Ο Σέρχι και η Αλεξ είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι 30άρηδων στη σύγχρονη Βαρκελώνη. Τους συναντάμε τη στιγμή που έχουν αποφασίσει να κάνουν το μεγάλο βήμα στη σχέση τους: ένα παιδί. Μόνο που η Αλεξ λαμβάνει ένα mail που την πληροφορεί ότι τη δέχτηκαν και τη χρηματοδοτούν για ένα πρότζεκτ στο πανεπιστήμιο, μία απίστευτη επαγγελματική ευκαιρία που θα τονώσει τη free-lancing καριέρα της. Ομως, το πανεπιστήμιο είναι... στο Λος Αντζελες. Το ζευγάρι παίρνει την correct απόφαση: κανείς δε σκοτώνει τα όνειρα του άλλου από εγωισμό και φόβο, ένας χρόνος κυλά γρήγορα, 10.000 χιλιόμετρα δεν είναι ικανά για να τους «χωρίσουν». Η σχέση τους θα αντέξει. Αλλωστε σήμερα, η τεχνολογία είναι με το μέρος μας.
Με αυτό τον τρόπο, ο Κάρλος Μάρκες - Μαρκέτ θέτει τις βάσεις για να μας αφηγηθεί μία ιστορία αγάπης την εποχή των social media. Μία σχέση αποχωρισμού, ανασφάλειας, πόνου, μοναξιάς και έντασης χρησιμοποιώντας την ψυχρή, κυνική σύγχρονη τεχνολογία. Ολα όσα υποτίθεται ότι μας βοηθούν να μένουμε σε επαφή, αλλά αποτελούν μια πλάνη. Μια σχέση μέσω skype, sms, mms, τηλέφωνα, mails. Μια σχέση μέσα από κινητά, λάπτοπ, οθόνες πληκτρολόγια. Τα συναισθήματά σου να μένουν από την άλλη πλευρά του γυαλιού, να μην ακουμπούν σε σάρκα ή αναπνοή, να εκφράζονται με emoticons.
Τεχνικά, εκτός από την έναρξη (μία 23 λεπτών βουτιά του θεατή στο διαμέρισμα και τις πιο προσωπικές στιγμές του ζευγαριού) και το φινάλε, όλη η ταινία βιώνεται μέσα από αυτό το εύρημα. Αν η συνομιλία του Θίοντορ με τη Σαμάνθα στο «Δικός της» του Σπάικ Τζόνζι φωτιζόταν μέσα από το στοιχείο του φουτουριστικού και του φανταστικού, εδώ ο σύγχρονος ρεαλισμός του Μάρκες-Μαρκέτ σπάει κόκκαλα. Γιατί να βλέπεις έναν άντρα να χορεύει με το λαπτοπ του προσπαθώντας να μη χάσει τη γυναίκα που αγαπά είναι σπαρακτικό και θλιβερό και παραδόξως οικείο. Την αναγνωρίζουμε αυτή την μοναξιά. Με κάποιον τρόπο τη βιώνουμε όλοι. Ο Σέρχι μοιάζει να μην έχει απλώς μείνει πίσω γιατί μια γυναίκα έκανε βήματα μπροστά, αλλά γιατί τον ξεπερνά καθημερινά και η εποχή του.
Βασισμένοι σε διαλόγους που κατά πολύ προέκυψαν από αυτοσχεδιασμούς και πρόβες, οι δύο πρωταγωνιστές έχουν χημεία, ένταση, αμεσότητα. Η βραβευμένη Νατάλια Τένα (η «Οσα» του «Game of Thrones») ξεχειλίζει συναίσθημα, ενώ ο Δαβίδ Βερδαγουέρ ερμηνεύει τον κλυκλοθυμικό, ανασφαλή ήρωά του με γενναίο αυτοσαρκασμό. Ο Μάρκες-Μαρκέτ τους εγκλωβίζει σε δύο χώρους και πολλαπλές συσκευές, διατηρεί τους ρυθμούς χαλαρούς, νατουραλιστικούς, μην υπακούοντας στις επιταγές του κινηματογραφικού χρόνου.
Αυτό ίσως και να είναι το μόνο που κουράζει στην ταινία. Στην ουσία στηρίζεται στην ιδέα της, αλλά για πόσο μπορείς να παρακολουθείς μέσα από μια οθόνη, δύο ανθρώπους να κοιτιούνται μέσα σε οθόνες; Ειδικά αν ο σκηνοθέτης δεν κρατά σφιχτό χαλινάρι στο τέμπο γιατί επιμένει να αφήνει το χρόνο να ξεχειλώνει μέσα στην αλήθεια της στιγμής του;
Καμιά φορά μία δόση κινηματογραφικού ψέματος (ή χειρισμού των κινηματογραφικών εργαλείων) μπορεί να κρατήσει το θεατή συνοδοιπόρο στην αλήθεια της ιστορίας σου, ενώ, ειρωνικά, το αντίθετο να δημιουργήσει μία απόσταση με την οθόνη που όλο και μεγαλώνει.