Κάννες, 2011. Βγαίνοντας από τη συνέντευξη Τύπου της νέας ταινίας του franchise «Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Σε Αγνωστα Νερά» , κάποιος του φώναξε: «Liar!!!» Ο Τζόνι Ντεπ είχε μόλις υπερασπιστεί το ρόλο του Τζακ Σπάροου, και μέσα από αυτόν το εμπορικό σινεμά, κάτι που χαλάει την εστέτ άποψη ότι είναι αδύνατον να παράγεις καλλιτεχνικό έργο μέσα σ' ένα blockbuster. Ο Ντεπ δεν σήκωσε καν το βλέμμα του. Συνέχισε να υπογράφει αυτόγραφα. Δεν άκουσε; Δεν έδωσε σημασία; Εχει συνηθίσει στο ρόλο του παρεξηγημένου;
Γιατί είναι. Από την μία, η αυτοεξορία του στη φάρμα του στη Γαλλία, ενοχλεί τη χολιγουντιανή αυλή. Από την άλλη, η οργισμένη 90ς εικόνα του μοιάζει να έχει κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στο πόσο η καλλιτεχνική πιάτσα τον παίρνει στα σοβαρά. Κι όμως, πέρα από «Wino(na) Forever» τατουάζ, gigs επί σκηνής με τον Εντι Βέντερ, την Πάτι Σμιθ ή τον Κιθ Ρίτσαρντς, φιλίες με μυθικά πλάσματα όπως ο Μάρλον Μπράντο και ο Χάντερ Τόμπσον, ή την νεοεπίκτητη ιδιότητά του connaisseur κόκκινων κρασιών, ο Τζόνι Ντεπ είναι αναμφισβήτητα και πάνω από όλα ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς μας. Με αρκετές λάθος επιλογές, σίγουρα (γιατί έχει αποδειχτεί και... Τουρίστας). Αλλά πολύ περισσότερες τολμηρές.
What's Eating Johnny?
Νεκρός στον Τζιμ Τζάρμους. Παρανοϊκός στον Τέρι Γκίλιαμ. Ονειροπόλος στον Εμίρ Κουστουρίτσα. Τραβεστί στον Τζούλιαν Σνάμπελ. Ψαλιδοχέρης, τρελοκαπελάς, κουρέας-φονιάς, σοκολατοϊδιοκτήτης, ακέφαλος καβαλάρης, Εντ Γουντ, νεκρός γαμπρός στον μέντορα Τιμ Μπάρτον. Από τον Τζον Γουότερς («Cry Baby», 1990) και τον Λάσε Χάλστρομ («What's Eating Gilbert Grape», 1993 / «Chocolat», 2000), μέχρι τον Μαρκ Φόστερ («Finding Neverland» 2004) και τον Μάικλ Μαν («Δημόσιος Κίνδυνος» 2009) ο Τζόνι Ντεπ μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά, αλλά όχι για ευκολία. Από την πρώτη μέρα της κινηματογραφικής του καριέρας και επί 20 χρόνια επέλεξε να πέφτει και να δοκιμάζεται σε άγνωστα νερά.
Η αλήθεια είναι ότι για πολλούς σινεφίλ η ρετσινιά του ως teen-πρωταγωνιστή τηλεοπτικής σειράς άργησε να φύγει. Ο γυμνασιακός γόης αστυνομικός του «Jump-Street 21» έγινε τόσο μεγάλο pop είδωλο στην μικρή οθόνη, που η προσπάθειά του για εκ νέου «πρώτη εντύπωση» στην μεγάλη, δεν είχε αρχικά καμία τύχη. Η προσωπική του ζωή δε βοηθούσε στο να τον πάρεις σοβαρά. Η εικόνα του συγκρουσιακού, προβληματικού σταρ, του κακομαθημένου ζεν πρεμιέ που διαλύει μέσα σε αυτοκαταστροφική παράκρουση δωμάτια ξενοδοχείων καπέλωνε την καλλιτεχνική του δράση. Μαγεμένος από τον μύθο παλιότερων διαβόητων αντι-σταρ, δήλωνε κάτοικος του «Chateau Marmont», ιδιοκτήτης του «Viper Room», σκοτεινός πρίγκηπας, αρχικά του κοριτσιού της διπλανής πόρτας (Γουινόνα Ράιντερ), μετά του «it girl» της δεκαετίας (Κέιτ Μος).
Στη χώρα του Tιμ Μπάρτον
Κι όμως ο Ντεπ επέμενε. Και τα κατάφερε δίπλα σ' έναν μέντορα που τον έμαθε να αγαπά το τέρας που κρύβει μέσα του. Από την αρχή της συνεργασίας τους με τον μακάβρια ρομαντικό σκηνοθέτη («Ο Ψαλιδοχέρης», 1990) ο Ντεπ μοιάζει να βρήκε δάσκαλο, κι ο Μπάρτον κινηματογραφικό soulmate. Δίπλα του ο Ντεπ κατάφερε να ανασύρει τον καλλιτέχνη που έκρυβε μέσα του, να τσαλακώσει το εφηβικό μονοδιάστατο πόστερ που κρεμόταν στα δωμάτια των κοριτσιών, να αναδυθεί σκοτεινός, ανήσυχος, πειραματιζόμενος, γενναίος. Μέσα σε δύο δεκαετίες φιλίας, επτά ταινίες, επτά ιδιοσυγκρασιακοί ρόλοι, επτά φορές που ο Μπάρτον του έχει προσφέρει την πρόκληση κι ο Ντεπ την έχει αποδεχτεί. Από το ροζ μοχέρ μπλουζάκι του Εντ Γουντ, μέχρι την οργισμένη λευκή τούφα του Σουίνι Τοντ και τους κίτρινους φακούς επαφής του τρελοκαπελά, ο Τζόνι αναμετρήθηκε με την καρτουνίστικη, δημιουργική τρέλα του Μπάρτον, τεστάρισε τα εκφραστικά του όρια κι έσπασε το σχήμα δίνοντας άλλοτε στιβαρές και άλλοτε συγκλονιστικές ερμηνείες.
«Είναι απίστευτα προκλητικό για ένα σκηνοθέτη να έχει έναν τόσο θαρραλέο ηθοποιό στα χέρια του, » έχει πει ο Μπάρτον για αυτόν. «Ο Τζόνι δεν έχει όρια. Βαριέται και αρνείται να κάνει το ίδιο πράγμα. Σε τσιτώνει να του βρεις κάτι περισσότερο, ψάχνει διαολεμένα κι ο ίδιος να βρει μια άλλη είσοδο στο χαρακτήρα. Το ανέκδοτό μας όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι πηγαίνοντας την όποια πρότασή μου στα στούντιο και αναφέροντας το όνομά του οι παραγωγοί μου λένε το ίδιο πράγμα: “Ασφαλώς, ο κύριος Ντεπ δε θα δεχτεί κάτι τόσο παράλογο.” Και η απάντηση είναι πάντα η ίδια: “ο κύριος Ντεπ απαιτεί το παράλογο.” »
Κάπτεν Τζακ Σπάροου
Και το απέδειξε. Οταν το 2002, του πρότειναν το ρόλο ενός πειρατή στο νέο, φιλόδοξο blockbuster της Disney, εκείνος τους αιφνιδίασε φτιάχνοντας ένα χαρακτήρα - μείγμα καρτουνίστικης παιδικότητας, σουρεαλιστικής μέθης και ροκ ν ρολ τρέλας. «Ο Τζακ Σπάροου είναι λίγο Bugs Bunny, μέρος Pepe le Piu και κάτι από Κιθ Ρίτσαρντς» είχε πει.
Οι τότε μεγαλοπαραγωγοί της Disney είχαν στραβώσει. «Ο Μάικλ Αϊσνερ, πρόεδρος τότε, με είχε κατηγορήσει ότι καταστρέφω την ταινία» θυμάται ο Ντεπ. «Είχε ξεσπάσει υστερία: τηλέφωνα, μηνύματα, μέιλς, μέμο, δηκιγόροι, ατζέντηδες, μικροί και μεγάλοι παραγωγοί να αναρωτιούνται τι πάω να πουλήσω με τον Σπάροου: είναι αλλόκοτος, είναι μέθυσος, είναι γκέι; Σ' ένα τέτοιο σχόλιο θυμάμαι ότι έσκυψα στην ξανθιά παραγωγό και της απάντησα: φυσικά, όλοι οι χαρακτήρες μου είναι γκέι – δεν το ξέρατε;»
Εκείνος όμως εμπιστεύτηκε το ένστικτό του. Τι έχει ο Bugs Bunny και τον αγαπάνε όλοι – 2 ή 82 χρονών; Αυτή την αφιλτράριστη κατεργάρικη αθωότητα του αυθεντικού αντι-ήρωα. Ετσι, με μαύρο eye liner και ακόμα πιο μαύρο χιούμορ, αυτοσαρκασμό και διφορούμενες ατάκες, ο Κάπτεν Σπάροου γίνεται αυτόματα μύθος. Κόβει εισιτήρια, φέρνει κέρδη στα διεθνή box office, πουλάει κούκλες, στολές και εμπόρευμα. Η Disney αλλάζει διευθύνσεις, το franchise αλλάζει σκηνοθέτη, συμπρωταγωνιστές έρχονται και φεύγουν, ο Τζόνι όμως μένει. «Περνάω πολύ διασκεδαστικά με τον Σπάροου. Αν πίστευα ότι έχω εξαντλήσει τις δυνατότητές μου μαζί του, ότι το κοινό τον έχει βαρεθεί, θα σταματούσα. Αλλά είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης».
Αυτό είπε και γιουχαρίστηκε. Θεωρήθηκε ότι πρέπει να λέει ψέματα, μάλλον τα κάνει όλα για τα χρήματα, τη δόξα, το Χόλιγουντ. Πουλημένος στα στούντιο κι αυτός, έχει ξεχάσει τι σημαίνει να είσαι σοβαρός ηθοποιός του ανεξάρτητου σινεμά. Πρέπει να αποφασίσουμε τι ζητάμε από τα είδωλά μας. Να πεθάνουν στη ψάθα γιατί η περιθωριακή αποτυχία είναι πιο γοητευτική; Να μην παίζουν μέσα στο σύστημα ή να παίζουν το σύστημα με blockbuster αλλά ταυτόχρονα ιερόσυλους χαρακτήρες; Τους θέλουμε ρεμάλια, απομονωμένους οικογενειάρχες, απρόσιτους σνομπ, ή σταρ που αιφνιδιάζουν ένα ολόκληρο δημοτικό σχολείο απαντώντας σε γράμμα μικρού κοριτσιού για ανταρσία; Μήπως ό,τι κι αν κάνουν ο κυνισμός μας θα βρει τρόπο να τους κατηγορήσει;
«Σιχαίνομαι τη διασημότητα. Επί 21 χρόνια κάνω τα πάντα για να την αποφύγω. Μένω στη Γαλλία με τη γυναίκα και τα παιδιά μου, ή στο νησί μου όπου μπορώ να περπατάω ελεύθερα. Επί 20 χρόνια έκανα παράδοξες ταινίες που πάτωναν. Το φθινόπωρο βγαίνουν και τα «Rum Diaries». Φυσικά δουλεύω και για τα χρήματα – σας έχω νέα: όλοι το κάνουμε. Κι όσο για το “σοβαρός ηθοποιός” το θεωρώ οξύμορο: όπως λέμε “φαγητό αεροπλάνου” ή “δεξιό δημοκρατικό κόμμα”.»