Ημουν δεκαπέντε χρονών όταν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τον συναρπαστικό κόσμο του Γουόνγκ Καρ-Γουάι. Ηταν ένα από τα πρώτα καλοκαίρια των μεγάλων ξενυχτιών. Το νησί ήταν ολόκληρο μια θάλασσα και ο Αύγουστος ένα τοπίο πιθανοτήτων. Το σπίτι μου το έβλεπα μόνο το μεσημέρι που ξυπνούσα και αργά τη νύχτα που επέστρεφα. Οι μεγάλες ζέστες της εφηβείας δε μου επέτρεπαν να αποκοιμηθώ παρά μόνο όταν θα χάραζε. Έτσι, κάθε που επέστρεφα απ’ έξω, νοίκιαζα κι από μία ταινία για να μου κάνει παρέα μέχρι να με εξαντλήσει η δίψα μου για όλα τα καινούρια πράγματα που περίμεναν να τα ανακαλύψω. Μια μέρα, τυχαία επέλεξα το 2046. Δεν είχα ιδέα περί τίνος πρόκειται. Θυμάμαι να με έλκουν τα έντονα χρώματα και εκείνη η σπαραχτική αγκαλιά ανάμεσα σε δύο αγνώστους, που κοσμούσαν το εξώφυλλο.
Οταν η ταινία ξεκίνησε αισθάνθηκα όπως όταν γνωρίζεις εκείνη ή εκείνον που μπορεί να σου αλλάξει το καλοκαίρι, τη ζωή, τον κόσμο ολόκληρο. Δε μπορούσα να φανταστώ τι ακριβώς μπορεί να μου συμβεί, καταλάβαινα όμως πως τίποτα δε θα ήταν ίδιο μετά από αυτό που επρόκειτο να συντελεστεί. Ύστερα από την πρώτη θέαση, ακολούθησε μια ψύχωση που εμπεριείχε καθημερινή παρακολούθηση της ταινίας μέχρι να τελειώσω την δευτέρα λυκείου. Ξέρω πως μπορεί να φαντάζει υπερβολικό, σχεδόν μυθιστορηματικό, αλλά είναι αλήθεια. Ολόκληρη τη χρονιά την πέρασα βλέποντας το 2046 ξανά και ξανά και προσπαθώντας να πείσω όσους γνώριζα πως αν δεν έχουν δει αυτήν την ταινία, δεν ξέρουν τι πάει να πει σινεμά. Μέχρι που έφτασε η τρίτη λυκείου και έπεσα στην ίδια μου την παγίδα. Χωρίς ίντερνετ ακόμα, με έναν επαρχιακό κινηματογράφο που έπαιζε τότε μόνο εμπορικές ταινίες και με μοναδική πηγή κινηματογραφικών γνώσεων τον Έρη, ταγό και μάγο της σπάνιας φυλής των βιντεοκλαμπάδων και προσωπικό μέντορα της νιότης μου, κάποια στιγμή έμαθα για μία ταινία του ίδιου δημιουργού που λεγόταν «Ερωτική Επιθυμία».
Διαβάστε την κριτική του Flix: για την «Ερωτική Επιθυμία» του Γουόνγκ Καρ-Γουάι
Παρήγγειλα την ταινία από ένα μαγαζί στην Αθήνα και κάθε μέρα περνούσε βασανιστικά στο σχολείο μέχρι να επιστρέψω σπίτι και να μάθω αν κατέφτασε το πολύτιμο πακέτο. Οταν επιτέλους ήρθε, αντί να δω κατευθείαν την ταινία, άνοιξα το κουτί, είδα το ονειρεμένο δισκάκι, το θαύμασα απ’ όλες τις μεριές και το φίλησα όπως ένα μικρό κορίτσι φιλάει μυστικά για καληνύχτα το πόστερ πάνω από το κρεβάτι του με τον ποπ σταρ που εκείνη την εποχή περνάει τις χρυσές του μέρες ή όπως ο Χριστιανός το εικόνισμα του Αγίου ή της Αγίας που κάποιος του εκμυστηρεύτηκε πως ίσως να ‘ναι και θαυματουργό. Για μέρες, προσπάθησα να παρατείνω αυτή τη γλυκιά ηδονή της προσμονής μέχρι που κάποια στιγμή λύγισα και είδα την ταινία.
Η απογοήτευση μου ήταν ανείπωτη. Στην ταινία αυτή δε γινόταν απολύτως τίποτα. Πού είναι τα χίλια διαφορετικά πλάνα σε χίλιες διαφορετικές τοποθεσίες; Πού είναι η πληθώρα μουσικών και χρωμάτων; Πού είναι η ποικιλία των ερωτικών συντρόφων που περνούσαν από τη ζωή του κύριου Τσόου και στο τέλος μάζευαν τα συντριμμάκια της καρδιάς τους ένα-ένα κάτω από το κρεβάτι; Πού είναι όλες αυτές οι υποσχέσεις που αφειδώς μου προσέφερε το 2046; Η απογοήτευση μου ήταν λίγο μεγαλύτερη από όταν η πολυπόθητη μπαργούμαν του μπαρ, που πήγαινα με τους φίλους μου, μου είπε πως είμαι πολύ μικρός για εκείνη και θα έπρεπε να περιμένω να μεγαλώσω λίγο, για να δεχτεί να βγει μαζί μου. Σκέφτηκα πως ίσως το ίδιο να ισχύει και εδώ. Ίσως θα πρέπει να περιμένω να μεγαλώσω λίγο.
Η ταινία αυτή εισχώρησε τόσο βαθιά μέσα μου, που μετακίνησε κάποια από τα όργανα μου για να δώσει χώρο στην καρδιά να διογκωθεί - κι όταν πάλλεται, ο κάθε χτύπος της να ακούγεται σαν δοξαριά από το τσέλο του Ουμεπαγιάσι...»
Αν και τα λόγια της μπαργούμαν ήταν μάλλον μια τρυφερή δικαιολογία για να μη θρυψαλιαστεί με μιας ο παιδικός μου εγωισμός, η Ερωτική Επιθυμία έδωσε το πιο γλυκό νόημα στην προσμονή μου. Στις ηλικίες που κάθε μήνας που περνάει μοιάζει με χρόνο ολόκληρο, όλα αλλάζουν με ταχύτητες οπτικών ινών και ο τρόπος που αγαπάμε και αγαπιόμαστε μας κάνει να αισθανόμαστε άγνωστοι στον ίδιο μας τον εαυτό, η ταινία αυτή εισχώρησε τόσο βαθιά μέσα μου, που μετακίνησε κάποια από τα όργανα μου για να δώσει χώρο στην καρδιά να διογκωθεί και όταν πάλλεται, ο κάθε χτύπος της να ακούγεται σαν δοξαριά από το τσέλο του Ουμεπαγιάσι.
Τα βλέμματα, οι σιωπές, τα -τάχα μου- τυχαία αγγίγματα, τα συνηθισμένα λόγια χωρίς καμία προφανή αξία που μέσα τους, όμως, κουβαλάνε θύελλες μαινόμενες, έγιναν όλα τα γράμματα από ένα εξωτικό αλφαβητάρι που, όταν έμαθα να το αποστηθίζω, άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα τον έρωτα, το φως, το σινεμά.
Η «Ερωτική Επιθυμία», ακόμα κι αν δεν το κατάλαβα αμέσως, ήταν ο λόγος που ξεκίνησα το κάπνισμα και ο λόγος που αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης. Ακόμα κι αν κάτι από τα δύο κάποτε τύχει να με σκοτώσει, εγώ θα ξέρω πως δεν τρέχει τίποτα.
Γιατί αν επιστρέψω στη ζωή κάποια στιγμή δε θα ‘μαι κάποια ιδέα ή ένα διάφανο χαριτωμένο φάντασμα, αλλά μία καταιγίδα που ξεσπάει μέσα στο καλοκαίρι ανάμεσα σε δύο σώματα που δε βρίσκουν τρόπο να πούνε σ’ αγαπώ.
Βασίλης Κεκάτος
Η «Ερωτική Επιθυμία» του Γουόνγκ Καρ-Γουάι προβάλλεται από την Πέμπτη 17 Ιουνίου στις αίθουσες από το Cinobo
Διαβάστε περισσότερα: