Η δραματοποίηση της ζωής και του έργου της Αμερικανίδας πολεμικής ανταποκρίτριας Μαρί Κόλβιν, που τις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές της δόξες τις γνώρισε στους Sunday Times του Λονδίνου, ξεκινά από το τέλος, το 2012, με ένα πλονζέ στην ερειπωμένη πόλη Χομς της Συρίας. Σε voiceover ακούμε τη φωνή της, από μια αυθεντική συνέντευξη, να λέει πως στόχος της ήταν πάντα ο κόσμος που παρακολουθούσε τις καλύψεις της να νιώσει όπως ένιωθε κι εκείνη κάθε που βρισκόταν στους μαρτυρικούς αυτούς τόπους.
Φλασμπάκ στο Λονδίνο του 2009, κι από εκεί στις ζούγκλες Σρι Λάνκα, όπου, καταγράφοντας το αντάρτικο των «Τίγρεων» του Ταμίλ, χάνει το αριστερό της μάτι. Ωστόσο, όπως θα μάθουμε στη συνέχεια, στις συχνότατες αποστολές της στα φλεγόμενα μεσανατολικά και βορειοαφρικανικά μέτωπα, παρέα πάντα με τον αφοσιωμένο της φωτογράφο Πολ Κόνροϊ (Τζέιμι Ντόρναν, σε έναν ρόλο που ανθίσταται σε κάθε απόχρωση του «Γκρι»), δεν ήταν το σωματικό τραύμα που την πονούσε, ήταν το ψυχολογικό.
Αλλωστε, από τον τίτλο κιόλας του φιλμ δηλώνεται πως αυτό, το ψυχολογικό, είναι που ενδιαφέρει τους συντελεστές (είναι ανάλογος και ο τίτλος του περιοδικού Vanity Fair όπου βασίστηκε το σενάριο). Ο δικός της πόλεμος, ο «ιδιωτικός». Με τις εικόνες των σκοτωμένων αμάχων, τους εφιάλτες με πρωταγωνιστές διαμελισμένα παιδιά, το αλκοόλ που χρειάζεται για να τους ξεχνά. Με τούτο τον εθισμό, εν ολίγοις, που λέγεται εμπόλεμη ζώνη, στην οποία όσο βαρβαρότερες στιγμές βιώνει τόσο πιο επίμονα θέλει να επιστρέφει.
Να μιλάμε, λοιπόν, δοθέντων τούτων (συν των προσωπικών της ανασφαλειών με τις σοβαρές σχέσεις, που προέρχεται από την ανικανότητά της να γίνει μητέρα), για ένα δράμα ψυχαναλυτικό; Της περίπτωσης μιας ευσυνείδητης κι όχι οπορτουνίστριας (κατά το σενάριο) ρεπόρτερ που νιώθει πως υπάρχει μονάχα δίπλα στους αδικημένους και τους ανήμπορους; Που δεν έπαψε ποτέ να εξαρτά κάθε πτυχή της ζωής της από το επαγγελματικό της «ναρκωτικό», ακόμη κι όταν πάλευε με τη μετατραυματική της αγχώδη διαταραχή;
Αν ναι, τότε η ταινία, η πρώτη μυθοπλαστική του έμπειρου ντοκιμαντερίστα Μάθιου Χάινεμαν («Cartel Land»), είναι ένα πορτρέτο σύνθετο και ενδιαφέρον μέσα στα βιογραφικά κλισέ του. Ομως πώς να αποκόψεις το ψυχαναλυτικό από το ιδεολογικό, όταν το δυτικογενές υποκείμενό σου ταλαιπωρείται και θρηνεί κινούμενο σε πεδία μάχης που χαρτογραφήθηκαν εξαρχής από την ίδια τη Δύση; Καθότι είναι εύκολο να εξορκίζεις το αιτιατό χωρίς να ξέρεις ή να θέλεις να λογαριάσεις το αίτιο…