Για τρεις δεκαετίες, από το 1945 έως το 1975 εκατοντάδες ασθενείς κάθε ηλικίας με φυματίωση απ’ όλη την Ελλάδα, έζησαν και πέθαναν στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Δεν τους αναζήτησε κανείς και θάφτηκαν ανώνυμα σε ομαδικούς τάφους στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου. Μετά από 80 χρόνια, η σκοτεινή τους ιστορία έρχεται στο φως.
Διαβάζοντας τη σύνοψη του νέου ντοκιμαντέρ της της Μαριάννας Οικονόμου («Οταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις Ντομάτες»), παγώνει το αίμα. Πάντα θα πάγωνε το αίμα με κάτι τέτοιο. Μετά όμως από το βαθύ, πρόσφατο τραύμα της πανδημίας -όπου ολόκληρος ο πλανήτης βιώσε ξανά απομόνωση, τρόμο, εικόνες ομαδικών τάφων- το σοκ είναι μεγαλύτερο.
Η Οικονόμου μάς εξιστορεί πώς ένα τυχαίο γεγονός (γκρεμίζοντας έναν τοίχο του νοσοκομείου), αποκαλύφτηκαν βαλίτσες με προσωπικά αντικείμενα ασθενών - καλοφτιαγμένα χάρτινα πακετάκια με ονόματα, ηλικίες, ημερομηνίες θανάτου, τα οποία περιείχαν φωτογραφίες, ταυτότητες, σπαρακτικά γράμματα προς τους συγγενείς τους, ποιήματα, ζωγραφιές, ερωτικές εξομολογήσεις, μουσικές παρτιτούρες. Κάθε πακετάκι και μια ανθρώπινη τραγωδία. Κάθε πακετάκι κι ένας άνθρωπος που έφυγε και πέρασε στα αζήτητα.
Παρακολουθώντας τους «Αζήτητους» συνειδητοποιείς πολλά - ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, ανθρώπινα. Πώς η υγεία ήταν και θα είναι πάντα το σημείο μηδέν για το πώς μια χώρα αντιμετωπίζει τους ανθρώπους της. Πώς η αρρώστια αποδεκατίζει πολλά περισσότερα από την σάρκα - βασικά συστατικά διαβίωσης (όχι μόνο επιβίωσης), αντοχής, αξιοπρέπειας, ανθρωπιάς. Πόση μοναξιά χωράει σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Και πώς τη βίωναν και οι οικογένειες των ασθενών - με τρόμο, σαν στίγμα που λέκιαζε και τη δική τους ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Βαθιά συγκινημένοι από ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ (το οποίο, καθόλου τυχαία, έφυγε από το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με το Βραβείο Κοινού), επικοινωνήσαμε με την σκηνοθέτη για να μας μιλήσει για την εμπειρία της να βρίσκεται πίσω από την κάμερα με αίσθημα ευθύνης, αλλά παράλληλα και με την τρυφερή, επουλωτική ματιά που έχει το σινεμά: οι αζήτητοι να βγουν στο φως. Να αποκτήσουν ξανά όνομα, επίθετο, οικογένειες, απογόνους που μπορεί να τους αναζητούν ακόμα.
Πείτε μας την ιστορία του πώς ανακαλύφθηκαν αυτά τα γράμματα και πώς σας έγινε εσάς γνωστό το γεγονός. Ηταν άμεση η απόφαση σας ότι αυτό αξίζει να καταγραφεί σ’ ένα ντοκιμαντέρ;
Τα υπάρχοντα (επιστολές, ρούχα, γυαλιά, φωτογραφίες…) εκατοντάδων φυματικών που πέθαναν στο «Σωτηρία» μεταξύ 1945-75 ήταν στοιβαγμένα σε πακέτα μέσα σε βαλίτσες, και κρυμμένα για δεκαετίες πίσω από έναν τοίχο σε μια αποθήκη του νοσοκομείου. Το 2015, λόγω μιας διαρροής στο κτήριο, έπεσε ο τοίχος και ξαφνικά αποκαλύφτηκαν.
Κατά τύχη έμαθα γι αυτή την ιστορία από έναν γιατρό που είχε συμβάλει στην διάσωσή τους. Με το που είδα το περιεχόμενο ενός πακέτου ασθενούς, συγκλονίστηκα σε τέτοιο βαθμό που η απόφαση να ασχοληθώ με αυτό το θέμα ήταν άμεση. Ένιωσα έντονα ότι από τη στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι βγήκαν στο φως, έπρεπε να τους δοθεί η ευκαιρία να πουν την ιστορία τους. Έτσι ξεκίνησα αμέσως την διαδικασία άδειας για πρόσβαση στο υλικό, έχοντας ήδη αποφασίσει ότι ήθελα να πω την ιστορία από το βλέμμα των ασθενών και των οικογενειών τους. Αυτοί θα ήταν οι πρωταγωνιστές.
Πώς επιλέξατε ποιες ιστορίες θα αφηγηθείτε μέσα από τις 300 περίπου περιπτώσεις ασθενών; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο τι επιλέγεις, τι αφήνεις πίσω;
Είχαμε την δυνατότητα να καταγράψουμε μόνο 30 από τις 320 περιπτώσεις που βρέθηκαν, και πάλι η επιλογή ήταν υπερβολικά δύσκολη. Πέρα από το γεγονός ότι η κάθε μια είχε μια μοναδικότητα και φώτιζε μια διαφορετική πτυχή του θέματος, συναισθηματικά μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ‘πετάξω’ κάποιους έξω. Μελετώντας το υλικό, έμαθα τα ονόματα τους, την ηλικία και καταγωγή τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, τους έρωτές τους, τις αγωνίες τους… τους γνώρισα πολύ καλά. Τελικά επικεντρώθηκα σε τρεις βασικές στις οποίες καταφέραμε να βρούμε ζώντες συγγενείς.
Το δεύτερο μέρος, η προσπάθεια εύρεσης συγγενών, απογόνων, για να παραδοθούν τα γράμματα και τα προσωπικά αντικείμενα, πρέπει να ήταν ακόμα πιο συγκινητική διαδικασία. Πώς αντιδρούσαν όσοι ερχόσασταν σε επαφή;
Λόγω του κοινωνικού στίγματος και της φτώχειας της εποχής, υπήρχε μια μεγάλη μυστικότητα και σιωπή σχετικά με τη φυματίωση. Οι οικογένειες των φυματικών απόκρυβαν την αλήθεια από τους συγχωριανούς τους και με τα χρόνια κανείς δεν μίλαγε πια γι αυτούς. Έτσι χάθηκαν μέσα στη λήθη. Όταν τελικά καταφέραμε και ήρθαμε σε επαφή με κάποιους ζώντες απογόνους, αντιληφθήκαμε ότι όντως δεν γνώριζαν ότι οι συγγενείς τους ήταν στο Σωτηρία και ότι είχαν πεθάνει από φυματίωση. Και βέβαια δεν γνώριζαν που είναι θαμμένοι. Ήταν πάρα πολύ φορτισμένη και συγκινητική η στιγμή που τους αποκαλύψαμε την αλήθεια και τους δείξαμε την αλληλογραφία που βρήκαμε. Για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια, ερχόντουσαν αντιμέτωποι με ένα τραύμα που δεν είχε επουλωθεί. Για τους περισσότερους ήταν ένα «κλείσιμο». Για κάποιους όμως η αλήθεια ήταν τόσο οδυνηρή, που προτιμήσαν να μην ξέρουν.
Υπήρξε κάποια ιστορία που σας άγγιξε περισσότερο από άλλες;
Πολλές για διαφορετικούς λόγους, αλλά από τις πιο σπαρακτικές ήταν μια, όπου ένας πατέρας λέει στην άρρωστη κόρη του, που ήδη βρίσκεται 7 χρόνια στο σανατόριο, να μην γυρίσει στο χωριό γιατί αν μαθευτεί ότι είναι φυματικιά, δεν θα μπορέσουν να παντρέψουν τον αδελφό της. Τελικά μετά από 6 μήνες πέθανε, και ήταν 22 ετών.
Είναι πάντως επώδυνο να συνειδητοποιείς ότι άνθρωποι όλων των ηλικιών αφήνονταν εκεί για να πεθάνουν. Είχαν «το χτικιό» και όλη η υπόλοιπη κοινωνία έπρεπε να μείνει υγιής. Σας ήρθε από το μυαλό η σύνδεση με το σήμερα; Πώς η αρχή της πανδημίας βιώθηκε έτσι, με τη γνώση ότι αν αρρωστήσουμε θα πεθάνουμε μόνοι χωρίς τους ανθρώπους μας δίπλα; Και δυστυχώς, μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων το βίωσε αυτό…
Κάναμε τα γυρίσματα την εποχή του κόβιντ μέσα στο Σωτηρία που ήταν τότε στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της πανδημίας. Είμασταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι λόγω και των δικών μας βιωμάτων. Δοκίμασα να συμπεριλάβω την πανδημία του κοβιντ στην ταινία και έκανα σχετικά γυρίσματα, αλλά στο μοντάζ μας πέταγε έξω, δεν λειτουργούσε αφηγηματικά και σε ύφος.
«Οπου φτωχός και η μοίρα του» λέει ο λαός μας. Δυστυχώς από την ανάγνωση των γραμμάτων αυτό επιβεβαιώνεται. Πολυμελείς οικογένειες φτωχών ανθρώπων που δεν είχαν το περιθώριο να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους, να συνοδεύσουν τα παιδιά τους. Έχετε άποψη για το πώς η υγεία είναι τελικά -και- ταξική; Είχατε, στο πίσω μέρος του μυαλού σας, κι ένα σχόλιο για την σημερινή κατάσταση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα;
Η τρομακτική φτώχεια και η απομόνωση που βίωναν οι οικογένειες στα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας μετά τον πόλεμο, είναι παρούσα σε όλες τις επιστολές. Η πλειοψηφία των ασθενών στο Σωτηρία ήταν άποροι. Πεινούσε ο κόσμος στα χωριά και δεν υπήρχε η δυνατότητα να στείλουν τρόφιμα στους ασθενείς τους, ούτε να τους επισκεφτούν. Αν και η προσέγγιση της ταινίας στο θέμα της δεν είναι ταξική, η ανέχεια συνεχίζει να δημιουργεί πολίτες δεύτερης κατηγορίας όσον αφορά την υγεία, ακόμα και σήμερα.
Πόσο μπορεί μια/ένας ντοκιμαντερίστας να «ολοκληρώσει» ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ και να το αφήσει πίσω της/του; Μπορεί να το δει ως «it’s a wrap», να σταματήσει την έρευνα; Μπορείτε να σταματήσετε να σκέφτεστε αυτούς τους ανθρώπους;
Συναισθηματικά, η ταινία αυτή ήταν η πιο δύσκολη που έχω κάνει και δεν νομίζω ότι θα σταματήσω ποτέ να κουβαλάω αυτούς τους ανθρώπους μέσα μου. Όχι, δεν υπάρχει ‘wrap’ σε κάποια πράγματα, ειδικά όταν αφορούν ανοιχτές πληγές και τραύματα.
Πώς θα θέλετε να τους σκέφτεται ο θεατής, βγαίνοντας από την αίθουσα; Θα θελα να έχουν πάψει να είναι απλά «οι αζήτητοι νεκροί του Σωτηρία», να έχουν αποκτήσει όνομα και ταυτότητα και να έχουν μπορέσει, με την δική τους φωνή, να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους, τα συναισθήματά τους και την εποχή τους.
Η νέα ταινία της Μαριάννας Οικονόμου «Αζήτητοι» κυκλοφορεί από 19 Σεπτεμβρίου στο CineDoc και τον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟ