Ενα μπουλούκι μαστόρων πέτρας περιπλανιέται όπου υπάρχει δουλειάχτίζοντας σπίτια, γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες. Υλικά τους οι πέτρες, ταδάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι όμως ορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός,τους σπρώχνει σαν άλλα δάκρυα του βουνού, να ξενιτευτούν για ναζήσουν. Οχι πολύ μακριά τους μαίνεται ο πόλεμος. Εξαιτίας του είναιαποκομμένοι απ’ τα χωριά τους σχεδόν δέκα χρόνια. Η προσπάθεια τουπρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τουςεξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική Οδύσσεια.
Αυτή είναι η υπόθεση της νέας ταινίας του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου που επιστρέφει στη μυθοπλασία για να αφηγηθεί μια διαφορετική «Οδύσσεια» με φόντο την Ελλάδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δείτε παρακάτω σκηνές από τα γυρίσματα στην ελληνική ύπαιθρο, γνωρίστε μερικούς από τους ήρωες του μύθου και διαβάστε το σημείωμα του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου για την περιήγησή του σε ένα χάρτη που απλώνεται πέρα από τα σύνορα ανθρώπων, εποχών και χωρών.
Στο νησάκι Aγιος Νικόλαος στο έμπα της Λευκάδας
Ο τελάλης της Κίρκης
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος με τον διευθυντή φωτογραφίας Δημήτρη Κορδέλα
Αχυρά: Στο κατεστραμένο απ’τον πόλεμο χωριό του μάστορα Δήμου
Σε πρώτο πλάνο ο Σπύρος Ζαμπέλης (Δήμος) και πίσω του το ερειπωμένο χωριό (Αχυρά Αιτωλοακαρνανίας)
Από δεξιά: Αντώνης Τολάκης (βοηθός σκηνοθέτη), Δημήτρης Κορδελάς (διευθυντής φωτογραφίας), Βασίλης Κασβίκης (βοηθός οπερατέρ), Στέλιος Χαραλαμπόπουλος και πίσω του ο Γιάννης Γιαννακόπουλος (ηχολήπτης)
Λευκάδα
Λευκάδα, Γύρα. Η τελευταία σκηνή της ταινίας
Από αριστερά: Αγγελική Φίλη (Πηνελόπη), ο σκηνοθέτης, Νίκος Γεωργόπουλος (Μάρκος-Οδυσσέας) και μπροστά τους ο μικρός Στέφανος Γκριγκόρε (Τηλέμαχος)
Η σκηνογράφος/ενδυματολόγος Δανάη Ελευσινιώτη στη διάρκεια των γυρισμάτων
Ο μουσικός Πλάτων Ανδριτσάκης στα γυρίσματα στη Λευκάδα
Ο Οδυσσέας/Μάρκος Νίκος Γεωργόπουλος
1949, στο καφενείο για την εναρκτήρια σκηνή. Ο σκηνοθέτης και κάποιοι από τους ντόπιους που συμμετείχαν ως ηθοποιοί
Η συντροφιά των μαστόρων και ο ιδιοκτήτης της οικοδομής
Από τα γυρίσματα στην Λευκάδα ο νεκρός Τειρεσίας και ο σύτροφός του, οι στρατιώτες που τους σκότωσαν και οι πραγματικοί ημιονηγοί του σήμερα
Τζουμέρκα
Κάτω από την κορυφή Στρογγούλα
Μονή Κηπίνας (Στη χώρα των Λωτοφάγων)
Προετοιμασία για το άναμα του καμινιού
Ο νερόμυλος στα Τζουμέρκα
Αποχαιρετιστήρια φωτογραφία για το τέλος των γυρισμάτων
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος γράφει για τα «Δάκρυα του Βουνού»
Μια συντροφιά μαστόρων πέτρας, αποκομμένη από τα χωριά τηςεξαιτίας ενός δεκαετούς πολέμου περιπλανιέται αναζητώντας δουλειά.Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι όμωςορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός, τους σπρώχνει σαν άλλα δάκρυα τουβουνού, να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Η προσπάθεια τουπρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τουςεξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική οδύσσεια. Άλλωστε η ταινίαεμπνέεται από το φερώνυμο έπος. Είναι μια πολύ ελεύθερη μεταγραφήτης Οδύσσειας. Ο θεατής εκτός από τη “φανερή” Κίρκη, ίσωςαναγνωρίσει και τον Ελπήνορα, τον Πολύφημο, τον ασκό του Αιόλου καιτη χώρα των Λωτοφάγων, τα Βόδια του Ήλιου και τους Λαιστρυγόνες,τη μνηστηροφονία και τη ραψωδία λ – τη Νέκυια - την κάθοδο στονκάτω κόσμο και τον Τειρεσία. Ο Μάρκος θα καταλήξει στο τέλος μόνος.Οι σύντροφοι – άλλοι από απληστία, άλλοι από περιέργεια, άλλοι απόανοησία – θα χαθούν. Μόνο αυτός θα κλείσει τ’ αυτιά στις σειρήνες καιτο παραμυθητικό κάλεσμά τους. Μόνο αυτός θα περιφρονήσει τιςπαραπλανητικές υποσχέσεις μιας αναδυόμενης ευδαιμονίας, ενόςάλλου νέου κόσμου, του πλούτου και της ευμάρειας. Μια ιστορία τωναρχών του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα μια αλληγορία για το σήμερα.
Οι κοινωνικές και οικονομικές ορίζουσες της εποχής είναι το υπόρρητοστρώμα πάνω και διαμέσου του οποίου κινούνται οι ήρωες της ταινίας.Διακριτικά, επηρεάζει και καθορίζει τη στάση και τις ενέργειες τους. Οι μαστόροι ολιγαρκείς, λιγόλογοι, σκληροί, πελεκημένοι από τη μοναξιάόπως και το σκληρό υλικό που δουλεύουν, προσπαθούν να επιβιώσουνεν μέσω ενός καταστροφικού πολέμου, εν μέσω αλλαγών πουαδυνατούν να καταλάβουν, για να καταλήξουν αθύρματα της Ιστορίας.Μόνο ο Μάρκος, σημαδεμένος από την πληγή μιας απώλειας και ό,τιαυτό συνεπάγεται σαν εμπειρία ζωής, θα πορευτεί ως το τέλος, όχι τουταξιδιού, αλλά μιας πορείας αυτογνωσίας με γνώμονα το καλό.Σ΄ένα αντίξοο και συχνά εχθρικό περιβάλλον κινούνται σαν ομάδα.Είναι αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ησυντροφικότητα και η αλληλεγγύη είναι οι συνεκτικοί δεσμοί τηςομάδας. Όποτε την εγκαταλείψουν θα το πληρώσουν. Σαν συντροφιάχτιστών μάλιστα διακρίνονται για τη συνεργασία και το συντονισμότους . Χάρη σ’ αυτά τα στοιχεία θα αφήσουν το θαυμαστό αποτύπωματους σε γεφύρια, σπίτια, εκκλησίες . Διόλου τυχαία λοιπόν ο λαός τούςαποκαλούσε “Οι φίλοι του Θεού”.
Κυρίαρχη είναι η παρουσία της φύσης στην ταινία. Είναι τα υλικά τηςπου στα επιδέξια χέρια τους μεταμορφώνονται σε έργα πολιτισμού.Είναι όμως και η διαρκής πάλη του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσηςσε μια εποχή που ο εκμηχανισμός δεν έχει γείρει ακόμη την πλάστιγγαστη μεριά του ανθρώπου. Ταυτόχρονα το φυσικό περιβάλλον είναι τοφόντο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία αυτών των ανθρώπων.Αυτό το περιβάλλον συχνά ορίζει την καθημερινότητά τους και απαιτείαπό τη μεριά τους μια συνεχή εγρήγορση. Είναι υποχρεωμένοι ναγνωρίζουν τη γλώσσα της φύσης και έγκαιρα να αποκωδικοποιούν ταμηνύματά της. Γι αυτό και η ηχητική μπάντα έχει μια σημαίνουσαπαρουσία στην ταινία. Άλλωστε οι διάλογοι λιτοί, οι απολύτωςαναγκαίοι. Οι ήχοι, ισότιμα, δίπλα στους διαλόγους και συχνάαντικαθιστούν το λόγο. Η παρουσία τους πολλές φορές δημιουργείρωγμές στο «γλωσσικό προφανές» και επανοηματοδοτεί τιςκαταστάσεις. Οι άνθρωποι αυτοί, ζώντας για χρόνια μαζί, μακριά απότην οικογενειακή εστία, στις παρυφές του πολιτισμένου κόσμου, δενέχουν να πουν και πολλά μεταξύ τους. Τα πάντα, σχεδόν, έχουνειπωθεί. Έχουν βγάλει κι οι ίδιοι ρίζες στη σιωπή του βουνού. Είναιταυτόχρονα μαζί αλλά και ο καθένας μόνος του κλεισμένος στηνεπιθυμία του νόστου. Στην μακρινή, εκείνη μέρα που θα τους φέρειπάλι στο δικό τους τόπο, στους δικούς τους ανθρώπους, εκεί που έχουνυπόσταση, ταυτότητα.
Στην ταινία η φύση έχει τη δική της χρωματική παλέτα όπωςαναδεικνύεται στις διάφορες εποχές και σε διαφορετικές ώρες τηςμέρας. Από το άσπρο του χιονιού στο σταχτοπράσινο της ελιάς, στο καφεκόκκινο της καστανιάς, στο ζωηρό πράσινο του έλατου την αυγήκαι το μουντό σκούρο πράσινο στη δύση, στα κίτρινα πλατανόφυλλατου φθινοπώρου, το μπλε της θάλασσας και το δυσερμήνευτα θολόφουσκωμένων ποταμιών και χειμάρρων και τέλος το απόλυτο μαύροτης νύχτας. Στον αντίποδα αυτής της πολύχρωμης κλίμακας, σ’ ό,τι έχεινα κάνει με την παρουσία του ανθρώπου, θα βρίσκεται το γκρίζο τηςπολυκαιρισμένης πέτρας, η εγκατάλειψη, η ερήμωση.
Στο ενδιάμεσο φύσης και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, οεπιχρωματισμένος μαγικός Νέος Κόσμος, ο κόσμος της LanternaMagica. Και ο ασπρόμαυρος κόσμος της φωτογραφίας να μνημειώνειτην ιστορία αυτών των ανθρώπων.
Διαβάστε ακόμη: O Στέλιος Χαραλαμπόπουλος φτιάχνει μια Οδύσσεια με στέρεα υλικά «Τα Δάκρυα του Βουνού»