Χονγκ Κονγκ, 1962. Το μεγάλο ρεύμα που θέλει νέους ανθρώπους να δραπετεύουν από την Κομμουνιστική Σαγκάη στο δυτικοκρατούμενο Χονγκ Κονγκ για μια καινούργια ζωή, δημιουργεί μία απότομη πληθυσμιακή αύξηση: νεοφερμένοι κάτοικοι καταλήγουν να νοικιάζουν ένα δωμάτιο στα διαμερίσματα ντόπιων οικογενειών, πολυκατοικίες μετατρέπονται σε πολύβουες κοινότητες. Κάπως έτσι, ο κύριος Γουάν, ένας νεαρός δημοσιογράφος, και η κυρία Τσαν, μία όμορφη γραμματέας σε ναυτιλιακή εταιρία, παντρεμένοι και οι δυο, μετακομίζουν σε διπλανά διαμερίσματα. Τυχαίες συναντήσεις στους διαδρόμους, ευγενικές καλημέρες στις εξώπορτες, σιωπηλές καληνύχτες στις σκάλες του μαγειρείου της γειτονιάς, όπου καταφεύγουν τα βαριεστημένα βράδια που η γυναίκα του κυρίου Γουάν θα αργήσει και πάλι στη δουλειά κι ο άντρας της κυρίας Τσαν έχει φύγει για ένα ακόμα επαγγελματικό ταξίδι. Σύντομα θα ανακαλύψουν ότι όλα αυτά είναι μία πρόφαση: οι σύζυγοί τους έχουν γίνει εραστές. Οι τυχαίες συναντήσεις θα μετατραπούν σε ανάγκη συντροφικότητας. Τρώνε μαζί, μοιράζονται την προδοσία, προσπαθούν να φανταστούν πώς άρχισαν όλα, καταλήγουν, κάθε βράδυ, να αποχαιρετιούνται στην εξώπορτα της πολυκατοικίας και να ανεβαίνουν ξεχωριστά. Μη δώσουν αφορμή για σχόλια. Αλλωστε, κουβαλούν μία άλλη ηθική: «δε θα γίνουν ποτέ σαν εκείνους». Δε θα γίνουν ποτέ εραστές. Θα παραμείνουν ανομολόγητα ερωτευμένοι. Γιατί η επιθυμία έχει τον τρόπο να βρίσκει το δρόμο από τα βουβά βλέμματα στην καρδιά. Και να τη ραγίζει.

Κι ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι έχει τον τρόπο να ραγίσει και τις δικές μας. Κατασκευάζοντας ένα κινηματογραφικό ποίημα, απαράμιλλης ονειρικής ομορφιάς, για να μιλήσει για τον έρωτα, την απώλεια, την αβάσταχτη μοναχικότητα σε μια πυκνοκατοικημένη μητρόπολη. Την σπαραχτική μοναξιά σε έναν προδομένο γάμο. Η αφήγησή του ελειπτική, εύθραυστη, παίζει συνεχώς με την αλήθεια και τη φαντασίωση, την πραγματικότητα και το μυθιστόρημα (οι δυο ερωτευμένοι δουλεύουν μαζί το βιβλίο του κύριου Γουάν, ή κάνουν πρόβα σκηνές που αντιμετωπίζουν τους μοιχούς συντρόφους τους). Τη ζωή και το σινεμά. Η ερωτική τους ιστορία εξελίσσεται στα όρια της αβεβαιότητας, φιλτράρεται μέσα από την υποκειμενική μνήμη, αποστάζεται από τη θλίψη -αλλά και την εξιδανίκευση- του ανικανοποίητου. Την ανεξίτηλη ουλή όσων παραμένουν ανείπωτα.

Γιατί κανείς δεν θα μιλήσει. Μόνο το ίδιο το σινεμά. Ο Καρ-Γουάι θα στήσει κάδρα που οι στενοί, κοινόχρηστοι διάδρομοι, τα πνιγερά δωμάτια και τα υπόγεια καπηλειά αντηχούν τον εγκλωβισμό των ηρώων του. Η δημόσια ζωή τους και ο κρυφός, καταπιεσμένος τους εαυτός, επικοινωνούνται συνεχώς από διχοτομημένα πλάνα - στέκονται πλάτη με πλάτη σε τοίχους ή κλειστές πόρτες που τους χωρίζουν, κοιτούν μελαγχολικά έξω από παράθυρα που τους κρατούν αδιέξοδα μόνους. Μέσα από μοτίβα slow motion επανάληψης, ο Καρ-Γουάι υπνωτίζει τη δράση, συλλαμβάνοντας μία μονότονη καθημερινότητα - μία καθημερινότητα που μόνο ο έρωτας μπορεί λυτρωτικά να διαταράξει (για αυτό και κάθε φορά που συναντιούνται, η ταχύτητα στο φιλμ ανεπαίσθητα αλλάζει). Η κάμερα άλλοτε λειτουργεί ως ένας ακόμα αδιάκριτος γείτονας που κοιτά από την κλειδαρότρυπα και κρυφακούει τηλεφωνήματα, άλλοτε παραμένει απόμακρη για να συλλάβει με βάθος πεδίου τις μαγικές στιγμές στη νυχτερινή βροχή, τον περισσότερο φιλμικό χρόνο όμως παραμένει στα πρόσωπά τους. Στα μάτια, τα χείλη, το δέρμα - όλα νοτισμένα από προσμονή. Δύο μόνο κοντινά σε δάχτυλα που ενώνονται, χέρια που χωρίζουν. Μία μόνο κλεφτή ματιά στο κεφάλι της που θα αφεθεί μελαγχολικά στον ώμο του, μέσα σ' ένα ταξί.

Με συνωμότη τον διευθυντή φωτογραφίας του, Κρίστοφερ Ντόιλ, ο Καρ-Γουάι χρησιμοποιεί το χρώμα, το φως και πώς αυτά αντανακλούνται στις διαφορετικές υφές (από τους φθαρμένους τοίχους μέχρι τα ασφυκτικά μεταξωτά φορέματα της κυρίας Τσαν) και τα γεωμετρικά μοτίβα της εικόνας, όχι μόνο για να κοινωνήσει συναισθήματα, αλλά κι ως μία μελέτη πάνω στη μνήμη και τον χρόνο. Αψεγάδιαστη ομορφιά πλημμυρίζει την ταινία. Αλλά όχι μόνο την επιδερμίδα της. Η αισθητική έχει λόγο, αφηγείται τη δική της ιστορία. Οπως ο Αλφρεντ Χίτσκοκ στο «Vertigo», έτσι κι εδώ ο Καρ-Γουάι χρησιμοποιεί τη χρωματική παλέτα ως ψυχογράφημα - σάπια πράσινα και κίτρινα στα βαλτωμένα διαμερίσματα, έντονα κόκκινα στους διάδρομους παράνομων ξενοδοχείων, γυαλιστερά μαύρα τις υγρές νύχτες που σταματά ο χρόνος, εκεί στην εξώπορτα. Ο ήχος επίσης επεξεργάζεται την μοναξιά - μέσα από τη φλυαρία των γειτόνων ξεχωρίζει ο θόρυβος από τα τακούνια της. Σαν υπόσχεση ότι η ευτυχία έρχεται, πλησιάζει. Ταυτόχρονα, το αυτόματα κλασικό μουσικό σκορ, το διάσημο βαλσάκι με το θλιμμένο τσέλο, παίζει και τις δικές μας χορδές - κάθε φορά που τα καλίγγραμα σώματα των εν δυνάμει εραστών συναντιούνται σε μια σκάλα. Ποτέ ένα θερμός με νουντλς δεν έχει λικνιστεί τόσο ερωτικά στο σινεμά.

Τα πλάνα αρχείου με τα οποία ολοκληρώνεται η ταινία δεν είναι τυχαία. Η πολιτική αλληγορία για την ανεκπλήρωτη υπόσχεση της Δύσης που κουβαλούσε το Χονγκ Κονγκ στα 60ς, πλαισιώνει κοινωνικά και την ερωτική επιθυμία που δεν μετουσιώνεται. Ολα είναι παροδικά, σ' ένα κυριολεκτικό και συμβολικό τράνζιτ. Ολοι μετακομίζουν, όλοι αποχωρούν. Κι όμως, το σύντομο δεν ήταν εφήμερο. Το μοναχικό συντροφεύτηκε. Η καρδιά χτύπησε και το θυμάται. Το μυστικό κρατήθηκε αγνό, αμόλυντο, ολόκληρο - στα ιερά ερείπια της Ιστορίας. Κι αφήνει ερείπια κι εμάς, κάθε φορά, με το που πέφτουν οι τίτλοι τέλους.