Ο Βασίλης Καλέμος γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά καθώς και της σχολής σκηνοθεσίας του Ι.Ε.Κ. AKMH. Η ενασχόλησή του με τον οπτικοακουστικό τομέα και τον κινηματογράφο ξεκίνησε το 2012. Εκτός από σκηνοθέτης, έχει εργαστεί ως διευθυντής φωτογραφίας, οπερατέρ και τεχνικός, ενώ έχει ολοκληρώσει αρκετές ταινίες μικρού μήκους με συμμετοχές σε φεστιβάλ στην Ελλάδα και εκτός.
Τώρα βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να βλέπει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Το Τελευταίο Αστείο» να βρίσκεται στη μεγάλη λίστα των ταινιών από τις οποίες θα προκύψουν οι υποψηφιότητες για τα φετινά βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ταυτόχρονα την ταινία του να προβάλλεται σε streaming στην πλατόφρμα FilmDoo, φιλοδοξώντας να έρθει σε επαφή με το κοινό που δεν κατάφερε όταν δεν προκρίθηκε στις ελληνικές ταινίες του 61ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και όταν είδε την πανδημία να την κρατά μακριά από δημόσιες προβολές.
Η ταινία ξεκινάει τη στιγμή που ο Αυγέρης ανακαλύπτει ότι η υπόλοιπη ανθρωπότητα έχει εξαφανιστεί και βρίσκεται αντιμέτωπος με την απόλυτη μοναξιά. Με διάφορους τόπους προσπαθεί να ξεπεράσει την ατελείωτη βαρεμάρα καταλήγοντας στο να κρατήσει ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο με τη κάμερά του. Ολα μοιάζουν φυσιολογικά μέχρι που κάτι αρχίζει και παρεμβάλλεται στη ζωή του Αυγέρη χρησιμοποιώντας κρυφά τη τουαλέτα του.
Το Flix μίλησε με τον Βασίλη Καλέμο για την ταινία, την εμπειρία της ανεξάρτητης παραγωγής εν καιρώ πανδημίας, τη διαχρονική έμπνευση που πηγάζει από τον Σιλβέστερ Σταλόνε και τα απλά πράγματα που μας κάνουν να μοιάζουμε σημαντικοί.
Ολη η ομάδα της ταινίας
Τι είναι το «Τελευταίο Αστείο»;
Το «Τελευταίο Αστείο» είναι μια «υπαρξιακή κωμωδία» που πραγματεύεται την ανθρώπινη μοναξιά, τη θλίψη και την αποξένωση. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται ξαφνικά μόνος στον κόσμο και το μυαλό του παλεύοντας να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα τρομακτική πραγματικότητα, προσπαθεί να επαναφέρει με φαντασία και χιούμορ την κανονικότητα στη ζωή του.
Από ποια ανάγκη γεννήθηκε η ταινία;
Περίπου δύο μήνες αφού είχε ολοκληρωθεί η προηγούμενη μικρού μήκους ταινία «Μέγαρο» η οποία ήταν μια καθαρά δραματική ιστορία και πολύ προσωπική ταινία για μένα, βρεθήκαμε με το Τάσο Μπατσούλη (σεναριογράφο και πρωταγωνιστή της ταινίας) και αρχίσαμε να συζητάμε τη βασική ιδέα. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια από το σχολείο και επειδή δένουν τα μυαλά μας και τα γούστα μας, θέλαμε να δουλέψουμε μαζί αυτή την ιστορία. Ο καθένας έβαλε ένα κομμάτι του εαυτού του στον Αυγέρη και ο κωμικός τρόπος που αντιμετωπίζει τα πράγματα γύρω του είναι και για μας ένας τρόπος να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες. Θέλαμε να κάνουμε μια ταινία που θα κάνει το κόσμο να γελάσει και να περάσει καλά βλέποντάς την. Παράλληλα σε ένα επόμενο επίπεδο, να εστιάσουμε στην επιλεκτική απομόνωση και τη μοναξιά ενός ανθρώπου και το πως εν τέλει, είναι αυτό που χρειαζόμαστε όλοι για να μπορέσουμε στο τέλος να εκτιμήσουμε τους άλλους, να καταλάβουμε την αξία τους και ίσως να δούμε τον κόσμο λίγο κι από τη δική τους πλευρά.
Αν έπρεπε να τοποθετήσετε την ταινία σε ένα genre ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;
Θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για «dramedy». Αυτό έγκειται περισσότερο στον αφηγηματικό ρυθμό της ταινίας που ενώ παρουσιάζει κωμικοτραγικά γεγονότα, το κάνει με δραματικό τρόπο. Από τον τρόπο καδραρίσματος, κίνησης κάμερας και διάρκειας του πλάνου μέχρι τη μουσική και την ερμηνεία του πρωταγωνιστή, προσπαθήσαμε όλα τα κινηματογραφικά αφηγηματικά εργαλεία που είχαμε να ενισχύουν αυτή την ιδέα.
Ποιο είναι το σημείο που μια ταινία σταματά να είναι η ταινία μιας παρέας και γίνεται κάτι που αφορά και περισσότερο κόσμο;
Ταινία της παρέας μένει μόνο όσον αναφορά το κατασκευαστικό μέρος της και το πώς ολοκληρώθηκε. Από εκεί και έπειτα από τη στιγμή που ξεκινά και παίζει η ταινία αυτό που μένει είναι η ιστορία που εξελίσσεται και ο θεατής που τη παρακολουθεί. Η καθημερινότητα μας δεν απέχει πολύ από την μοναξιά του Αυγέρη. Αυτό που ελπίζουμε να περάσει στο κοινό της ταινίας, με κωμικοτραγικό τρόπο είναι η ιδέα πως είτε επιλέγεις να είσαι μοναχικός είτε το επιφέρουν οι περιστάσεις, μπορείς να βρεις παρέα μέσω της αποδοχής και της κατανόησης ακόμα κι εκεί που δε θα το περίμενες ποτέ.
Το πραγματικά δύσκολο δεν είναι να γυρίσεις μια ταινία αλλά το τι κάνεις μετά, αφού την έχεις ολοκληρώσει. Το χειρότερο ήταν η ψυχολογική φθορά μετά την ολοκλήρωση της ταινίας και το πώς διαχειρίζεσαι την απόρριψη. Κάναμε πολλές προσπάθειες να βρούμε στήριξη από κάποια εταιρεία παραγωγής/διανομής και διάφορους άλλους φορείς, έστω και συμβουλευτικά, αλλά τις περισσότερες φορές δεν λάβαμε ούτε μια απάντηση.»
Ποιες είναι οι επιρροές σας στη δημιουργία της ταινίας; Ποιες ταινίες και ποιοι δημιουργοί σας έχουν επηρεάσει;
Με τον Τάσο Μπατσούλη μοιραζόμαστε μια κοινή αγάπη για τις ταινίες που βλέπαμε μεγαλώνοντας και είναι αυτές στις οποίες ανατρέξαμε όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε το «Τελευταίο Αστείο». Οι κωμωδίες του Λέσλι Νίλσεν, ο τρόπος που προσεγγίζουν αφηγηματικά τα έργα τους τα αδέρφια Ντουπλάς, mockumentaries, αλλά και cult έπη όπως το «Airplane» και «Η Φανέλα με το Νούμερο 9» και πιο πρόσφατες παραγωγές όπως τα «Creep» και «What We do in the Shadows». Μας εμπνέει πολύ ο τρόπος που κινείται το νεότερο no-budget αμερικάνικο σινεμά και η δημιουργικότητα του. Προσωπικά μεταξύ των αγαπημένων μου δημιουργών είναι οι Κέβιν Σμιθ, Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, Μαρκ Ντουπλάς, Αντώνης Κόκκινος, Τζέιμιν Γουάινανς αλλά ο μόνος και πρώτος πιο αγαπημένος είναι ο Σιλβέστερ Σταλόνε και το «Rocky», είναι ο λόγος που ασχολήθηκα με το σινεμά.
Πόσο εύκολο είναι να κάνει κάποιος έστω και χωρίς καθόλου budget μια ταινία στην Ελλάδα σήμερα;
Το πραγματικά δύσκολο δεν είναι να γυρίσεις μια ταινία αλλά το τι κάνεις μετά, αφού την έχεις ολοκληρώσει. Εμείς όταν ξεκινήσαμε την προ-παραγωγή βάλαμε κάτω τα μέσα που είχαμε (τεχνικό εξοπλισμό, locations, κοστούμια, props κ.α.), κάποια χρήματα που μου είχαν μείνει από τότε που δούλευα βενζινάς μερικούς μήνες πριν την ταινία και έτσι αποφασίσαμε να πορευτούμε. Το γεγονός ότι υστερούσαμε σε εξοπλισμό, budget και παραγωγή μας ανάγκασε να βρούμε εναλλακτικούς δημιουργικούς τρόπους για να αφηγηθούμε την ιστορία. Κάναμε σπαστά τα γυρίσματα σε μια μεγάλη χρονική περίοδο μηνών, προσπαθώντας να ισορροπήσουμε το χρόνο μας ανάμεσα σε καθημερινή εργασία και γυρίσματα. Αλλά το χειρότερο ήταν η ψυχολογική φθορά μετά την ολοκλήρωση της ταινίας και το πώς διαχειρίζεσαι την απόρριψη. Κάναμε πολλές προσπάθειες να βρούμε στήριξη από κάποια εταιρεία παραγωγής/διανομής και διάφορους άλλους φορείς, έστω και συμβουλευτικά, αλλά τις περισσότερες φορές δεν λάβαμε ούτε μια απάντηση.
Βασίλης Καλέμος και Ιγκόρ Καμιένσκι
Τι τύχη έχει μια ανεξάρτητη ταινία σε μια αγορά που δεν ενδιαφέρεται για το ελληνικό σινεμά;
Δεν είναι πολλές οι επιλογές που μπορεί να έχει ένας δημιουργός ειδικά όταν πρόκειται για ανεξάρτητη παραγωγή χωρίς χρηματοδότηση, πόσο μάλλον στην Ελλάδα όπου κάθε χρόνο βγαίνουν αρκετές αξιόλογες ταινίες οι οποίες ενώ ταξιδεύουν και βραβεύονται στο εξωτερικό, το ευρύ κοινό της χώρας αγνοεί την ύπαρξή τους. Στη προκειμένη, γνωρίζαμε εξαρχής ότι δε γυρίσαμε μια ταινία που να έχει χαρακτηριστικά φεστιβαλική προοπτική αλλά περισσότερο, μια ταινία που απευθύνεται στον μέσο θεατή που θέλει να γελάσει, να διασκεδάσει αλλά και να προβληματιστεί. Παράλληλα η ολοκλήρωση της τελικής κόπιας της ταινίας συνέπεσε με την έναρξη της καραντίνας και τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο καθώς αποκλείστηκε η δυνατότητα μαζικών προβολών. Πιστεύω πως πλέον, είναι ίσως μονόδρομος μια ανεξάρτητη ταινία να κυνηγήσει το streaming, όπως κάναμε κι εμείς άλλωστε, αν και είναι πολύ πιο δύσκολο από όσο φαίνεται, ειδικά αν δεν υπάρχει κάποιος να σε στηρίξει από πίσω.
Η ταινία βρίσκεται εκεί έξω την ίδια στιγμή με μια παγκόσμια πανδημία. Τι ακριβώς συναισθήματα σας προκαλεί αυτό;
Είναι σίγουρα άσχημο και μας επηρεάζει η κατάσταση, πρωτίστως μας προκαλεί θλίψη για αυτό που συμβαίνει στον πλανήτη αυτή τη στιγμή, ο χαμός των ανθρώπινων ζωών αλλά και το άγχος και η αβεβαιότητα για την οικονομία και το αύριο της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε τίποτα για το αύριο και πάμε στα τυφλά, ελπίζοντας να έρθει σύντομα κάποιας μορφής κανονικότητα που θα μας επιτρέψει να επαναφέρουμε στις ζωές μας μια πιο υγιή ροή. Σαν καλλιτέχνες δε μπορούμε να προγραμματίσουμε οποιοδήποτε κύκλο προβολών σε πραγματική αίθουσα και με τις online προβολές στα Φεστιβάλ που συμμετείχε η ταινία, χάσαμε το πιο σημαντικό, την αλληλεπίδραση με το κοινό και όλες τις όμορφες ιδέες που θα μας είχε προσφέρει μια τέτοια αλληλεπίδραση.
Τι θα θέλατε να συζητήσει κάποιος μαζί σας μετά το τέλος της ταινίας;
Αυτό που μας αρέσει να ρωτάμε πάντα, είναι αν άρεσαν τα αστεία της ταινίας. Θέλουμε ο θεατής να έρθει έστω και για λίγο στη θέση του Αυγέρη και να αναρωτηθεί: Τι θα έκανε αν ξαφνικά βρισκόταν μόνος στον κόσμο; Τι θα ήταν αυτό που θα του έλειπε πιο πολύ; Και... τι τρέχει τελικά στο μυαλό του Αυγέρη; Τέλος, θέλουμε πολύ να ακούσουμε διαφορετικές θεωρίες για το ποιο ή ποιος είναι τελικά το «Τελευταίο Αστείο»;
Πόσο σημαντικό θα είναι η ταινία να περάσει στις υποψηφιότητες των βραβείων Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου;
Για εμάς σαν νέους και άγνωστους δημιουργούς πάρα πολύ! Νομίζω πως το να αναγνωριστεί και να ψηφισθεί το έργο μας από ανθρώπους του ελληνικού σινεμά θα μας δώσει τεράστια ώθηση να συνεχίσουμε με ακόμη περισσότερο ενέργεια να γυρίζουμε ταινίες και να αφηγούμαστε ιστορίες. Οπως και να έχει είμαστε ήδη πολύ χαρούμενοι που η ταινία μας βρίσκεται στη λίστα με τις υπόλοιπες υποψήφιες, ανάμεσα σε τόσες άλλες κορυφαίες ελληνικές ταινίες.
Δείτε εδώ το «Τελευταίο Αστείο του Βασίλη Καλέμου
Το Τελευταίο Αστείο | Σκηνοθεσία: Βασίλης Καλέμος | Σενάριο: Τάσος Μπατσούλης | Ηθοποιοί: Τάσος Μπατσούλης, Πέτρος Συνοδινός, Τζον Όλας, Νίκος Οουίτι, Νίκος Σεβδαλής | Μοντάζ: Βασίλης Καλέμο | Διέυθυνση φωτογραφίας: Ιγκόρ Καμιένσκι | Ηχοληψία: Πάνος Μαυροφρύδης