Αν η σημαντικότερη συζήτηση γύρω από ένα οποιοδήποτε αρχείο είναι αυτή που προσπαθεί να ανιχνεύσει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το ιδιωτικό από το δημόσιο, στην περίπτωση του φωτορεπόρτερ Μίχα Μπαρ-Αμ καμία από τις παραπάνω έννοιες δε φέρει εξαρχής το γνωστό της νόημα.
Οι φωτογραφίες του, που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του και άρα μαζί το μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα, υπήρξαν δημόσιες λόγω επαγγέλματος, αλλά και γιατί - χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς ποιες δημοσιεύθηκαν, πού και πότε ή αν τελικά είναι ανέκδοτες - μαζί με την αποτύπωση της Ιστορίας μιας ολόκληρης χώρας αποτυπώνουν και την προσωπική του ζωή, από την παιδική του ηλικία στη Γερμανία μέχρι τη γέννηση του γιου του και πράγματα που τελικά δεν είναι μόνο καρέ αγάπης και πολέμου όπως αναφέρει ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Ραν Ταλ.
Ή τελικά είναι. Ανάμεσα σε φρικιαστικές εικόνες από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, ξυπόλυτα πτώματα ή δωσίλογους με σακιά στο κεφάλι, η εικόνα μιας εγκύου γυναίκας ή ενός σκύλου σε έναν έρημο δρόμο, ακόμη και αυτές οι φωτογραφίες που ένα βράδυ ο Μπαρ-Αμ ονειρεύτηκε ότι έβγαλε την Μάρλεν Ντίτριχ, δεν είναι όλες τους παρά απόλυτες πράξεις αγάπης και πολέμου.
Αγάπης γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος να στέκεσαι απέναντι στην ανθρώπινη κατάσταση (από την πιο όμορφη μέχρι την πιο αποτρόπαια έκφανσή της) αν δεν νιώθεις βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και αν δεν επιθυμείς διακαώς μέσα από την τεκμηρίωσή σου να τον διασώσεις από τις επαναλαμβανόμενες παγίδες του εκφυλισμού του.
Πολέμου γιατί κάτι αντιμάχεσαι όταν τρυπώνεις στην πραγματικότητα των άλλων με διάθεση να δημιουργήσεις μνήμες εκεί όπου δεν υπάρχουν, αιώνια υπόλογος για το μεγάλο debate της πανέμορφης τέχνης που απεικονίζει (κι όμως την εξωραΐζει;) την ανθρώπινη φρίκη.
Εχοντας πρόσβαση σε ένα τεράστιο αρχείο που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού του, ταξινομημένο και επιμελημένο από τη σύζυγό του Ορνα, η οποία με διακριτικότητα αλλά και άποψη γίνεται ο δεύτερος απολαυστικά συνταρακτικός πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ, ο Ραν Ταλ ακολουθεί μια συγκεκριμένη δομή αφήγησης που τελικά υπηρετεί την αρχική συζήτηση περί ιδιωτικού και δημόσιου περισσότερο και από τις ίδιες τις συγκλονιστικές φωτογραφίες του ήρωά του.
Δεν βλέπουμε ποτέ τον Μίχα Μπαρ-Αμ αλλά τον ακούμε σε ένα εξομολογητικό, συγκινητικό, αστείο, μελαγχολικό, ποτέ μόνο νοσταλγικό αλλά ολοζώντανο voice over που σχολιάζει την παράθεση αυτών των 1341 καρέ τα οποία απλώνονται στο χώρο και το χρόνο (με ένα εξαιρετικό soundtrack από φυσικούς ήχους) για να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία.
Είναι σε εκείνη τη στιγμή που πλέον η πολύπαθη ιστορία του Ισραήλ γίνεται ένα με την οικογένεια του Μπαρ-Αμ και το παρελθόν γίνεται ένα με το παρόν, καθώς δεν βλέπεις πια την ιστορία ζωής ενός ανθρώπου ή ζώνες πολέμου να επαναλαμβάνουν τη φρίκη σε copy/paste αλλά τη ζωή σου και τη ζωή ενός πλανήτη που στρέφεται γύρω από αντιφατικές έννοιες προσπαθώντας να βρει ένα κάποιο σημείο επαφής.
«Συγγνώμη που δεν έχω απαντήσεις για τις ερωτήσεις που δεν έχουν απαντήσεις», θα πει κάποια στιγμή ο Μπαρ-Αμ, πριν αποκαλύψει πως το μοναδικό αντίδοτο στη λήθη είναι να δώσεις πίσω στους ανθρώπους του πρόσωπό τους. Τα υπόλοιπα είναι απλά κλικ.