H «Λεσβία» της Τζέλης Χατζηδημητρίου είναι ταυτόχρονα ένα συλλογικό και ένα προσωπικό ημερολόγιο μιας επανάστασης.
Είναι η ιστορία των γυναιικών που έκαναν την Ερεσό ένα καταφύγιο σε χρόνια που η διεκδίκηση της λεσβιακής κοινότητας ήταν η ίδια η ύπαρξή της. Είναι η ιστορία της Τζέλης Χατζηδημητρίου που ενηλικίωθηκε ανάμεσά τους. Είναι η ιστορία μιας ταινίας που χρειάστηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί και που δεν πήρε ποτέ μόνο μια μορφή, αλλά θα μπορούσε να είναι όσες ταινίες είναι και οι ιστορίες των γυναικών που ξεδιπλώνουν το μίτο μιας αφήγησης γοητευτικής, νοσταλγικής, αποκαλυπτικής, βαθιά πολιτικής.
Μετά τα ταξίδια της στον κόσμο που συνεχίζονται, την ελληνική πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Ειδική μνεία βραβείο Mermaid), το βραβείο της επιτροπής και το βραβείο κοινού στο Écrans Mixtes της Λιόν, η «Λεσβία» φτάνει και στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 4 Απριλίου από το CineDoc.
Στο Flix, η Τζέλη Χατζηδημητρίου μιλάει για όσα αλλάζουν και όσα οφείλουν να μένουν ίδια.
Τι είναι η «Λεσβία»;
Η «Λεσβία» είναι η ιστορία δύο κοινωνιών που συγκρούονται, a clash of culture. Είναι η ιστορία των γυναικών που άρχισαν να έρχονται στην Ερεσό από τα τέλη του 1970. Είναι η ιστορία των ντόπιων που είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν από τη παρουσία γυναικών που αγαπούσαν γυναίκες. Είναι και η προσωπική μου ιστορία που γεννήθηκα στη Λέσβο, ανακάλυψα την Ερεσό και μέσα από εκείνη αγάπησα τις γυναίκες.
Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια του ντοκιμαντέρ; Υπήρχε πάντα η σκέψη όλο αυτό το υλικό να αποτελέσει τη βάση για ένα ντοκιμαντέρ;
Οταν ξεκίνησα το 2011 με μια handycam και ένα μικροφωνάκι, ήξερα μόνο πως θέλω να κρατήσω ζωντανή την ιστορία μας. Δεν ήξερα τί θα κάνω. Είχα σπουδάσει κινηματογράφο αλλά είχα αφοσιωθεί στη φωτογραφία και το γράψιμο. Ήταν μια βουτιά στο κενό να ξεκινήσω να παίρνω συνεντεύξεις, αλλά πολύ περισσότερο να απαθανατίζω την Ερεσό σε κινούμενη εικόνα. Χρειάστηκε να τα μάθω όλα από την αρχή, κι όλα γινότανε ταυτόχρονα. Έτρεχα να προλάβω να μιλήσω με τις γυναίκες, σταματούσα να κινηματογραφήσω τα κύματα, ξεχνούσα να πατήσω rec, και πάλι από την αρχή. Εγώ και η ταινία προχωρήσαμε μαζί, μεγαλώσαμε παρέα. Στην αρχή ήταν μόνο η λεσβιακή ιστορία που με ενδιέφερε αλλά με το που ξεκίνησα, ένοιωσα πως δεν μπορούσα να πω μόνο μια πλευρά της ιστορίας γιατί εγώ τα βίωσα και από τις δύο πλευρές. Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, το ποιος διηγείται την ιστορία, γιατί συνήθως ακούμε την υποκειμενική γνώμη ή την κατευθυνόμενη γνώμη της μίας πλευράς. Δεν ήθελα να συμβεί αυτό με εμάς, να αναθεματίσω. Ηθελα να έχουν χώρο όλοι οι πρωταγωνιστές και μια που δεν χωράνε όλοι στη ταινία, αποφασίσαμε να δημιουργηθεί ένα διαδικτυακό αρχείο με όλες τις συνεντεύξεις που θα επιτρέψει να αναπτυχθούν καλύτερα οι απόψεις και τα γεγονότα.
Αισθητικά ποια ήταν η κεντρική γραμμή όταν αρχίσατε τη σύνθεση του υλικού;
Από την αρχή ήξερα ότι ήθελα να δώσω χώρο στην ίδια την Ερεσό, στη ποίηση που για μένα αναδύει το τοπίο της, το φως της. Φαινόταν δύσκολο να ενωθεί με το αρχειακό υλικό. Εδώ επενέβη η μοντέζ της ταινίας, Iva Radivojevic. Εγώ είχα φτιάξει χρονολογικά τις συνεντεύξεις για να μην μπερδευτούμε, επειδή δεν είναι γραμμική η ιστορία της Ερεσού, έχει πολλά σκαμπανεβάσματα που μοιάζουν μεταξύ τους. Μαζί στήσαμε το πρώτο rough cut και αποφασίσαμε να είμαι εγώ η αφηγήτρια. Στη συνέχεια το δούλεψα μόνη μου, αλλάζοντας συνέχεια πλάνα, αφήγηση και το τέλος της ταινίας. Με τον Παναγιώτη Γάκη ολοκληρώσαμε το μοντάζ, αλλά μέχρι και μετά το colour correction που κάναμε με τον Σάκη Μπουζάνη, άλλαζα πλάνα. Είναι ένα πολύ οργανικό προϊόν αυτή η ταινία, άλλαζε μορφή καθώς κι εγώ συνειδητοποιούσα τί είναι η Ερεσός για μένα.
Ο καλλιτέχνης οφείλει μόνο να ακολουθεί την καρδιά του. Αν το έργο δεν σε αγγίζει, δεν έχει να κάνει με μια προσωπική σου ιστορία, ένα τραύμα ίσως θα έλεγα, τότε πώς να συνδεθείς και να δημιουργήσεις; Εφτιαξα αυτή την ταινία γιατί είναι η ιστορία της ζωής μου, το τραύμα μου. Αντεξα να το ολοκληρώσω και μέσα από αυτή τη διαδικασία θεραπεύτηκα.»
Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό στην Ερεσό - μια διεθνής κοινότητα λεσβιών που για πρώτη φορά μπόρεσαν να νιώσουν κάπου ως ο εαυτός τους; Και πόσο σημαντικό ήταν για την κοινότητα των λεσβιών;
Για μας τις λεσβίες ήταν σημαντικό σαν τον αέρα που αναπνέαμε, γιατί όντως μόνο εκεί αναπνέαμε ελεύθερα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι εγώ γιατί ριζώσαμε εκεί. Δεν έχω βρει απάντηση, νομίζω πως είναι η ενέργεια του τόπου, που έχει αλλάξει τις ζωές πολλών από τους επισκέπτες της.
Iσως επειδή είναι η πατρίδα της Σαπφούς που για μας ήταν το απόλυτο πρότυπο, η γυναίκα που εξέφρασε με τον ωραιότερο τρόπο τον έρωτά της για άλλες γυναίκες, 2.600 χρόνια πριν. Τουλάχιστον έτσι ξεκίνησε αυτό το προσκύνημα που εξελίχθηκε στον τόπο ελευθερίας μας μέσα σε μια κοινωνία που όχι μόνο δεν μας χωρούσε, αλλά μας απέρριπτε.
Iσως επειδή εμείς είχαμε χώρο να απλωθούμε πάνω στη παραλία της που τότε ήταν τεράστια, δεν υπήρχαν πολλοί τουρίστες, οι απλοί άνθρωποι ένιωθαν συγγένεια με εμάς, και δεν είμασταν απειλή. Δεν πήγαμε σε μια πόλη, πήγαμε σε μια παραλία κι αυτό είναι τελείως διαφορετικό σκηνικό. Είμασταν γυμνές με όλες τις έννοιες της λέξης. Συνυπήρχαμε σε ένα σκηνικό σχεδόν πρωτόγονο. Είμασταν όλες φεμινίστριες, είχαμε συναίσθηση της σημασίας του να είμαστε εκεί στη παραλία, του να μπορούμε να συναντιόμαστε με τόσες άλλες γυναίκες σε ένα χώρο όπου είμασταν ελεύθερες. Δεν ήταν διακοπές, ήταν συνύπαρξη.
Διασχίζοντας τις δεκαετίες, τι ήταν αυτό που άλλαξε περισσότερο στην Ερεσσό; Και σαν ανθρώπινο δυναμικό αλλά και ως γεωγραφικός τόπος;
Ηρθε ο τουρισμός, έγινε ο καινούργιος δρόμος που τα έκανε όλα απλούστερα, τα ωραία χρόνια του ΠΑΣΟΚ όλοι έβγαλαν χρήματα και ο κάθε νεοέλληνας απέκτησε άποψη για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Το εγώ τους διογκώθηκε ανάλογα με τα τετραγωνικά του σπιτιού τους και τον αριθμό των αυτοκινήτων τους. Η Ερεσός άρχισε να χτίζεται. Εφτιαξαν το Aeolian village στη παραλία που τη χώρισε στα δύο, ένα ολόκληρο χωριό γεμάτο Εγγλέζους τουρίστες που δεν τους νοιάζει αν είναι στην πατρίδα της Σαπφούς ή σε οποιοδήποτε ξενοδοχείο διακοπών. Οι γυναίκες συνηθίσαμε στα χαμόγελα των ντόπιων χωρίς να αναρωτιόμαστε τί σκέφτονται. Αγοράστηκαν πολλά σπίτια στον κάμπο και στο χωριό από λεσβίες αλλά και από ξένους και από τους ακόλουθους του Osho μια που υπάρχει σημαντικό κέντρο διαλογισμού στον κάμπο. Ολα άλλαξαν, αλλά η αγάπη μένει πάντα ίδια, ένα χτυποκάρδι τρελό όταν πλησιάζεις κι αρχίζεις να την υποψιάζεσαι πίσω από τα βουνά.
Δεν υπάρχει κάτι στον ψηφιακό κόσμο που να μπορεί να αντικαταστήσει την Ερεσό. Είναι οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα βλέμματα, τα αγγίγματα, το φως, είναι η ανθρώπινη επαφή, οι γυναίκες που δημιουργούν ουσιαστικά την Ερεσό. Είναι πολύ ενδιαφέρον πόσο ενθουσιάζονται οι νεότερες γενιές λεσβιών με τη ταινία. Δεν το περίμενα, αλλά είναι σαν να διψούν για κάτι πιο αληθινό, πιο κοντινό από τον κόσμο των app και των ψηφιακών χώρων όπου συναντιούνται. Τις πρόσεχα τώρα με τις προβολές της ταινίας, βγαίνουν με ένα χαμόγελο ανακούφισης, ελευθερίας, λάμπει το πρόσωπό τους.»
Πόσο «χρωματίστηκε» η αφήγησή σας από το πέρασμα των χρόνων, την δική σας ωρίμανση, την αλλαγή στις ορατότητα και τις διεκδικήσεις των λεσβιών;
Πώς θα μπορούσε να μείνει ίδια η αφήγηση όταν όλα αλλάζουν; Αλλαξα πολλές φορές την αφήγησή μου, γιατί όλο και κάτι δεν μου κολλούσε, κάτι δεν ένιωθα πως το λέω σωστά. Η Ερεσός μεταμορφώνεται κάθε χρόνο, ποτέ δεν ξέρω τί με περιμένει το καλοκαίρι. Χρειάστηκε να αναθεωρήσω πολλές φορές, να δω τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία, να εγκαταλείψω νοσταλγίες αλλά και πεποιθήσεις. Να ενστερνιστώ καινούργιες ορολογίες και ταυτότητες που δεν ήξερα και τότε δεν μας αφορούσαν καθόλου. Ήταν ένα ταξίδι ωρίμανσης και για μένα αυτή η ταινία. Θα το ξαναπώ, πως μεγάλωσα μαζί της, άλλαξα μαζί της κι αυτό φαίνεται μέσα στη ταινία.
Το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως ένα συλλογικό ντοκουμέντο αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα προσωπικό ημερολόγιο; Που τέμνεται το συλλογικό με το ιδιωτικό στο έργο σας;
Στη «Λεσβία», το προσωπικό και το συλλογικό συνυπάρχουν, γιατί ήμουν και είμαι μέρος αυτής της ιστορίας, με διπλή ταυτότητα μάλιστα. Η αφήγηση γίνεται μέσα από τη δική μου οπτική, προσπαθώντας όμως να σεβαστώ τις μαρτυρίες των υπολοίπων που μαζί γράψαμε την ιστορία. Αυτά τα 40 χρόνια θα μπορούσαν να αφηγηθούν με 172 διαφορετικούς τρόπους, όσες οι συνεντεύξεις που πήρα. Ο εαυτός μου υπήρξε πάντα παρατηρητής, ίσως γι΄ αυτό και η ανάγκη να κρατάω ημερολόγιο, για να συνειδητοποιώ αυτά που βίωνα, για να καταγράφω με λόγια αυτά που συνέβαιναν τότε. Χρειαζόταν να είμαι ο συνδετικός στη ταινία, όπως υπήρξα και στη πραγματικότητα. Δεν γινότανε να αφηγηθώ την ιστορία σαν να μην εμπλέκομαι εγώ συναισθηματικά.
Οι συνομιλίες με τους κατοίκους της Ερεσσού και της Λέσβου λειτουργούν ταυτόχρονα ως αντίλογος, αλλά και σαν ένα σχόλιο για έννοιες όπως η ανοχή, το διαφορετικό... Πώς τις σκεφτήκατε και ποιους επιλέξατε για να μιλήσουν;
Δεν συνηθίζω να βάζω τους άλλους απέναντί μου στα ντοκιμαντέρ μου. Μιλάμε. Οι ερωτήσεις γεννιούνται από τη κουβέντα μας. Ξεκίνησα από όσους είχαν μαγαζιά τα πρώτα χρόνια. Μετά είχα τη κάμερα μαζί μου όπου πήγαινα, καθόμουνα, έπιανα κουβέντα και έβγαινε η ιστορία. Το να έχω ερωτήσεις έτοιμες, θα ήταν σαν να κατηύθυνα εγώ τη κουβέντα προς κάποια συμπεράσματα. Εγώ ήθελα να τους δώσω χώρο. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να μοιραστούν μαζί μου όλα όσα σκεφτότανε για τις λεσβίες. Ηταν πολύ επώδυνο για μένα μερικές φορές. Σταμάτησα δυο χρόνια τα γυρίσματα, ήθελα να εγκαταλείψω την ιδέα της καταγραφής. Η δυσκολία ήταν μετά στο μοντάζ, γιατί εκτός από το τεράστιο υλικό, έπρεπε να διαλέξω τι θα βάλω και τι θα αφήσω και μερικές φορές παρά το ότι ήθελα πολύ να βάλω κάποιες απαντήσεις, δεν κολλούσαν, η ταινία τις κλωτσούσε. Ακόμα έχω στο αρχείο μου 17 εκδοχές της ταινίας και η κάθε συνέντευξη έχει το δικό της timeline που θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί στο λεσβιακό αρχείο που ετοιμάζουμε.
Πόσες λεσβιακές ταινίες βλέπετε και πού προβάλλονται; Ποιος τις αγοράζει; Εμείς οι γυναίκες μεγαλώνουμε με το μη και το δεν μπορείς. Τα αγόρια μεγαλώνουν με το ότι θα κατακτήσουν το κόσμο. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει ακόμα στην ελληνική επαρχία. Πώς να επιτρέψεις στον εαυτό σου να δηλώσει ότι δεν είναι η γυναίκα που οι γονείς σου θα ήθελαν για κόρη; Συνήθως μας μαθαίνουν να υπακούμε κι όχι να διεκδικούμε. Για αιώνες οι γυναίκες δεν είχαν καν δικαίωμα να έχουν δική τους περιουσία, εξαίρεση η Λέσβος που κληρονομούσε τα πάντα η πρωτότοκη!»
Η ταινία διασώζει μια προφορική ιστορία που αν δεν καταγραφόταν ίσως και να χανόταν στο πέρασμα του χρόνου. Ελλειμα αρχείων στην Ελλάδα - ένα γενικότερο θέμα. Πώς το έχετε συναντήσει στη διάρκεια του έργου σας; Τελικά ο καλλιτέχνης οφείλει να δημιουργεί μνήμη, αρχεία, Ιστορία;
Ο καλλιτέχνης οφείλει μόνο να ακολουθεί την καρδιά του. Αν το έργο δεν σε αγγίζει, δεν έχει να κάνει με μια προσωπική σου ιστορία, ένα τραύμα ίσως θα έλεγα, τότε πώς να συνδεθείς και να δημιουργήσεις; Έφτιαξα αυτή την ταινία γιατί είναι η ιστορία της ζωής μου, το τραύμα μου. Άντεξα να το ολοκληρώσω και μέσα από αυτή τη διαδικασία θεραπεύτηκα.
Τα αρχεία δημιουργούνται από άλλους ανθρώπους, εξειδικευμένους γι’ αυτή τη δουλειά. Χρειάζεται να ξέρεις πώς θα το στήσεις, πώς θα το συντηρήσεις, πώς θα το κάνεις προσβάσιμο στο κοινό.
Στην Ελλάδα έχουμε ελάχιστα αρχεία για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τα οποία είναι σε διάφορους χώρους, συγκεντρωμένα από διαφορετικά άτομα, τίποτα πραγματικά οργανωμένο. Χρειάζεται να τα μαζέψουμε όλα μαζί, να εκπαιδευτεί κόσμος που θα μπορεί να τα διαχειρίζεται. Να βρεθεί χώρος για να τα στεγάσει. Εκτός από τη τεχνογνωσία που δεν υπάρχει αρκετά στην Ελλάδα, χρειαζόμαστε και χρηματοδότηση. Είναι σημαντικό να καταγράφετε η πραγματικότητα που έγινε ιστορία, να μην ξεχνάμε και θεωρούμε ότι τα δικαιώματα μας ήρθαν ουρανοκατέβατα. Η ιστορία να ειπωθεί με τις δικές μας φωνές, όχι με αυτά που οι άλλοι λένε για μας.
Η αντίθεση ανάμεσα στο στατικό και το κινούμενο. Πόσο φυσικά κινηθήκατε ανάμεσα στα δύο στιλ; Ονοματίστε κάποιες από τις διαφορές και ομοιότητες που εσείς εντοπίζετε στη δυναμική τους και τη διαχείρισή τους.
Η στατική εικόνα είναι κάτι που γνωρίζω καλά, μια που για χρόνια ασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Στην ταινία, στατικές είναι οι εικόνες του αρχειακού υλικού. Η σημερινή Ερεσός παρουσιάζεται μέσα από κινούμενη εικόνα συνήθως. Οσα γνωρίζω για την εικόνα και τον ρυθμό, δεν τα σπούδασα, παρά το γεγονός ότι όντως πήρα πτυχίο Διεύθυνσης φωτογραφίας και μοντάζ. Το να ακολουθώ κανόνες, σενάριο και στυλ, δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. Έμαθα να «βλέπω» μέσα από τη συναναστροφή μου με ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτέχνες της γενιάς μου. Μέσα από τον έρωτα της ζωής μου, έμαθα πως η εικόνα έχει ρυθμό όπως η μουσική, πως η φόρμα δεν είναι προϋπόθεση, έμαθα να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Ετσι έγινε η «Λεσβία», κράτησα ό,τι μου πήγαινε καλά οπτικά. Ευτυχώς βέβαια είχα την Iva Radivojevic και τον Παναγιώτη Γάκη, τους μοντέρ της ταινίας να με επαναφέρουν κάθε φορά που το παρατραβούσα ή όταν έφτανα σε αδιέξοδο!
Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάνει αφιέρωμα Citizen Queer, η «Λεσβία» είναι έτοιμη και προβάλλεται στις αίθουσες, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών έγινε νόμος του κράτους - την ίδια ώρα που η ακροδεξιά ανεβαίνει πανευρωπαϊκά, τα περιστατικά βίας κατά των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ+ συνεχίζονται και η ελληνική κοινωνία κινείται ένα βήμα μπροστά και δύο βήματα πίσω στην. αναγνώριση του διαφορετικού. Που βρίσκεστε μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό; Πως θα περιγράφατε την Ελλάδα του σήμερα;
Η Ελλάδα ακολουθεί αυτό που συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε δράση ακολουθείται από αντίδραση. Όσο μεγαλύτερο αντίκτυπο έχουν οι δράσεις, τόσο μεγαλώνει η αντίδραση. Γι’ αυτό άρχισαν τα επεισόδια μετά τη ψήφιση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών. Όμως τα πράγματα αλλάζουν από τη βάση τους, από το σχολείο και το σπίτι. Βλέπουμε επεισόδια βίας στα σχολεία που θυμίζουν αμερικάνικες ταινίες. Ζούμε σε μια εποχή παρακμής και τα παιδιά φαίνονται αποπροσανατολισμένα, σαν να μην ξέρουν πού να στηριχθούν και τί να πιστέψουν. Έτσι, αρκετά καταφεύγουν σε ακραίες ιδεολογίες που τους δίνουν την αίσθηση του ανήκειν, του σκοπού. Δεν δικαιολογώ, προσπαθώ να καταλάβω. Χρειαζόμαστε νόμους που μας προστατεύουν ενεργά, όχι νόμους για τους τύπους. Εδώ και κάποια χρόνια νιώθω σαν να ζω σε μια κοινωνία που έχει παραιτηθεί και που για να ξεχάσει την κατάντια της ψάχνει το καινούργιο μπαράκι, τις διακοπές και την πρόσκαιρη διασκέδαση. Σαν να μην μας νοιάζει τίποτα. Συμβαίνει ένα δραματικό γεγονός, επαναστατούμε και μετά γυρνάμε στη ζωή μας σαν να μη συνέβη. Το είδα με το προσφυγικό, με τα Τέμπη, το βλέπω κάθε μέρα με τις γυναικοκτονίες και τους βιασμούς ανηλίκων. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο άκουσα από αρκετά νέα άτομα που γνώρισα κατά τη διάρκεια των προβολών της «Λεσβίας» στο εξωτερικό. Τους λείπει η Ελλάδα αλλά δεν θέλουν να γυρίσουν. Ετσι διαιωνίζεται η κατάσταση γιατί δεν μένουν άνθρωποι να αντιδράσουν.
Τι είναι αυτό που θαυμάζετε στη νέα γενιά λεσβιών; Τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι έχει κληροδοτήσει η παλιότερη γενιά στις νεότερες;
Κάθε γενιά πατάει πάνω στους αγώνες της προηγούμενης, αυτό χρειάζεται να το θυμόμαστε πάντα. Τίποτα δεν μας χαρίστηκε. Εμείς αγωνιζόμασταν για το δικαίωμά μας να υπάρξουμε, τώρα η νέα γενιά αγωνίζεται για το δικαίωμά της στον αυτοπροσδιορισμό. Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό αν δεν είχαν υπάρξει οι δικές μας διεκδικήσεις, όπως κι εμείς δεν θα είχαμε καταφέρει όσα καταφέραμε χωρίς τους αγώνες των προηγούμενων γενιών.
Μου αρέσει να βλέπω τα νεαρά κορίτσια να μην φοβούνται να περπατήσουν στο δρόμο χέρι-χέρι, να μην τις νοιάζει τί θα πουν για το ντύσιμό τους, να διεκδικούν την ορατότητά τους. Μου αρέσουν «τα μικρά λεσβιάκια» όπως τις λέω, γιατί έχουν τη φρεσκάδα και το κουράγιο να ζούνε τη ζωή που θέλουν, να μην μένουν κρυμμένες.
Παραμένει δυσκολότερη η ορατότητα για τις λεσβίες σε σχέση με τους γκέι άντρες; Και πως ακριβώς αλλάζει η έννοια της λεσβίας σε ένα κόσμο που μιλάμε πλέον με όρους non-binary, ελεύθερου προσδιορισμού και κατάργησης των γνωστών σεξουαλικών ταυτοτήτων;
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο και είναι εμφανέστατο και στην κινηματογραφική παραγωγή. Πόσες λεσβιακές ταινίες βλέπετε και πού προβάλλονται; Ποιος τις αγοράζει; Εμείς οι γυναίκες μεγαλώνουμε με το μη και το δεν μπορείς. Τα αγόρια μεγαλώνουν με το ότι θα κατακτήσουν το κόσμο. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει ακόμα στην ελληνική επαρχία. Πώς να επιτρέψεις στον εαυτό σου να δηλώσει ότι δεν είναι η γυναίκα που οι γονείς σου θα ήθελαν για κόρη; Συνήθως μας μαθαίνουν να υπακούμε κι όχι να διεκδικούμε. Για αιώνες οι γυναίκες δεν είχαν καν δικαίωμα να έχουν δική τους περιουσία, εξαίρεση η Λέσβος που κληρονομούσε τα πάντα η πρωτότοκη! Χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, πόσο εύκολο είναι να υπάρξεις σε έναν κόσμο που στηρίζεται στα χρήματα; Επίσης δεν έχουμε μάθει να συνεργαζόμαστε. Εδώ ήταν που ο φεμινισμός άρχισε να αλλάζει τα πράγματα και να μας μαθαίνει να είμαστε ομάδες με κοινό σκοπό, αλλά σύντομα κάποιες/οι πίστεψαν πως δεν τον χρειαζόμαστε. Εάν θέλετε, αυτό ήταν που έκανε και την Ερεσό τόσο δυνατή.
Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί αυτός ο καινούργιος κόσμος. Κάθε γενιά πιστεύει πως ανακάλυψε τον τροχό. Εμείς διεκδικήσαμε να χρησιμοποιούν τον θηλυκό προσδιορισμό ακόμα κι όταν μοιάζαμε με «αντρογυναίκες». Ηταν σημαντικό να είμαστε γυναίκες. Διαφορετικές από αυτό που ήθελαν, αλλά γυναίκες. Βέβαια, κάθε άτομο που έχει ανάγκη να προσδιοριστεί αλλιώς, πρέπει να το διεκδικήσει. Για μένα ο προσδιορισμός λεσβία έχει μια σημασία, συνδέεται με το παρελθόν μου, με τη προσπάθειά μου να είμαι λεσβία χωρίς να με κατακρίνουν. Γιατί εμείς είμασταν οι «βρωμολεσβίες», εμπεριείχε απόρριψη ο προσδιορισμός, υποτίμηση, ήταν βρισιά που παλέψαμε για να διώξουμε από τη ψυχή μας. Γι’ αυτό και επέμεινα η ταινία να ονομαστεί λεσβία κι όχι οτιδήποτε άλλο. Γιατί αυτό είμασταν. Οι καιροί όμως αλλάζουν, οι ανάγκες αλλάζουν και χρειάζεται να στηρίζουμε κάθε είδους διαφορετικότητα στην έμφυλη ταυτότητα.
Μα το να είσαι ανοιχτά λεσβία είναι πράξη πολιτική, δίνεις το παρόν, υπερασπίζεσαι αυτό που είσαι. Αν τώρα δεν έχουν το σθένος να το κάνουν, λυπάμαι για εκείνες περισσότερο, που χάνουν την ευκαιρία να ελευθερωθούν κι έτσι να βοηθήσουν και τη κοινότητα. Είναι τόσο φοβισμένες και εξαρτημένες από τη λεγόμενη καριέρα τους, από το τί θα πει ο κόσμος, που δεν αξίζει καν να αναφέρομαι σε αυτές. Μόνο λύπη νιώθω.»
Η Ελλάδα έχει πολλές διάσημες λεσβίες που όμως δεν μιλούν ποτέ δημόσια γι' αυτό. Ποια είναι η απόψή σας - θα όφειλαν να είναι ανοιχτά λεσβίες; Είναι αυτό μια «υποχρέωση» όσων γυναικών μπορούν να επηρεάσουν προς το καλύτερο την κοινωνία με το coming out τους;
Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε καμία γυναίκα να αποκαλυφθεί εφόσον δεν το θέλει. Εμένα βέβαια αυτό με ενοχλεί. Όταν μεγάλωνα η μόνη εικόνα λεσβίας που είχα ήταν μια μοναχική γυναίκα που λέγανε πως είναι μαγκούφα και θα πεθάνει μόνη. Χρειαζόμαστε πρότυπα, χρειάζεται να δούνε όχι μόνο τα νέα παιδιά αλλά και όλος ο κόσμος, πως μπορείς μια χαρά να έχεις λαμπρή καριέρα, να είσαι ίνδαλμα και να είσαι λεσβία. Μέχρι τώρα αυτά τα δύο δεν φαίνεται να μπορούν να συνυπάρξουν. Ήδη το γεγονός ότι κρύβεσαι, δείχνει ότι νοιώθεις ενοχή, σαν να είναι κάτι κακό που αν το μάθει ο κόσμος δεν θα σε αγαπάει πιά, δεν θα πουλάς. Μα αν είναι να πουλάς ένα ψέμα, πώς αντέχεις να ζεις με τον εαυτό σου; Με ποια εικόνα σου ερωτεύεσαι και με ποια βγαίνεις στη σκηνή, ας πούμε. Και πώς να αλλάξει η κοινωνία όταν όσες έχουν και την οικονομική ανεξαρτησία και τη δυνατότητα, αρκούνται να είναι λεσβίες μέσα στο στενό φιλικό τους περιβάλλον; Από ποιόν περιμένουμε να έχει το θάρρος να βγει και να διεκδικήσει το δικαίωμα να έχει τη ζωή που θέλει; Από το κοριτσάκι που ζει με τον βασικό μισθό;
Ειδικότερα, πώς θα σχολιάζατε διάσημες λεσβίες που ασχολούνται με την πολιτική ή βρίσκονται σε υψηλόβαθμες θέσεις και εκτός από το γεγονός ότι δεν μιλούν δημόσια γι' αυτό στέκονται και πολέμιες των δικαιωμάτων της κοινότητας;
Είτε σχολιάσω είτε όχι, τίποτα δεν θα αλλάξει. Είναι τόσο κρίμα όμως γιατί σε αυτές τις συμπεριφορές βλέπεις πόσο πολύ έχουμε καταπιεστεί για τόσα χρόνια οι λεσβίες, που ακόμα κι αν δεν κινδυνεύουμε, δεν τολμάμε να το πούμε ανοιχτά. Η συνηθισμένη ατάκα είναι «δεν ενδιαφέρει κανέναν η προσωπική μου ζωή». Μα το να είσαι ανοιχτά λεσβία είναι πράξη πολιτική, δίνεις το παρόν, υπερασπίζεσαι αυτό που είσαι. Αν τώρα δεν έχουν το σθένος να το κάνουν, λυπάμαι για εκείνες περισσότερο, που χάνουν την ευκαιρία να ελευθερωθούν κι έτσι να βοηθήσουν και τη κοινότητα. Είναι τόσο φοβισμένες και εξαρτημένες από τη λεγόμενη καριέρα τους, από το τί θα πει ο κόσμος, που δεν αξίζει καν να αναφέρομαι σε αυτές. Μόνο λύπη νιώθω.
Τι θα μπορούσε να είναι σήμερα μια αντίστοιχη «Ερεσός» για την εποχή μας; Ενα μέρος, μια πλατφόρμα, ένα application σε smartphone;
Δεν υπάρχει κάτι στον ψηφιακό κόσμο που να μπορεί να αντικαταστήσει την Ερεσό. Είναι οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα βλέμματα, τα αγγίγματα, το φως, είναι η ανθρώπινη επαφή, οι γυναίκες που δημιουργούν ουσιαστικά την Ερεσό. Αυτό κανένα app δεν μπορεί να τα αντικαταστήσει και το αντιλαμβάνονται αμέσως οι γυναίκες όταν έρχονται. Είναι πολύ ενδιαφέρον πόσο ενθουσιάζονται οι νεότερες γενιές λεσβιών με τη ταινία. Δεν το περίμενα, αλλά είναι σαν να διψούν για κάτι πιο αληθινό, πιο κοντινό από τον κόσμο των app και των ψηφιακών χώρων όπου συναντιούνται. Τις πρόσεχα τώρα με τις προβολές της ταινίας, βγαίνουν με ένα χαμόγελο ανακούφισης, ελευθερίας, λάμπει το πρόσωπό τους.
Η αλληλεγγύη είναι μια λέξη που επιστρέφει συχνά σαν αίσθηση στο ντοκιμαντέρ. Είναι μια λύση για τα περισσότερα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου;
Δεν ξέρω εάν υπάρχει λύση για τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Χρειάζεται αυτογνωσία, ενσυναίσθηση, συνειδητοποίηση, διάθεση να ξεβολευτείς, να κοιτάξεις και κάτι άλλο πέρα από τον εαυτούλη σου. Στην Ερεσό φροντίζουμε η μία την άλλη, όσο μπορούμε. Οσες γυναίκες έρχονται μόνες τους, θα βρούνε παρέα για να κάνουν πράγματα μαζί, για να μην τρώνε μόνες στο εστιατόριο, εκτός κι αν το επιλέξουν. Φυσικά και ισχύουν οι δυναμικές που συναντάμε μέσα στη κοινωνία, δεν είναι όλα ρόδινα, αλλά μπορώ να πως ότι στην Ερεσό, θα νιώσεις σίγουρα ευπρόσδεκτη μέσα στη γυναικεία κοινότητα. Τον χειμώνα οι δεσμοί αυτοί είναι ακόμα πιο δυνατοί, γιατί τότε η φύση κυριαρχεί. Οι δύο κοινότητες, ντόπιοι και λεσβίες έρχονται ακόμα πιο κοντά. Τέλειος κόσμος δεν υπάρχει, αλλά την αλληλεγγύη την είδα πολλές φορές στην Ερεσό να δίνει τη λύση σε δύσκολες και περίπλοκες καταστάσεις.
Λέσβια ή Λεσβία; Αν ξεχώριζα αυτά τα δύο, δεν θα είχα παρουσιάσει τις απόψεις και των δύο πλευρών στη ταινία. Δεν χωρίζονται αυτά. Είμαι η Τζέλη που εμπνέεται από το φως της Λέσβου, της πατρίδας της, που αγαπά τους παλιούς ανθρώπους της και που αισθάνεται ασφαλής και ευτυχής ανάμεσα στις λεσβίες.»
Τι σας λείπει περισσότερο από τα χρόνια της «ενηλικίωσής» σας στην Ερεσό; Επιστρέφετε ποτέ στην Ερεσό σήμερα;
Μένω στην Ερεσό τουλάχιστον έξι μήνες το χρόνο. Είναι η πατρίδα μου, το χωριό που διάλεξα για σπίτι μου.
Μου λείπει η ανεμελιά, η ελαφρότητα που είχαμε, τα παιχνίδια, η παραλία που ήταν μόνο δική μας, η Ερεσός που δεν είχε παραδοθεί στον τουρισμό, τα βράδια με τη φωτιά χωρίς το ψυχρό αντιφέγγισμα από εκατοντάδες λαμπτήρες led που καταστρέφουν τη νύχτα και δεν βλέπεις τα αστέρια. Μου λείπει αυτή η αίσθηση συντροφικότητας που είχαμε, νοιώθαμε πως μπορούσαμε να καταφέρουμε τα πάντα γιατί είμασταν μαζί, γιατί διεκδικούσαμε την ελευθερία μας. Αλλά ο κόσμος αλλάζει, ο τόπος αλλάζει, τώρα παλεύουμε για να κρατήσουμε τη παραλία ελεύθερη από αυτούς που θέλουν να χτίσουν πάνω στην άμμο, να σταματήσουμε τη πλεονεξία των ντόπιων που ξεπουλάνε τους αρχαιολογικούς χώρους της Ερεσού για ξενοδοχεία. Αλλαξαν οι αγώνες μας αλλά είμαστε εκεί παρούσες για να υπερασπιστούμε τον τόπο μας.
Τι θα θέλατε να συζητήσει μαζί σας ο θεατής του ντοκιμαντέρ; Ποια προσωπική ερώτηση δεν θα απαντούσατε ποτέ που να σχετίζεται με την εμπειρία σας στην Ερεσό; Δεν θα ήθελα να αναγκαστώ να παρουσιάσω τις άσχημες στιγμές που βίωσα σε προσωπικό επίπεδο εκεί, από κάποιους από τους κατοίκους. Το να δημιουργούμε πόλωση, μπορεί προσωρινά να μας φέρνει στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, αλλά δεν βοηθάει στο να βρούμε τρόπο να συνυπάρξουμε. Ο θυμός είναι ένα φίδι που δαγκώνει πρώτα εμάς. Θα ήθελα κάποια στιγμή να μιλήσω για το πώς έγινε αυτή η ταινία από κινηματογραφική άποψη. Δεν ήταν καθόλου απλό να κρατηθούν οι ισορροπίες, να ειπωθούν τα ανείπωτα, να δημιουργηθεί ο ρυθμός και να συνυπάρξει η ποίηση του τοπίου με το αρχειακό υλικό.
Θεωρείτε τον εαυτό σας Λέσβια ή Λεσβία;
Αν ξεχώριζα αυτά τα δύο, δεν θα είχα παρουσιάσει τις απόψεις και των δύο πλευρών στη ταινία. Δεν χωρίζονται αυτά. Είμαι η Τζέλη που εμπνέεται από το φως της Λέσβου, της πατρίδας της, που αγαπά τους παλιούς ανθρώπους της και που αισθάνεται ασφαλής και ευτυχής ανάμεσα στις λεσβίες.
Η «Λεσβία» της Τζέλης Χατζηδημητρίου ξεκινάει τις προβολές της στις 4 Απριλίου στον κινηματογράφο Τριανόν από το CineDoc, κάθε μέρα στις 19.00 / 20.30 / 22.00. Την Πέμπτη 4 Απριλίου στις 20.30 μετά την προβολή θα πραγματοποιηθεί Q&A με την Τζέλη Χατζηδημητρίου και την Εύα Στεφανή, ενώ θα ακολουθήσει wine party με dj set από τη Μαριλένα Ορφανού (Dj Loo) και κέρασμα στο φουαγιέ του κινηματογράφου Τριανόν. Τη Δευτέρα 8 Απριλίου θα ακολουθήσει μετά την προβολή των 20.30 Q&A με την Τζέλη Χατζηδημητρίου, σκηνοθέτη της ταινίας και εκπροσώπους της λεσβιακής κοινότητας. Η ταινία έχει προγραμματιστεί να προβληθεί στο Ρέθυμνο, στον Χώρο Πολιτισμού «Σημείο» το Σάββατο 20 Απριλίου στις 20.30.