Μετά από μια καταστροφική συντριβή σε έναν άγνωστο πλανήτη, ο πιλότος Μιλς ανακαλύπτει ότι στην πραγματικότητα είναι εγκλωβισμένος στη Γη… 65 εκατομμύρια χρόνια πριν. Εχοντας μόνο μια ευκαιρία να διασωθούν, ο Μιλς και ακόμη μια επιζήσασα, η Κόα, πρέπει να διασχίσουν ένα άγνωστο έδαφος γεμάτο επικίνδυνα προϊστορικά πλάσματα σε έναν πρωτόγνωρο αγώνα επιβίωσης.

Αν ποτέ, για κάποιοιλόγο, σας είχε περάσει από το μυαλό πώς θα ήταν άραγε η τηλεοπτική σειρά «The Last of Us» με περισσότερη δράση, λιγότερο συναισθηματικό φορτίο και αντί για ένα μεταποκαλυπτικό γούστερν με ζόμπι να έμοιαζε περισσότερο με μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας με δεινόσαυρους, τότε δεν χρειάζεται να αναρωτιέστε για πολύ μιας και η νέα ταινία των Σκοτ Μπεκ και Μπράιαν Γουντς είναι ακριβώς αυτό.

Αν και για να πούμε την αλήθεια οι σεναριογράφοι του franchise «Ενα Ησυχο Μέρος», οι οποίοι εδώ έχουν αναλάβει την σκηνοθεσία και το σενάριο της ταινίας, κρύβει στον πυρήνα της μια πολύ ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα για το τι θα γινόταν αν ένας ταξιδιώτης από άλλον πλανήτη έπεφτε στη Γη όταν εκείνη ήταν μια ζωντανή εκδοχή του «Jurassic Park». Η ταινία παρουσιάζει τους δεινόσαυρους, αλλά και την ίδια τη Γη, ως κάτι το ξένο, κάτι το… εξωγήινο, το οποίο συνδυάζεται υπέροχα με λέιζερ όπλα, τεράστια διαστημόπλοια με την προηγμένη τεχνολογία και άλλα πολλά που βρίσκει κανείς σε μια sci-fi ταινία.

Το σκηνοθετικό δίδυμο προσθέτουν διάφορα στοιχεία τρόμου και επιβίωσης τα οποία μπορεί να κουμπώνουν μεταξύ τους χωρίς κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά ποτέ δεν αξιοποιούνται σε τέτοιο βαθμό ώστε η δράση, η οποία μπορεί σε στιγμές να δημιουργεί ίχνη σασπένς, να ξεφεύγει από τα αναμενόμενα κλισέ και τα τετριμμένα. Ομως, τουλάχιστον, όσο αφορά τη δράση της, παρόλο που δεν είναι πρωτότυπη, ποτέ δεν γίνεται βαρετή.

Αυτό που ίσως δεν σε κάνει να συνδεθείς και τόσο με το όλο εγχείρημα είναι οι χαρακτήρες και η ιστορία τους. Της λείπει κάθε φιλοδοξία για ένα καλύτερο χτίσιμο του κόσμου αυτού. Οι Μπεκ και Γουντς πασχίζουν αρκετά να βρουν τον τρόπο με τον οποίο να ισορροπήσουν ανάμεσα στην περιπέτεια και το δράμα και, μέχρι το τέλος, δεν τα καταφέρνουν ποτέ. Δεν ενδιαφερόμαστε πραγματικά και τόσο για τον χαρακτήρα του Ανταμ Ντράιβερ, ο οποίος δίνει τον καλύτερό του εαυτό με ένα πολύ αδύναμο σενάριο στα χέρια του, αλλά ούτε με την ιστορία του και τα κίνητρά του, γιατί απλά η ταινία αποτυγχάνει να μας κάνει να νοιαστούμε για οτιδήποτε δραματουργικό.

Μπορεί το «65» να ακολουθεί την κλασική φόρμουλα των sci-fi θρίλερ και να το παίζει καθ’όλη την διάρκειά του εκ του ασφαλούς, αλλά αυτό δεν αναίρει το γεγονός ότι πρόκειται σε στιγμές για μια διασκεδαστική ταινία η οποία, με διάρκεια μόλις 93 λεπτών, την κάνει ό,τι πρέπει για μια fun επιλογή για την κινηματογραφική σας έξοδο.