Η Μέιμπελ Λονγκέτι είναι η σύζυγος του Νικ και η μητέρα των τριών ανήλικων παιδιών τους. Ο Νικ είναι εργοδηγός και διευθύνει την ομάδα του στα μεγάλα δομικά έργα της πόλης του Λος Αντζελες. Ενας έξω-καρδιά ιταλοαμερικανός βιοπαλαιστής, που φέρνει τους εργάτες του για μακαρονάδα στις 7 το πρωί, μετά από μία νύχτα σκληρής δουλειάς. Αγαπά την Μέιμπελ, αλλά δεν ξέρει πώς να την υπερασπιστεί στον περίγυρό του - στη γειτονιά, την οικοδομή, την μητέρα του. Την κοινωνική και πολιτισμική ανατροφή του. Γιατί κι εκείνος πιστεύει ότι σε μια οικογένεια υπάρχουν ρόλοι, προκαθορισμένοι και ξεκάθαροι: η γυναίκα είναι νοικοκυρά, μητέρα, κυρία. Οπως κι ο άντρας είναι αυτός που φέρνει χρήματα κι ασφάλεια στο σπίτι. Είναι δυνατός, δίκαιος, προστατευτικός κι έχει όλες τις απαντήσεις. Ομως ο Νικ δεν μπορεί να απαντήσει στο γιατί η Μέιμπελ δεν είναι όπως όλες οι άλλες γυναίκες. Είναι παράξενη, ιδιοσυγκρασιακή, νεραϊδοπαρμένη. Διαφορετική. Γελάει πολύ, τραγουδάει πολύ, χορεύει πολύ, πίνει πολύ. Εχει μεταπτώσεις συμπεριφοράς («τους γνωστούς της πονοκεφάλους»). Ακόμα και γύρω από τα παιδιά τους, είναι εκείνη το πιο μεγάλο παιδί από όλα. Ο Νικ θυμώνει που την λένε «τρελή», «κούκου». Αλλά κι ο ίδιος τελικά υποκύπτει: την κλείνει σε ψυχιατρική κλινική.
Ο Tζον Κασαβέτης έγραψε και σκηνοθέτησε την καλύτερη ίσως ταινία της φιλμογραφίας του, μετά από μία ιδέα της γυναίκας του, Τζίνα Ρόουλαντς, που ήθελε να ερμηνεύσει «τον πόλεμο στο σπίτι». Τι συμβαίνει στα δύο φύλα, πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός γάμου. Αρχικά, η ιδέα ήταν για ένα θεατρικό, αλλά διαβάζοντας το κείμενο του άντρα της, συνειδητοποίησε ότι δε θα μπορούσε να γλιστράει μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ένταση οκτώ φορές την εβδομάδα. Οπότε ο Κασαβέτης το ξαναέγραψε ως κινηματογραφικό σενάριο, το χρηματοδότησε με τους φίλους του (ο Πίτερ Φολκ πλήρωσε για να παίξει στην ταινία) και βάζοντας υποθήκη το σπίτι του και το διένειμε ο ίδιος στις αίθουσες. Το αποτέλεσμα ήταν η πρώτη καθαρόαιμη ανεξάρτητη αμερικανική ταινία, που βρέθηκε, επάξια, υποψήφια για Οσκαρ Σκηνοθεσίας και Α' Γυναικείου ρόλου.
Ακόμα και 50 χρόνια μετά, στέκεσαι με δέος απέναντι στην κάμερα του Κασαβέτη. Ηταν -και είναι ακόμα- τόσο μπροστά. Ενα στιλ που σπάει όλους τους κινηματογραφικούς κανόνες, για να καταλήξει με καθαρόαιμο σινεμά. Πατώντας σ' ένα φαινομενικά χαοτικό σενάριο, το οποίο τελικά μιλά πολύ στοχευμένα και ξεκάθαρα. Με ερμηνείες που παραφράζουν, αλλάζουν, αυτοσχεδιάζουν διαλόγους, αλλά έτσι επιτυγχάνουν την απόλυτη αλήθεια των ηρώων. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο παράδοξο με το σινεμά του Κασαβέτη: ενώ υπηρετεί μια υπερρεαλιστική φόρμα, καταλήγει πιο αληθινό κι από σινεμά ρεαλισμού.
Κι εδώ ο φακός του είναι μεγεθυντικός. Θέλει να μιλήσει για τα gender politics σε μία εργατική, μικρομεσαία οικογένεια των 70ς, αλλά τεντώνει την περιγραφή του στα άκρα. Για αυτό και ωθεί και τα σύμβολά του στα άκρα. Η Μέιμπελ είναι εύκολα παρεξηγήσιμη, σε φέρνει σε αμηχανία. Η Τζίνα Ρόουλαντς, στην πιο επιδραστική για τις μετέπειτα γενιές ερμηνεία της καριέρας της, ακροβατεί ανάμεσα στην αφέλεια και την τρέλα, την χαρά της ζωής και την υστερία, γελά και πληγώνεται μέσα στο ίδιο βλέμμα. Η γενναιότητα με την οποία παίζει στα ακροδάχτυλα της την Μπέιμπελ είναι συναρπαστική. Πώς κυρτώνει το κορμί της, πώς επιστρατεύει τα χέρια της, πώς μοιάζει να τεστάρει και η ίδια τα όριά της, σε αληθινό χρόνο, με την κάμερα στο on. Xωρίς καμία βεβαιότητα ότι οι πειραματισμοί της θα την οδηγήσουν κάπου. Χωρίς προστατευτικό δίχτυ.
Ο Πίτερ Φολκ έχει πολύ δύσκολη συμπαίκτρια, αλλά τίποτα να φοβηθεί κι ο ίδιος. Ερμηνεύει τον Νικ πέρα από στερεότυπα. Η ταξική αντρίλα του κουβαλά βάθη ευαισθησίας. Η υπευθυνότητά του αποκαλύπτει τόνους ανασφάλειας. Τα ξεσπάσματα βίας (πολύ δύσκολα τα παρακολουθείς το 2021) σερβίρουν ωμό τον τρόμο του. Αν η γυναίκα του είναι ανισόρροπη, εκείνος τι είναι; Αν η οικογένειά που έφτιαξε να είναι αλλόκοτη, τι λέει αυτό για τον ίδιο; Πόσο γενναίος είναι να υπερασπιστεί τη διαφορετικότητά τους στον έξω κόσμο; Σε μια κοινωνία που περνάει τους πάντες από τον οδοστρωτήρα ομοιογένειας, ή αλλιώς τους αποβάλλει; Ναι, μία γυναίκα λυγίζει κάτω από την επιρροή του περιβάλλοντός της (αυτό σημαίνει κι ο αυθεντικός τίτλος «woman under the -societal- influence»), αλλά και ο άντρας σπάει, γονατίζει, καταστρέφεται το ίδιο. Μόνο που εκείνη θα χαρακτηριστεί «τρελή», ενώ εκείνος «άτυχος».
Παρακολουθώντας αυτές τις «σκηνές από έναν γάμο» (παρόλο που περισσότερο από Μπέργκμαν, η εκδοχή του Κασαβέτη θυμίζει τον «Λόγο» του Ντράγιερ) νομίζεις ότι βλέπεις ντοκιμαντέρ, ή μάλλον ότι είσαι άλλος ένας απρόσκλητος μουσαφίρης στο σπίτι των Λονγκέτι. Τίποτα δεν ωραιοποιείται για να γίνει πιο εύπεπτο, κανείς δεν προσποιείται για να σε καθησυχάσει. Ο Κασαβέτης κρατά την κάμερα στον ώμο και την ψυχή σου στην παλάμη του. Ο,τι βλέπεις είναι ταυτόχρονα ξένο και τόσο, μα τόσο, οικείο. Ο,τι νιώθεις σε συγκινεί και σε αρρωσταίνει. Θέλεις να βάλεις τις φωνές ή να κάνεις εμετό.
Ο Κασαβέτης όμως δε θέλει να σε βασανίσει. Υπάρχει μια γλυκύτητα στην αποδοχή της αλήθειας ενός γάμου. Τα σπίτια μας είναι φτιαγμένα από συρόμενες πόρτες. Ενώνουν δωμάτια και τα χωρίζουν. Μάς παρέχουν ιδιωτικότητα κουρτίνας - όταν μπαίνουν οι επισκέπτες είμαστε ευάλωττοι στο βλέμμα τους. Στρώνουμε να φάμε σε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια, που μετά μαζεύουμε στην άκρη για να χωρέσουν οι αγκαλιές μας στο κρεβάτι. Εκεί που το ζευγάρι δεν χρειάζεται να προσποιείται πια. Εκεί που, αν είσαι τυχερός να ζήσεις αυτή την συνωμοσία με το σύντροφό σου, σταματούν οι κοινωνικές επιρροές. Εκεί που αποδέχεται ο ένας την τρέλα του άλλου, με ένα φιλί, ένα χαμόγελο και μια καληνύχτα.