζούσαν οι γονείς, οι παππούδες, οι προπάπποι τους. Ομως οι γραμμές από τα καύσιμα των αεροπλάνων στον ουρανό σημαδεύουν το τώρα, οι πάγοι που γίνονται ολοένα και πιο λεπτοί, η άνοιξη που έρχεται πιο γρήγορα, τα θηραμάτα και τα ψάρια που λιγοστεύουν ορίζουν μια εποχή που αλλάζει ερήμην των δύο ηρώων.
Η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο στην παγωμένη ερημιά όπου κατοικούν είναι οι επισκέψεις του Τσένα, ο οποίος φέρνει ξύλα, πετρέλαιο και νεά από την κόρη τους Αγκα, η οποία έχει εγκαταλείψει τον τρόπο ζωής τους για να δουλέψει σε ένα αδαμαντορυχείο κάτι που ο Νανούκ δεν μοιάζει να της έχει συγχωρέσει.
Ομως η Σέντνα μοιάζει πρόθυμη να αφήσει το παρελθόν να ξεχαστεί και ζητά από τον Νανούκ να επισκεφθούν την κόρη τους όταν εκείνη τελείωσει το γούνινο καπέλο που της φτιάχνει, αφού ξέρει ότι ο χρόνος τους δεν είναι πια πολύς. Ο άντρας της μοιάζει να ξεχνά όλο και συχνότερα κι εκείνη έχει μια μαύρη κηλίδα στην κοιλιά της που δείχνει να πονά όλο και συχνότερα.
Ο Λαζάροφ κινηματογραφεί τις στατικές, ήρεμες ζωές των ηρώων του με την ομορφιά και την ποίηση που τους αξίζει, δίχως να ξεπέφτει ποτέ σε έναν εθνολογικό τουρισμό και την ίδια στιγμή μιλά για την κλιματική αλλαγή με τρόπο εξίσου λεπτό, μα απόλυτα σαφή.
Η συγκλονιστική φωτογραφία του συλλαμβάνει την μεγαλειώδη ομορφιά του τοπίου, την ερημιά και την αυστηροτητά του και το σενάριο και η σκηνοθεσία του μέσα από την έλλειψη και την λιτότητα κατορθώνουν να εμβαθύνουν στους χαρακτήρες, την ψυχολογία, την ιστορία και τον κόσμο τους (αυτόν που τους περιβάλλει κι αυτόν που τους ορίζει μέσα τους) με τρόπο αποκαλυπτικό.
Και κάπως έτσι, ακόμη κι αν όλη η ιστορία του φιλμ θα μπορούσε να περιγράφει σε δύο μόλις γραμμές, το «Ága» προβάλλει στην οθόνη ως ένα συναρπαστικό ταξίδι σε έναν τόπο, στον χρόνο, σε χαρακτήρες που γνωρίζεις και κατανοείς βαθιά και μαζί μια κινηματογραφική εμπειρία που μοιάζει με την γνώριμη μα τόσο καταπραϋντική αίσθηση μιας φωτιάς που καίει στο κρύο ζεσταίνοντας τα χέρια, το πρόσωπο και την καρδιά σου.