Ο Θεόδωρος Σούμας είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Αρχισε τις κινηματογραφικές σπουδές του στο «Ινστιτούτο Τεχνών της Επικοινωνίας» των Βρυξελλών (IAD). Τις συνέχισε με πτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές κινηματογράφου στο 8ο Πανεπιστήμιο Παρισιού, και σαν ελεύθερος ακροατής στο 3ο Πανεπιστήμιο. Πήρε πτυχίο φιλοσοφίας από το 8ο Πανεπιστήμιο. Παρακολούθησε επί διετία μαθήματα του τμήματος της Ψυχανάλυσης. Έχει δημοσιεύσει κριτικές και μελέτες του για το σινεμά σε πολλά κινηματογραφικά περιοδικά, στο Τέταρτο, στην Αυγή, σε εκδόσεις του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ.α. Έχει σκηνοθετήσει και γράψει τα σενάρια δυο ταινιών μικρού μήκους και του δεύτερου μέρους της ταινίας μεγάλου μήκους «Περί Ερωτος» (μαζί με τη Μαρία Γαβαλά). Έχει δημοσιεύσει βιβλία για το σινεμά και μυθιστορήματα.
Αυτό είναι το επίσημο συνοπτικό βιογραφικό του Θόδωρου Σούμα. Παρακάτω, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Κινηματογραφικοί Δημιουργοί» από τις εκδόσεις Αιγόκερως, ακολουθεί μια αναλυτική συζήτηση μαζί του για το σινεμά των δημιουργών, το σινεμά σήμερα και τότε, την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα, την εκπαίδευση των θεατών και τη σημασία της κριτικής στα χρόνια των κοινωνικών δικτύων.
Τι σημαίνει εν έτει 2021 «γράφω ένα βιβλίο για τον κινηματογράφο»;
Η επιλογή του να κάτσεις να γράψεις ένα βιβλίο με μια σειρά κειμένων για τον κινηματογράφο που αγαπάς, προϋποθέτει το κίνητρο να ασχοληθείς με τα κινηματογραφικά ρεύματα και κυρίως τους σκηνοθέτες που σε ενδιαφέρουν, καθώς και ορισμένες αγαπημένες ταινίες τους. Πρόκειται για μια επιθυμία να ασχοληθείς με σκηνοθέτες και φιλμ που αγαπάς και θέλεις να προβάλλεις, να παρουσιάσεις και στους άλλους σινεφίλ, και ιδιαίτερα για την επιθυμία και την ανάγκη να εκφραστείς μέσα από την κριτική και ανάλυση αυτών των ταινιών. Όταν επιλέγεις να γράψεις για ορισμένα φιλμ μιλάς, εκφράζεσαι δια μέσου αυτών. Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω, ίσως ακόμη περισσότερο από άλλους γιατί στην αρχή της καριέρας μου ήμουν και σκηνοθέτης και κριτικός και είχα σκηνοθετήσει τρία σαραντάλεπτα φιλμ, το δεύτερο αποτελούσε το μισό της μεγάλου μήκους «Περί έρωτος».
Για παράδειγμα όταν έγραψα σε αυτό ή σε ένα άλλο βιβλίο μου – έχω γράψει εφτά βιβλία για το σινεμά – για τον Λουίς Μπουνιουέλ, τον κλασικό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ, τον Χάνεκε, τον Ζακ Ριβέτ, τον Ραούλ Ρουίζ, τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, τον Φρανσουά Τρυφό και τον αγαπημένο μου Ερίκ Ρομέρ, τον Νάνι Μορέτι, τον Μάρκο Μπελόκιο, τον Κριστόφ Ζανούσι, το φιλμ «Ένας Σοβαρός Ανθρωπος» και άλλες ταινίες των αδελφών Κοέν, τον Γούντι Άλεν, τον Λινκλέιτερ, τον Χίτσκοκ – για τον οποίο έχω γράψει πλήθος σελίδων, ουσιαστικά ένα ολόκληρο βιβλίο διάσπαρτο σε άλλα –, τον ευδαιμονιστή σκηνοθέτη Ερνστ Λιούμπιτς, τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, τον Κλιντ Ίστγουντ, τον Ντέιβιντ Λιντς, τον Σπάικ Λι, ορισμένα φιλμ του Ταραντίνο και του Φίντσερ, ή του Κινέζου Ζία Ζανγκέ, για να μην αναφέρω Έλληνες σκηνοθέτες, από τον Δαμιανό, τον Παπατάκη, τον Παναγιωτόπουλο έως τους Λάνθιμο, Οικονομίδη, Γραμματικό, κ.α., εκφράζω τις δικές μου αντιλήψεις για το σινεμά, την τέχνη και τις κοσμοθεωρήσεις αυτών των σκηνοθετών αλλά και τη δική μου (έχω σπουδάσει εκτός από σινεμά και φιλοσοφία, μα ανεπαρκώς και πολύ χαλαρά).
Να συμπληρώσω εδώ πως βλέπω, πως αντιμετωπίζω την έκδοση ενός τυπωμένου στο χαρτί βιβλίου ως παράλληλη διαδικασία με την ιντερνετική, ψηφιακή δημοσίευση κινηματογραφικών κειμένων σε διάφορα sites, blogs και social media, που τη θεωρώ εξίσου σημαντική στην εποχή μας, γι' αυτό και έχω δημοσιεύσει πάρα πολλά άρθρα μου για το σινεμά – μα και άλλα θέματα, βιβλιοκριτικές, κοινωνικοπολιτικά άρθρα – στο διαδίκτυο, εδώ και πολλά χρόνια...
Γιατί επιλέξατε ως θεματική σας αυτή τη φορά τους κινηματογραφικούς δημιουργούς; Ποια ήταν η αφορμή και ποια η κεντρική ιδέα που ενώνει όλους τους σκηνοθέτες που έχετε συμπεριλάβει στο βιβλίο;
Το βιβλίο μου «Κινηματογραφικοί Δημιουργοί» εστιάζει σε διάφορα κινηματογραφικά στυλ και ρεύματα και τους σκηνοθέτες που τα υπηρετούν· στη φιλμική αισθητική – επρόκειτο να είναι ο υπότιτλος του βιβλίου – αυτών των δημιουργών, των κινηματογραφικών auteurs. Ουσιαστικά, η κεντρική ιδέα κι ο συνδετικός κρίκος είναι τα στυλ, οι σκηνοθέτες και τα φιλμ τους που θεώρησα σημαντικά και σημαίνοντα για εμένα (δυστυχώς από τα επτά βιβλία μου λείπουν κάποιοι άλλοι σημαντικοί όπως οι Μπέργκμαν, Μάικλ Πάουελ και Ε.Πρεσμπέργκερ, ο Σκορσέζε) και μου γεννούν την επιθυμία να καταπιαστώ με αυτά, να τα παρουσιάσω, να τα κρίνω και αναλύσω. Αναφέρω ξανά λοιπόν τον προσωπικό πόθο ενασχόλησης, κριτικής και ανάλυσης αυτών των σκηνοθετών και των φιλμ τους, καθώς και την προσωπική μου έκφραση μέσα από αυτή την κριτική έκθεση των ομάδων ταινιών. Φυσικά προκύπτουν ολοένα και νέοι σκηνοθέτες με τους οποίους επιθυμώ να καταπιαστώ, τον Ρόι και τον Γουές Άντερσον, τις σκηνοθέτιδες Ανιές Βαρντά, Τζέιν Κάμπιον και άλλες, και ορισμένους ακόμη ανεξάρτητους Αμερικανούς σκηνοθέτες, που αποτελούν μεγάλο σχολείο για τους νέους, αυτόνομους σκηνοθέτες που ψάχνουν κι επεξεργάζονται μια ελεύθερη και δροσερή, φρέσκια γλώσσα και θεματική (και κατόπιν τη διοχετεύουν στο πιο mainstream και πιο γραμμικό αφηγηματικό κι εμπορικό αμερικάνικο σινεμά).
Το τι είναι σινεμά δεν καθορίζεται ενδεχομένως μόνο από τον φορέα των οπτικοακουστικών στοιχείων, αναλογικών ή ψηφιακών, μα και από το μέσο απ' το οποίο μεταδίδεται και δίνεται σε εμάς, κινηματογραφική αίθουσα και προβολή, τηλεόραση, home video, υπολογιστή, laptop ή κινητό. Είναι λοιπόν σινεμά το να βλέπεις την “Αποκάλυψη τώρα” ή τον “Μπεν Χουρ” στο κινητό; Είναι συζητήσιμο, γιατί είπαμε πως ακόμη και το μέσο μετάδοσης καθορίζει, πιθανά, το τι είναι αυτό που παρακολουθούμε, ποιο είδος οπτικοακουστικής ενότητας.»
Αλφρεντ Χίτσκοκ
Πώς θα χαρακτηρίζατε το σινεμά σήμερα; Τι το ορίζει; Τι το ενώνει με τους μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος;
To σημερινό σινεμά μπορεί να γυριστεί με απλούστερους, αμεσότερους, πιο αυθόρμητους τρόπους, πιο πειραματιζόμενους και πιο ανεξάρτητους - από την κανονική παραγωγή - τρόπους από ό,τι παλιά, με μικρή ψηφιακή κάμερα, ακόμη και με κινητό, να γίνει περισσότερο DIY από ό,τι παλιότερα. Αλλά και να διανεμηθεί με διαφορετικούς τρόπους και μέσα, μέσω ίντερνετ, από τις πλατφόρμες streaming και το youtube, στο PC, στο τάμπλετ, ακόμη και στο κινητό την ώρα που ταξιδεύεις στο μετρό ή το λεωφορείο... Είναι όλες αυτές οι μεταδόσεις φιλμ μεγάλων ή μικρών, πειραματικών ή εικαστικών ή ντοκιμαντέρ ή μουσικών φιλμ ή ταινιών για την τέχνη και μέσω μιας άλλης τέχνης (π.χ. της μουσικής ή της εικαστικής τέχνης ή των εγκαταστάσεων & performance), είναι όλες αυτές οι μεταδόσεις, ξαναρωτώ, σινεμά; Πιστεύω πως το σινεμά είναι κάτι το συνεχές μα με ορισμένες ρήξεις κατά καιρούς: τον εξπρεσιονισμό και τον Φριτς Λανγκ, τον σοβιετικό βουβό κινηματογράφο του μοντάζ, τον ομιλούντα κινηματογράφο, τον μεγάλο, κλασικό χολιγουντιανό κινηματογράφο, τον Όρσον Ουέλς («Πολίτης Κέιν», κ.α.), τον νεορεαλισμό, τον Αντονιόνι, τον Γκοντάρ, τη νουβέλ βαγκ, το βρετανικό free cinema, το πολωνικό σινεμά των Βάιντα, Ζανούσι, Σκολιμόφσκι, Κισλόφσκι κ.α., το “νέο γερμανικό σινεμά” των Βέντερς, Φάσμπιντερ, Χέρζογκ, Σλέντορφ, Κλούγκε, Φον Τρότα, Σρέτερ, Έντγκαρ Ράιτς, κ.α., το «νέο γιαπωνέζικο σινεμά» των Όσιμα, Χάνι, Σουζούκι, Ιμαμούρα, Γιοσίντα, Μαζουμούρα, Τεραγιάμα & Βακαμάτσου, το νέο Χόλιγουντ των Κόπολα, Σκορσέζε, Σπίλμπεργκ, Τσιμίνο, Λούκας, Άλτμαν, Ντε Πάλμα, Κάρπεντερ, κ.α., τον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο, το ανεξάρτητο, κριτικό σινεμά του αναπτυσσόμενου κόσμου, αλλά και τον ψηφιακό κινηματογράφο & το σινεμά DIY, δηλ. το ανεξάρτητο, αυτοσχέδιο ψηφιακό σινεμά, κ.ο.κ.
Το σινεμά αποτελεί ένα συνεχές, που συγκροτείται από την οπτικοακουστική έκθεση/παρουσίαση/περιγραφή ή κι αφήγηση μιας πεπερασμένης, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, ας πούμε από λίγα λεπτά οι μικρού μήκους έως 4-5 ώρες οι μεγάλου μήκους· (η μεγαλύτερη διάρκεια και σε συνέχειες, σε συνεχόμενα επεισόδια, είναι χαρακτηριστικό των τηλεοπτικών σειρών, ενός άλλου είδους, αν και επισημαίνουμε πως υπάρχουν εδώ και καιρό και κινηματογραφικές σειρές). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το τι είναι σινεμά δεν καθορίζεται ενδεχομένως μόνο από τον φορέα των οπτικοακουστικών στοιχείων, αναλογικών ή ψηφιακών, μα και από το μέσο απ' το οποίο μεταδίδεται και δίνεται σε εμάς, κινηματογραφική αίθουσα και προβολή, τηλεόραση, home video, υπολογιστή, laptop ή κινητό. Είναι λοιπόν σινεμά το να βλέπεις την «Αποκάλυψη Τώρα» ή τον «Μπεν Χουρ» στο κινητό; Είναι συζητήσιμο, γιατί είπαμε πως ακόμη και το μέσο μετάδοσης καθορίζει, πιθανά, το τι είναι αυτό που παρακολουθούμε, ποιο είδος οπτικοακουστικής ενότητας.
Το τι συνδέει το σύγχρονο, ψηφιακό και ανεξάρτητο σινεμά με τους μεγάλους δημιουργούς δεν είναι ήδη καθορισμένο. Οι σύγχρονοι σκηνοθέτες που αναζητούν και βρίσκουν νέες αισθητικές, νέες ιδέες και φόρμες, αφού επαναλάβουν και επιβάλλουν τις αισθητικές επιλογές και ανακαλύψεις τους, γίνονται, αφού καταξιωθούν, «κλασικοί» ή «μεγάλοι» δημιουργοί με τη σειρά τους... Αυτό έγινε με τον Ζαν Ρενουάρ, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, τον Ερίκ Ρομέρ, τον Μάικ Λι, τον Κασαβέτη, τον Μίκας, αργότερα με τον Γούντι Άλεν, τον Νάνι Μορέτι και τον Κουέντιν Ταραντίνο, θα γίνει π.χ. με τον Σπάικ Λι, τον Ντέιβιντ Φίντσερ, τον Κρίστοφερ Νόλαν, τον Σαμ Μέντες, και πολλούς άλλους, τους σημερινούς ρηξικέλευθους και αμφισβητίες του ανεξάρτητου σινεμά, είναι μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται στο διηνεκές όχι μόνο με την έβδομη μα και με τις άλλες τέχνες, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική. Άρα αυτό που συνδέει το γόνιμο και δημιουργικό, ανεξάρτητο σινεμά οικονομικής, μικρής παραγωγής με τους μεγάλους δημιουργούς είναι η ίδια επιθυμία και βούληση για νοηματικές και μορφικές αναζητήσεις και αισθητικές ανακαλύψεις, για μελλοντική καθιέρωση και εμπέδωση ενός κινηματογραφικού γλωσσικού ιδιώματος, ύφους, προβληματισμού και στυλ.
Ο Ερίκ Ρομέρ στα γυρίσματα του «Η Πολίν στην Πλαζ»
Από τον Φριτς Λανγκ στον Μπάρι Τζένκινς, ποιες είναι για εσάς οι σημαντικότερες στάσεις του διεθνούς σινεμά;
Ο μεγάλος Φριτς Λανγκ ως εφευρέτης και μεγαλοφυής χρήστης της κινηματογραφικής γλώσσας τόσο του βωβού, όσο και του ομιλούντος και κλασικού, αμερικάνικου, χολλιγουντιανού κινηματογράφου. Ο Όρσον Ουέλς ως απαρχή της μοντέρνας γλώσσας του κινηματογράφου με τον “Πολίτη Κέιν”, τη “Δίκη”, τον “Κύριο Αρκάντιν”, κ.α.. Ο Ζαν Ρενουάρ με τα πρώτα μοντέρνα φιλμ του ευρωπαϊκού σινεμά, τον “Κανόνα του παιχνιδιού” και τη “Μεγάλη χίμαιρα”. Ο Ροσελίνι του νεορεαλισμού και του πρώτου αυθεντικού, μοντέρνου αφηγηματικού φιλμ, το “Ταξίδι στην Ιταλία”. Κατόπιν ο Αντονιόνι που επεξεργάστηκε ακόμη περισσότερο και σε βάθος, το ζήτημα του χρόνου στο σινεμά. O ανατροπέας σουρεαλιστής, μεγάλος Μπουνιουέλ. Ο ρηξικέλευθος ανανεωτής και εικονοκλάστης Γκοντάρ. Η nouvelle vague και ο αγαπημένος μου Ερίκ Ρομέρ ως σκηνοθέτης του λόγου και του συναισθήματος, μαζί του και ο Τρυφό. Ο τεράστιος Χίτσκοκ που δούλεψε λεπτοκεντώντας τη φιλμική γλώσσα, σκηνοθεσία και αφήγηση όσο ελάχιστοι άλλοι στην παγκόσμια ιστορία του κινηματογράφου. Οι κλασικοί μεγάλοι Ιάπωνες Μιζογκούσι, Όζου, Ναρούζε, Κουροσάβα, Κινουγκάσα, Ιτσικάουα, Κινοσίτα, Κομπαγιάσι κι ο νεότερος Όσιμα. Η (μετά τους Μίκας, Σ.Κλαρκ, Κασαβέτη, Κόρμαν, Ράφελσον και Σέιλς) νεότερη γενιά των αντικομφορμιστών, ανανεωτών, χιουμοριστών, ενδεχομένως ανάλαφρων, ανεξάρτητων Αμερικανών σκηνοθετών με διάφορες υπαρξιακές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές κι ανθρωποκεντρικές ανησυχίες. Οι ανά τον κόσμο ανεξάρτητοι, αντισυμβατικοί, κριτικοί, ανατροπείς και αμφισβητίες ντοκιμαντερίστες, ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο ψηφιακός, διαφορετικός, DIY κινηματογράφος μικρής, ανεξάρτητης παραγωγής.
Η Ελλάδα που ακριβώς βρίσκεται στον ευρωπαϊκό και διεθνή χάρτη; Θα ήταν ίδια η μελέτη σας για τους Έλληνες δημιουργούς αν δεν είχε υπάρξει η εκτόξευση του ελληνικού σινεμά την τελευταία δεκαετία; Προς τα που βλέπετε να πηγαίνει το ελληνικό σινεμά σε διεθνή κλίμακα;
Φυσικά η μελέτη μου για το σύγχρονο και νέο ελληνικό σινεμά δεν θα ήταν ίδια, με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνω και την έκταση που πήρε το κείμενο, αν δεν προϋπήρχε η εκτόξευση του νέου ελληνικού σινεμά και του greek weird wave ειδικότερα, το οποίο στήριξα εν τη γενέσει του. (Κατά την προηγούμενη περίοδο, προς το τέλος του λεγόμενου «Νέου ελληνικού κινηματογράφου», είχα υποστηρίξει τη συστηματική δημιουργία μυθοπλαστικών και αφηγηματικών ταινιών που επικεντρώνονταν σε σύγχρονα ζητήματα και θέματα της ελληνικής κοινωνίας και των πόλεων ειδικότερα και που εστίαζαν στην αφηγηματική και μυθοπλαστική επάρκειά τους). Ασχολήθηκα στα γραπτά μου και με τις ταινίες των δημιουργών του λεγόμενου «Νέου ελληνικού κινηματογράφου» που ξεκίνησε μέσα στη δικτατορία του 1967 και συνέχισε στην μεταπολίτευση, με τους Αγγελόπουλο, Δαμιανό, Παναγιωτόπουλο, Παπατάκη, Βούλγαρη, Πανουσόπουλο, Νικολαϊδη, Τσιώλη κ.α. Έγραψα επίσης για το είδος της λαϊκής, εμπορικής κωμωδίας του λεγόμενου «Παλιού ελληνικού κινηματογράφου» (αγαπώ τις κωμωδίες, που τις θεωρώ δυσκολότατο είδος γιατί απαιτεί πηγαία χιουμοριστική έμπνευση).
Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν στα γυρίσματα του «Ταξιδιού στην Ιταλία»
Ποιοι είναι για εσάς οι 10 μεγαλύτεροι δημιουργοί και γιατί; Και ποιες θα μπορούσε να είναι οι 10 κορυφαίες ταινίες (και γιατί);
Θα αναφέρω απλά είκοσι αγαπημένους μου, σπουδαίους σκηνοθέτες, επιλέγοντας ένα σπουδαίο τους φιλμ, αυτή η κρίση είναι υποκειμενική, βασίζεται στην αγάπη και την εκτίμηση γι' αυτούς τους σκηνοθέτες και η σειρά είναι τυχαία.
Πολίτης Κέιν του Όρσον Ουέλς (ΗΠΑ, 1941)
Ο Κανόνας του Παιχνιδιού του Ζαν Ρενουάρ (Γαλλία, 1939)
Οκτώβρης του Σεργκέι Αϊζενστάιν (ΕΣΣΔ, 1927)
Ο Τρελός Πιερό του Ζαν Λυκ Γκοντάρ (Γαλλία, 1965)
Γαλαξίας του Λουίς Μπουνιουέλ (Ισπανία, 1968)
Μια νύχτα με την Μοντ του Ερίκ Ρομέρ (Γαλλία, 1969)
Μ, ο δράκος του Ντύσελντορφ του Φριτς Λανγκ (Γερμανία, 1932)
Vertigo του Άλφρεντ Χίτσκοκ (ΗΠΑ, 1957)
Η αυτοκρατορία των αισθήσεων του Ναγκίζα Όσιμα (Ιαπωνία, 1976)
Καγκεμούσα του Ακίρα Κουροσάβα (Ιαπωνία, 1980)
Ντόλτσε Βίτα του Φεντερίκο Φελίνι (Ιταλία, 1963)
Οιδίπους Τύραννος του Πιερ Πάολο Παζολίνι (Ιταλία, 1967)
Το Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Εφημέριου του Ρομπέρ Μπρεσόν (Γαλλία, 1951)
Ουγκέτσου Μονογκατάρι του Κένζι Μιζογκούτσι (Ιαπωνία, 1952)
Ο μεγάλος Υπνος του Χάουαρντ Χοκς (ΗΠΑ, 1946)
Αγριοφράουλες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Σουηδία, 1958)
Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας του Φρανσουά Τρυφώ (Γαλλία, 1981)
Ταξίδι στην Ιταλία του Ρομπέρτο Ροσελίνι (Ιταλία, 1953)
Περιπέτεια του Μικελάντζελο Αντονιόνι (Ιταλία, 1960)
The Searchers του Τζον Φορντ (ΗΠΑ, 1956)
Θα μπορούσα να φτιάξω 10 ακόμη παρόμοιες λίστες με αγαπημένους μου σκηνοθέτες, και μάλιστα πιο σύγχρονους όπως τον Μίκαελ Χάνεκε, τον Γούντι Άλεν, τον Αμπάς Κιαροστάμι, τον Κλιντ Ίστγουντ, τον Κουέντιν Ταραντίνο, τον Ντέιβιντ Φίντσερ (π.χ. με το «Zodiac»), τον Ζία Ζανγκέ, κ.α., όλο αυτό είναι ζήτημα εκλεκτικών συγγενειών και αγάπης. Πώς να αφήσω απ' έξω φιλμ του Κριστόφ Κισλόφσκι, του Νίκολας Ρέι, του Λιούμπιτς, του Στέρνμπεργκ, του Βιμ Βέντερς, του Βέρνερ Χέρτσογκ κ.α.; Άρα αυτές οι λίστες έχουν προσωπική βαρύτητα κι αξία, είναι ιδιωτικής χρήσης... Φυσικά οι κινηματογραφικές προτιμήσεις και αγάπες πολλών σινεφίλ συναντώνται, τέμνονται. Γι' αυτό παρέθεσα μια πληρέστερη λίστα είκοσι ταινιών.
Ζαν Ρενουάρ
Τι διακρίνετε ως μέλλον στο σύγχρονο σινεμά; Πόσο έχει επηρεάσει το σινεμά η οικονομική κρίση, η πανδημική κρίση και η αναθεώρηση τα τελευταία χρόνια πολλών από των σταθερών που γνωρίζαμε για την πολιτική, τις κοινωνίες, τις ταυτότητες;
Το σύγχρονο και μελλοντικό σινεμά πιθανά θα διανέμεται ολοένα και περισσότερο από νέα τεχνολογικά μέσα, τα οποία προανέφερα, και αρκετά από αυτά θα έχουν εικόνα κι οθόνη μικρότερη από τη μεγάλη οθόνη των αιθουσών, άρα αυτό θα επηρεάσει την κατασκευή των φιλμ (πλανάρισμα, ντεκουπάζ, κ.τ.λ.). Η παραγωγή τους, επίσης, θα επηρεαστεί από αυτό, θα είναι ενδεχομένως απλούστερη. Θα χρησιμοποιούνται περισσότερο τα ειδικά εφέ μέσω των κομπιούτερς, για τη δημιουργία ντεκόρ των οικιστικών, κατοικημένων και των “φυσικών” χώρων, και άλλων στοιχείων της εικόνας (η υπερβολική, πολύ εκτεταμένη επεξεργασία μέσω κομπιούτερς δεν με θέλγει πολύ). Βεβαίως θα εξακολουθούν να υπάρχουν τα blockbusters και τα πολύ εμπορικά φιλμ – ανεξαρτήτως μέσω ποιου φορέα θα μεταδίδονται, μέσω πλατφορμών streaming, αιθουσών ή άλλων οδών – που ποντάρουν στη μεγάλη επένδυση και στην αποτύπωσή της στην εικόνα και στον ήχο.
Πολλές καλλιτεχνικές και ανεξάρτητες ταινίες θα είναι, ως ψηφιακές, πιο οικονομικές παραγωγές, πιο ευέλικτες και απλές, αυτοσχεδιαστικές, πιο «διαφορετικές», ποικιλόμορφες και πολυπληθείς. Τα «είδη» θα διευρυνθούν, θα ποικίλουν. Φιλμ για τις μουσικές, τις τέχνες, την ψηφιακή και ιντερνετική (web art) τέχνη, την καθημερινότητα, για κομμάτια του κοινωνικού γίγνεσθαι, μικρής ή μεγάλης διάρκειας· φιλμάκια για το ίντερνετ και μόνο μέσω του ίντερνετ, τηλεοπτικά, ντοκιμαντέρ διαφόρων προσανατολισμών κ.τ.λ. Πιθανά όλα αυτά δεν θα λέγονται ή δεν θα είναι σινεμά, θα αποτελούν ψηφιακές παραγωγές οπτικοακουστικών συνόλων με αφήγηση ή χωρίς (ντοκιμαντερίστικου κι «άμεσου» χαρακτήρα, εκθέσεις και παρουσιάσεις). Ο πλουραλισμός και το εύρος των σημερινών ντοκιμαντέρ υποδεικνύουν τη μελλοντική προοπτική του σινεμά και του τηλεοπτικού και ψηφιακού/ιντερνετικού «φιλμ».
Γενικά θα προκύψουν κινηματογραφικές αλλαγές λόγω των κοινωνικών, επιδημιολογικών, πολιτικών, φυλετικών, σεξουαλικών, ταυτοτικών αλλά και οικονομικών και τεχνολογικών μεταβολών. Οι αναθεωρήσεις είναι συνεχείς, είναι βέβαιη και αναπότρεπτη διαδικασία, είτε αφορούν την κοινωνία, είτε τις φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές, ερωτικοσεξουαλικές ταυτότητες (για τις τελευταίες έχω κι εγώ συμβάλλει κάπως με τρία παλαιότερα βιβλία μου για τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα και την απεικόνισή τους στο σινεμά). Είναι όπως η παγκοσμιοποίηση, όσο κι αν ορισμένοι δεν την θέλουν πρόκειται για μια αναπόφευκτη διαδικασία. Άρα το σινεμά και οι άλλες τέχνες οφείλουν να προσαρμόζονται σε αυτές τις αναθεωρήσεις και να συμβάλλουν στην ώθησή τους προς γόνιμες, εποικοδομητικές, δημιουργικές κατευθύνσεις.
Και ένα ανέκδοτο περί σεξουαλικών ταυτοτήτων: Όταν το 1979 είχα σκηνοθετήσει μια μικρού μήκους που την απαγόρευσε - προσωρινά - η λογοκρισία, το «Ταυτότητες και Ρόλοι», ένα ερωτολογικό δοκίμιο για τις ερωτικοσεξουαλικές ταυτότητες και ρόλους, ήταν τόσο ανεπίκαιρη και άγνωστη αυτή η προβληματική που οι περισσότεροι που διάβασαν τον τίτλο της μικρού μήκους φιξιόν ταινίας μου, τον αναπαρήγαγαν, τότε, ως «Ταυτότητες και Ρολόι» έχοντας κατά νου τις μεταλλικές ταυτότητες και τα ρολόγια που έφεραν οι άνθρωποι στα μπράτσα τους εκείνη την εποχή! Η λογοκρισία μου απαγόρευσε την ταινία γιατί είχε «τολμηρές σεξουαλικές σκηνές» (!?) αλλά με τα πολλά κατάφερα να αναιρέσω την απόφαση...
Θα ήμουν ικανοποιημένος εάν οι Έλληνες πολίτες βλέπουν ενδιαφέροντα, καλά και ποιοτικά φιλμ ποικίλων ειδών, αν όχι στους κινηματογράφους, έστω στο ίντερνετ ή στην τηλεόραση, μα είναι σχετικά αμφίβολο. Όλα είναι θέμα παιδείας, η οποία νοσεί αρκετά. Ακόμη και το να ψυχαγωγείσαι καλά, απαιτεί εξυπνάδα.»
Στη διαμάχη αίθουσα vs. πλατφόρμες - αν αυτή θεωρείτε ότι υπάρχει - που στέκεστε; Το διεθνές σινεμά πως διαμορφώνεται σε αυτήν τη νέα εποχή;
Από όσα έχω πει παραπάνω συνεπάγεται πως δεν διαχωρίζω έντονα το οπτικοακουστικό έργο και σύνολο ανάλογα με το ποιος είναι ο τεχνικός φορέας που μεταδίδει αυτό το έργο ή άλλο τεχνολογικό χαρακτηριστικό. Βέβαια το μέσο προσδιορίζει το μήνυμα και το έργο. Όμως οι απόλυτοι διαχωρισμοί θολώνουν την πραγματικότητα και αμβλύνουν την εμβέλεια των παραγόμενων οπτικοακουστικών έργων. Το φιλμ, το έργο που διοχετεύεται μέσω της αίθουσας, των πλατφορμών streaming, της τηλεόρασης και των άλλων ιντερνετικών διόδων, εξακολουθεί να είναι ένα οπτικοακουστικό σύνολο, αφηγηματικό και μυθοπλαστικό ή όχι, ενδιαφέρον, αξιόλογο ή προβληματικό, μέτριο ή άσχημο.
Η πορεία των καλλιτεχνικών (ας τις ονομάσουμε έτσι για λόγους ευκολίας) ταινιών στις ελληνικές αίθουσες δυσκολεύει χρόνο με το χρόνο. Το ίδιο - και ακόμη πιο δύσκολο, μοιάζει να γίνεται το μέλλον για τις ελληνικές ταινίες στις αίθουσες; Τι νομίζετε ότι φταίει που ο Έλληνας θεατής δεν βλέπει καλλιτεχνικό σινεμά και γενικά έχει απομακρυνθεί από το σινεμά;
Βασικά ΟΛΑ είναι θέμα παιδείας, εδώ κινηματογραφικής, οπτικοακουστικής παιδείας, μα και γενικότερης παιδείας, κουλτούρας και πολιτισμού. Η παιδεία μας υστερεί. Οι παράγοντες είναι πολλοί σχετικά με το γιατί οι Έλληνες δεν βλέπουν συχνά καλλιτεχνικά, ποιοτικά ή κι ελληνικά φιλμ στα σινεμά: από εκπολιτιστικούς έως οικονομικούς παράγοντες, από τις συνήθειες και το βόλεμα έως την οκνηρότητα, από την έξι να ξοδεύουν κυρίως στην εστίαση και να βγαίνουν για να δουν έξω φίλους, από την εξάπλωση του κορονοϊού έως τον πανεποπτικό και παντοδύναμο ρόλο του ίντερνετ που μας πηγαίνει παντού κι εξαπλώνεται παντού, ταχύτατα. Από την εύλογη αναζήτηση διασκέδασης και όχι απαιτητικής για το μυαλό κουλτούρας, για την έλλειψη θελκτικότητας των αντιεμπορικών ελληνικών ταινιών, κ.ο.κ. Θα ήμουν ικανοποιημένος εάν οι Έλληνες πολίτες βλέπουν ενδιαφέροντα, καλά και ποιοτικά φιλμ ποικίλων ειδών, αν όχι στους κινηματογράφους, έστω στο ίντερνετ ή στην τηλεόραση, μα είναι σχετικά αμφίβολο. Όλα είναι θέμα παιδείας, η οποία νοσεί αρκετά. Ακόμη και το να ψυχαγωγείσαι καλά, απαιτεί εξυπνάδα.
Πιστεύετε ότι οι θεατές εκπαιδεύονται; Τι ρόλο μπορεί να παίξει σε αυτό το σχολείο, η θεωρητική του κινηματογράφου, ένα βιβλίο σαν αυτό που γράψατε τώρα;
Και βέβαια εκπαιδεύονται οι θεατές, όλοι εκπαιδεύονται, με κάποιος τρόπους – άλλοτε συζητήσιμους -, παντού, σε κάθε τομέα. Εδώ πρωταρχικό ρόλο θα έπρεπε να παίξει η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και οι καλές σχολές κινηματογράφου και τηλεόρασης για τη διαμόρφωση καλών σκηνοθετών, σεναριογράφων και τεχνικών, που είναι αυτοί που φτιάχνουν τα φιλμ μας, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στις μεγάλες πόλεις, όχι σε κωμόπολη της Εύβοιας ή στη Φλώρινα (ιδρύονται πιθανά για ψηφοθηρικούς λόγους).
Τώρα τι ρόλο μπορούν να παίξουν τα θεωρητικά βιβλία των Ελλήνων συγγραφέων για το σινεμά, τρέχα γύρευε, μόνο για τους φοιτητές των σχολών και των πανεπιστημιακών τμημάτων μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο, αν τύχει να τα διαβάσουν... Εμένα, πάντως, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή μου ως κριτικού ορισμένα στρουχτουραλιστικά, σημειολογικά και ψυχαναλυτικά κείμενα του Γάλλου θεωρητικού Ρεϊμόν Μπελούρ για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, στον οποίο Μπελούρ αφιέρωσα δυο βιβλία μου συμπεριλαμβανόμενου του τελευταίου, καθώς και του θεωρητικού Νοέλ Μπερτς. Αλλά αυτές οι επιδράσεις αποτελούν την εξαίρεση και αφορούν κινηματογραφιστές, ανθρώπους που ασχολούνται συστηματικά με το σινεμά.
Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν στα γυρίσμα του «Αγριοφράουλες»
Ποια είναι η γνώμη σας για την κριτική κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα; Και ειδικά στην ψηφιακή εποχή; Θεωρείτε πως η γνώμη του οποιουδήποτε στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή κριτικής κινηματογράφου;
Έχω γράψει αρκετά άρθρα για την κινηματογραφική κριτική. Yπάρχει ένα άρθρο μου γι' αυτή στο βιβλίο «Κινηματογραφικοί Δημιουργοί». Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου μια δεκαριά ή ντουζίνα καλοί κριτικοί. Υπάρχουν κι αρκετοί που στην ουσία είναι δημοσιογράφοι, οι οποίοι γράφουν για το σινεμά, καλύπτουν ορισμένες ταινίες και αυτό περνιέται ενίοτε για κριτική. Το ονομάζω «δημοσιογραφική κριτική». Μέσω του διαδικτύου αυξάνονται οι δημοσιογραφούντες κριτικοί ή δημοσιογράφοι-κριτικοί, βρίσκουμε όμως ευκολότερα περισσότερες καλές κριτικές, ελληνικές και ξένες. Εντάξει, στα κοινωνικά δίκτυα βρίσκεις το οτιδήποτε, το οποιοδήποτε σχόλιο οποιασδήποτε, τυχάρπαστης ποιότητας, μα και την ανάρτηση καλών κριτικών. Είπαμε πιο πριν πως το ίντερνετ είναι ένα χωνευτήρι πραγμάτων αρνητικών και θετικών, αξιοπρόσεχτων και αλλοπρόσαλλων. Η κριτική κινηματογραφική ταλαιπωρείται, μα τι να πούμε για τις τεράστιες κι επιβλαβείς για τη χώρα βλακείες που γράφονται εναντίον των εμβολιασμών ή υπέρ της χοντροκέφαλης, αναχρονιστικής, δογματικής, φανατισμένης και τοξικής πολιτικής;
Μπορεί μελλοντικά, στο ίντερνετ, η κριτική και η παρουσίαση σκέψεων για τις ταινίες να αρχίσει να αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από ένα υβριδικό μείγμα γραπτών φράσεων και εικόνων που θα εκθέτουν/παρουσιάζουν μέρη των ταινιών, θα δίνουν την ανάλυσή τους μέσω της ανάλυσης των εικόνων και του μοντάζ των ταινιών, θα προσφέρουν πιθανά ένα οπτικό-γραπτό-ακουστικό-εικονιστικό σύνολο, κάτι σαν ένα εξελιγμένο power point ας πούμε.»
Ποιες διαφορές βλέπετε μέσα στα χρόνια στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η κριτική κινηματογράφου από τους ίδιους του ανθρώπους που γράφουν και από τους ανθρώπους που διαβάζουν;
Τώρα πάνε όλα πιο γρήγορα. Η όαση είναι οι κριτικές ορισμένων sites, των Flix, Cinemagazine, Cinephilia, του Lifo, του Αθηνοράματος, κ.α., διότι σήμερα, ειδικά στον κυβερνοχώρο δεν τίθεται το ποσοτικό θέμα της έκτασης· και γιατί στα προαναφερθέντα sites μπορεί ο καθένας από τους κριτικούς να αναλαμβάνει μόνο 2 φιλμ την εβδομάδα, ενώ παλιά, στα έντυπα, συνήθως ένας έγραφε για όλα τα φιλμ και πιεζόταν πολύ, η ποιότητα και η έκταση των κειμένων του αναγκαστικά μειώνονταν. Σήμερα, επίσης, όλα τρέχουν γρήγορα για όλους, γι' αυτό και ορισμένοι διαβάζουν τις κριτικές αφού δουν το φιλμ, για να το προσεγγίσουν ή κατανοήσουν καλύτερα, και βέβαια πολλοί δεν τις διαβάζουν καθόλου, εκτός αν είναι σύντομες παρουσιάσεις με συνοπτική αξιολόγηση για να βοηθηθούν να επιλέξουν πού θα πάνε.
Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της κριτικής κινηματογράφου σήμερα στο τοπίο όπως διαμορφώνεται στον κόσμο - και στην Ελλάδα ειδικότερα;
Nα μας παρουσιάζει αμερόληπτα τι είναι το κάθε φιλμ, να το αναλύει και να το κρίνει, να ενημερώνει και να αξιολογεί απροκατάληπτα. Αντικειμενικά όμως, και ίσως αναπόφευκτα εφ'όσον σήμερα η εικόνα εκτοπίζει βαθμιαία τον πολύ λόγο, η αναλυτική κριτική φθίνει, χάνει έδαφος ενώ δεν θα 'πρεπε. Βρίσκει καταφύγιο όχι πια στα έντυπα, που υποβαθμίζονται έναντι του ίντερνετ, μα στα sites που δεν έχουν ζήτημα χώρου μιας και είναι πρακτικά άπειρος. Μάλλον όλο και περισσότεροι θεατές ταινιών, ιδίως νεότεροι, “τεμπελιάζουν” και βαριούνται τα μεγάλα κείμενα και τις βαθιές κι εμβριθείς αναλύσεις, ίσως με το δίκιο τους γιατί η γραπτή γλώσσα υποχωρεί, χάνει σε αξία ή συνοδεύεται από εικόνες. Προτιμούν λοιπόν μια σαφή, ακριβέστερη ένδειξη για το αν αξίζει να δουν το φιλμ (αστεράκια κ.τ.λ.).
Μπορεί μελλοντικά, στο ίντερνετ, η κριτική και η παρουσίαση σκέψεων για τις ταινίες να αρχίσει να αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από ένα υβριδικό μείγμα γραπτών φράσεων και εικόνων που θα εκθέτουν/παρουσιάζουν μέρη των ταινιών, θα δίνουν την ανάλυσή τους μέσω της ανάλυσης των εικόνων και του μοντάζ των ταινιών, θα προσφέρουν πιθανά ένα οπτικό-γραπτό-ακουστικό-εικονιστικό σύνολο, κάτι σαν ένα εξελιγμένο power point ας πούμε. Όλα αλλάζουν μέσω των κομπιούτερ, του διαδικτύου και της γλώσσας τους, αλλάζει το σινεμά, τα οπτικοακουστικά μέσα και “αντικείμενα”, δηλ. τα φιλμ, ως φορείς οπτικοακουστικού υλικού, και άρα θα αλλάξει μελλοντικά κι η κριτική, και κυρίως η ζωή ολόκληρη (ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα έχει άμεση επαφή με κομπιούτερ χωρίς την ανάγκη κινήσεων του χεριού και μέσω αυτού με το διαδίκτυο κ.λ.π.).
Ο Λουίς Μπουνιουέλ με την Κατρίν Ντενέβ στα γυρίσματα της «Ωραίας της Ημέρας»
Τι θα απαντούσατε σε όσους θα σας έλεγαν ότι όσα βρίσκονται μέσα στο βιβλίο σας μπορούν να βρεθούν με ένα γκουγκλάρισμα στο ίντερνετ; Πώς θα γίνει σαφές ότι η έρευνα ενός θεωρητικού/συγγραφέα/κριτικού κινηματογράφου έχει διαφορετική αξία από σκόρπιες και όχι πάντα διασταυρωμένες για λάθη και παραλείψεις πληροφορίες στη Wikipedia;
Θα τους έλεγα να γκουγκλάρουν δικά μου κείμενα στο ίντερνετ, που μάλιστα είναι πάρα πολλά! Ή καλά κείμενα συγκεκριμένων καλών κριτικών, Ελλήνων και ξένων. Οκ, υπάρχουν και πολλά άρθρα με λάθη στο ίντερνετ, υπάρχουν όμως και πολλά αξιοσημείωτα. Είναι ένα τεράστιο παράθυρο στον κόσμο, απ' το οποίο βλέπεις πολλά αξιόλογα και σημαντικά πράγματα και πολλά σκατά, όπως ακριβώς στη ζωή... Εγώ δημοσιεύω στο ίντερνετ πάρα πολλά χρόνια, όπως και πολλοί, καλοί, διεθνείς κριτικοί. Το να μπορέσεις να ξεχωρίσεις τα προβληματικά, απορριπτέα κι αποπροσανατολιστικά κείμενα είναι θέμα προγενέστερης γνώσης, άρα είναι σύνθετο ζήτημα, κάτι που ισχύει για όλα τα θέματα και προβλήματα· δημοσιεύω στο ίντερνετ και βιβλιοκριτικές και πολιτικά άρθρα. Ως αναγνώστης οφείλεις να ξεσκαρτάρεις, αν μπορείς, - είπαμε είναι ζήτημα παιδείας - ό,τι σου φαίνεται ανόητο, σχηματικό ή λαθεμένο για να πας παρακάτω, όπως στην καθημερινότητα και στη ζωή...
Γράφετε εκτός από θεωρητικά κείμενα και λογοτεχνία. Που συναντιέται ο κόσμος της λογοτεχνίας με το σινεμά και την κινηματογραφική κριτική;
Μια πολύ συγγενική προς το σινεμά τέχνη είναι για μένα το μυθιστόρημα. Γιατί αγαπώ κυρίως το σινεμά μυθοπλασίας. Το μυθιστόρημα περιέχει την αφήγηση, την ανέλιξη, τους χαρακτήρες και τον κοινωνικό χώρο όπου αυτοί κινούνται, και τις (γραμμένες) εικόνες που περιγράφουν τα παραπάνω. Αν «δεις», αν «διαβάσεις» με εικόνες και ήχους ένα μυθιστόρημα (πέραν των ήχων των λέξεων που παίζουν κι αυτές σημαντικό ρόλο στο σινεμά γιατί ο αφηγηματικός κινηματογράφους περιέχει διαλόγους και μονολόγους), τότε έχεις μια ταινία. Γι' αυτό, συνολικά, πολλά φιλμ γίνονται από πεζογραφήματα. Τα φιλμ και τα μυθιστορήματα αποτελούν τις δυο αγαπημένες μου, συγγενείς μορφές τέχνης, τέχνης αφηγηματικής, που αναπτύσσεται στον χρόνο και έχει ρυθμό. Από το γράψιμο σεναρίων – που ήταν μια παλαιότερη επιθυμία και πρακτική μου - στο γράψιμο πεζογραφικών ιστοριών, η διαφορά δεν είναι μεγάλη, ιδίως εάν υιοθετείς μια γραφή απλή κι άμεση, χωρίς παρομοιώσεις (το σινεμά δεν βρίσκεται στην εποχή των μεταφορών του Σεργκέι Αϊζενστάιν, ούτε του συμβολισμού).
Η κινηματογραφική κριτική αποτελεί συνήθως δοκιμιακό τύπο γραφής, στον οποίο έχω ασκηθεί γράφοντας βιβλία για το σινεμά, βιβλιοκριτικές και πολιτικά άρθρα (ακόμη και με ψευδώνυμο). Άρα όλα συνδέονται και μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό στα γυρίσματα του «Pierrot le Fou»
Εχετε γράψει κάτι στο παρελθόν ή τη γνώμη σας για έναν δημιουργό ή ταινία που μέσα στα χρόνια αναθεωρήσατε; (Οφείλουμε να) βλέπουμε τις ταινίες και το σινεμά με άλλα μάτια μέσα στα χρόνια της ζωής μας;
Έχω αναθεωρήσει όχι σπάνια... Την πάτησα π.χ. με τα πρώτα φιλμ του Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ που είδα, τα θεώρησα νατουραλιστικά, αλλά μετά τον αγάπησα πολύ. Αυτό μου συμβαίνει με ορισμένους πολυσύνθετους και περίπλοκους σκηνοθέτες, που για να κατανοήσεις το έργο τους σε βάθος χρειάζονται αρκετές ταινίες κι αρκετές θεάσεις. Άλλωστε επειδή αλλάζω ως άνθρωπος και οι απόψεις μου τροποποιούνται με τον καιρό, αλλάζω οπτική και συμπεράσματα για ορισμένα φιλμ με την πάροδο του χρόνου... Θυμάμαι πως 16 ετών είδα για πρώτη φορά το «Pierrot le Fou» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στον εξώστη του Studio του Καψάσκη, στην οδό Τρικόρφων – με είχε στείλει ο συνονόματος, μεγαλύτερος ξάδελφός μου –, η ταινία δεν μου άρεσε, με ξίνισε, με προκάλεσε, μου δημιούργησε αντιδράσεις, απόρριψη κι αποστροφή. Όμως κάτι διείδα εκεί μέσα... Την είδα άλλες 2 φορές μέσα στην ίδια εβδομάδα. Έκτοτε θα την έχω δει άλλες 15 φορές περίπου και την αγαπώ ιδιαίτερα. Εξελισσόμαστε και μαζί μας εξελίσσονται τα βιώματα, οι παραστάσεις μας. οι ιδέες κι οι προτιμήσεις, τα συναισθήματα, οι προσλαμβάνουσες και οι γνώμες μας.
Τρεις και παραπάνω δεκαετίες γραφής, τι νιώθετε ότι έχει αλλάξει πιο έντονα σε εσάς και τι στον κόσμο γύρω σας;
Δημοσιεύω για το σινεμά από την πτώση της δικτατορίας και έπειτα, καταρχάς στο νεολαιίστικο περιοδικό Θούριος της τότε πολιτικής νεολαίας Ρήγας Φερραίος, άρα γράφω σχεδόν... μισόν αιώνα! Πάτε γυρεύοντας να με βάλετε να σας γράψω σχεδόν μισό ακόμη βιβλίο, ή το 1/5 του... Ε, δεν θα σας πω τι έχει αλλάξει γύρω μου, αυτά τα περιγράφω σε μια πεζογραφική τριλογία που έχω ήδη γράψει, για το πρώτο χρονολογικά πεζογράφημα δεν έχω βρει ακόμη εκδότη, το δεύτερο χρονολογικά ονομάζεται «Ο Βασίλης - ψευδώνυμο Γιάννης - στην Αριστερά» και θα εκδοθεί το 2022 στις εκδόσεις Τεκμήριο, και το τρίτο χρονολογικά, εκδόθηκε ήδη από τις εκδόσεις Βακχικόν, με τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός Αδέξιου Εραστή». Εκδίδονται με αντίστροφη σειρά από την χρονολογική, γιατί το τρίτο ως ερωτολογικό θεωρήθηκε πιο... πιασάρικο... Στην Τριλογία μου αυτή θα βρείτε την απάντηση. Εκτός αν εννοείτε τι άλλαξε στον κινηματογράφο στον κόσμο γύρω μου, κάτι που έχω μερικώς απαντήσει.
Εχω εμπιστευτεί το σινεμά από τα 14 μου, μπαίνω στην αίθουσα όπως ο πιστός στην εκκλησία. Ο κινηματογράφος παίζει για τον θεατή σε ένα πεδίο ψυχολογικό, σκοποφιλικό / ηδονοβλεπτικό, αισθητηριακό, σε ένα πεδίο συγκρότησης του εγώ και της άποψης του ατόμου, ιδίως αν είναι νεαρό, για τον (αναπαριστάμενο) κόσμο, άρα και στο κοινωνικό, κοσμοθεωρητικό / φιλοσοφικό, ιδεολογικό, αισθαντικό / ερωτικό επίπεδο...»
Ποιο είναι το σινεμά που σας συγκινεί ακόμη; Ποια ταινία είδατε πρόσφατα που σας έκανε να επιβεβαιώσετε την πίστη σας στο σινεμά;
Η πίστη μου στο σινεμά, που δεν είναι μεταφυσική, επιβεβαιώνεται καθημερινά, ακόμη κι από ένα καλό ψυχαγωγικό φιλμ που βλέπω στο ίντερνετ ή στην τηλεόραση ή στο DVD player. Tην πίστη μου στο σινεμά δεν επιβεβαιώνουν μόνο οι καλλιτεχνικές ταινίες ποιότητας, μου αρέσουν ακόμη και οι απλές, καλές ψυχαγωγικές, εμπορικές και διασκεδαστικές ταινίες, οι καλές κωμωδίες, τα αστυνομικά δηλαδή οι crime movies (πολύ), τα πολεμικά, οι καλές περιπέτειες, τα γουέστερν, τα μιούζικαλ, η ταινία επιστημονικής φαντασίας, δεν μου χρειάζεται να δω μόνο Όζου, Μουνγκίου ή Μπάρι Τζένκινς για να εμπιστευτώ το σινεμά, το έχω εμπιστευτεί από τα 14 μου, μπαίνω στην αίθουσα όπως ο πιστός στην εκκλησία. Ο κινηματογράφος παίζει για τον θεατή σε ένα πεδίο ψυχολογικό, σκοποφιλικό / ηδονοβλεπτικό, αισθητηριακό, σε ένα πεδίο συγκρότησης του εγώ και της άποψης του ατόμου, ιδίως αν είναι νεαρό, για τον (αναπαριστάμενο) κόσμο, άρα και στο κοινωνικό, κοσμοθεωρητικό / φιλοσοφικό, ιδεολογικό, αισθαντικό / ερωτικό επίπεδο...
Αυτά μπορούν να επισυμβούν όχι μόνο με τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν, τους Αδελφούς Ταβιάνι και τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, μα και με τον Ζορό, τους Τρεις Σωματοφύλακες, το «Σιδηρούν Προσωπείον» και τον Ταρζάν (αναφέρω παιδικές ταινίες γιατί τότε διαδραματίζονται ορισμένες βασικές διαδικασίες εσωτερίκευσης, προβολής κι αυτοσυγκρότησης από αυτές που προανέφερα).
O Φριτς Λανγκ στα γυρίσματα του «M»
Ποιος σκηνοθέτης δεν σας πρόδωσε ποτέ; Και ποιον δεν προδώσατε εσείς;
Ας πούμε ο Φριτς Λανγκ και ο Χίτσκοκ, του οποίου είδα πρόσφατα όλες τις βουβές ασπρόμαυρες ταινίες στο YouTube και αλλού, και εξεπλάγην θετικά... Γενικά αυτή η ερώτηση δεν έχει πολύ νόημα γιατί ακόμη και οι αποτυχίες προσφέρουν υλικό για σκέψη και μελέτη. Μάλλον δεν υπάρχει σκηνοθέτης χωρίς κάποιες σχετικές αποτυχίες. Όμως και αυτές δίνουν λίπασμα στο (υπ)έδαφος του σινεμά.
Το να μη σε διαψεύσει ένας σκηνοθέτης που γυρίζει λίγα φιλμ, ένας Ρομπέρ Μπρεσόν ή ένας Μορίς Πιαλά, είναι πιο απλό, το να το κάνουν όμως οι σημαντικοί χολιγουντιανοί σκηνοθέτες όπως ο Τζον Φορντ, ο Φρανκ Κάπρα, ο Τσαρλς Τσάπλιν, ο Μάικλ Κέρτιζ, ο Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ, ο Ερνστ Λιούμπιτς, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο Ρόμπερτ Όλντριτς, ο Ρίτσαρντ Μπρουκς, ο Τζορτζ Κιούκορ, ο Εντουαρντ Ντμίτρικ, ο Σάμιουελ Φούλερ, ο Χάουαρντ Χοκς, ο Χέρμαν Μάνκιεβιτς, ο Αντονι Μαν, ο Βινσέντε Μινέλι, ο Οτο Πρέμινγκερ, ο Ραούλ Γουόλς, ο Ντάγκλας Σερκ, ο Ζακ Τουρνέρ, ο Νίκολας Ρέι, ο Μπίλι Ουάιλντερ, ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λιούμετ, καθώς και ο Φριτς Λανγκ που σκηνοθέτησε και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, είναι πολύ περίπλοκο και δυσχερές.
Τι σημαίνει εν έτει 2021 «διαβάζω ένα βιβλίο για τον κινηματογράφο»;
Για μένα η ανάγνωση ενός βιβλίου, δοκιμίου ή λογοτεχνικού, είναι κάτι πολύ ξεχωριστό, με γοητεύει το χαρτί, το χρώμα, η μυρωδιά κι η υφή του. Φυσικά και το κινηματογραφικό του περιεχόμενο, γιατί με ταξιδεύει στις ταινίες, στην κατασκευή και στις τεχνικές τους, στους δημιουργούς τους, στην ιστορία τους. Όμως και το διάβασμα ενός κινηματογραφικού κειμένου στο ίντερνετ, σε κάποιο site ή blog, μου γεννά ανάλογα συναισθήματα και σκέψεις, μείον αυτά που προέρχονται από την υφή του βιβλίου. Η άυλη, ψηφιακή μορφή, αν και διαφορετική με παραπέμπει γενικά σε παρόμοιες κρίσεις.
Το βιβλίο «Κινηματογραφικοί Δημιουργοί» του Θόδωρου Σούμα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αιγόκερως