Η ηθοποιός και ενίοτε σκηνοθέτης, Μανουέλα Μαρτέλι, υπογράφει την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία (με πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες και βραβείο Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας), βγαλμένη από τις αναμνήσεις μιας χώρας σε κλοιό τρόμου, αλλά και από τις ιστορίες γυναικών που, με τη σιωπηλή δύναμή τους, άλλαξαν, λίγο-λίγο, την Ιστορία.
Στη Χιλή, το 1976 του τίτλου, τα πρώτα χρόνια τής χούντας του Πινοσέτ, η πενηντάχρονη Κάρμεν, κομψή, συγκρατημένη, κοιτάζει με απορία κάθε δείγμα καθεστωτικής καταπίεσης ή βίας την περιτριγυρίζει: τις συλλήψεις στο δρόμο, τα ξεβρασμένα στην ακρογιαλιά πτώματα. Κυρίως την ενδιαφέρει η ανακαίνιση του εξοχικού της οικογένειάς της, το ροζ χρώμα που θέλει να βάψει τούς τείχους, όπως το βλέπει στους ταξιδιωτικούς οδηγούς που δεν χρησιμοποίησε ποτέ, ο γιατρός άντρας της και τα παιδιά της, η ηλικιωμένη υπηρέτρια Εστέλα που μπορεί να κάνει όλο και πιο λίγα. Και η παράκληση του ιερέα τής ενορίας της: να περιθάλψει έναν νεαρό που βρίσκεται σ’ ένα κρυφό σπίτι, τραυματισμένος σοβαρά στο πόδι. Ως καλή Σαμαρείτισσα, η Κάρμεν θα δεχτεί, όμως αυτή η επαφή θα τής ανοίξει τα μάτια όχι μόνο στην αντίσταση στη χούντα, αλλά και στην ευκαιρία να νιώσει αυθύπαρκτη και σημαντική.
Η Μαρτέλι αξιοποιεί στο έπακρο την αραχνοΰφαντη, λες, ερμηνεία τής Κούπενχαϊμ, τοποθετώντας την στο κέντρο «τακτοποιημένων», σαν τη ζωή τής Κάρμεν, κάδρων μεσοαστικής υποκρισίας και αδιαφορίας για ό,τι συμβαίνει έξω από το πλαίσιό τους. Με μια λεπτή μελαγχολία στο «υπό ανακατασκευή» καλοκαιρινό τοπίο, χωρίς σκηνές έντασης παρά με μια υπόγεια αγωνία, η ταινία χτίζει ένα δράμα για τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής, για την ανατροπή των στερεοτύπων αλλά και για την παντοδυναμία τής αφανούς γυναίκας που, όσο ο άντρας φανφαρολογεί, εκείνη αναλαμβάνει πραγματικά την ευθύνη της ανατροπής. Εάν το φιλμ χάνει σε ακτινοβολία εξαιτίας των σκόπιμα χαμηλών τόνων του, κερδίζει σε ευαισθησία και στην ελαφρώς ειρωνική ματιά σ' αυτή την «κανονικότητα» της ανθρώπινης ζωής που καμουφλάρει τις πιο επαναστατικές πράξεις.