Συνέντευξη

Θάνος Αναστόπουλος: «Οι ταινίες είναι πρόσφυγες, που ψάχνουν κάπου να ριζώσουν»

στα 10

Με αφορμή τη βράβευσή του από το Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, επιστρέφουμε μαζί με το Θάνο Αναστόπουλο σε όλες τις «στάσεις» της φιλμογραφίας του.

Θάνος Αναστόπουλος: «Οι ταινίες είναι πρόσφυγες, που ψάχνουν κάπου να ριζώσουν»
(φωτό: Αρης Ράμμος, 2023)

Το 14ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, καλύτερο από ποτέ, συνεχίζεται μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη. Αύριο, Παρασκευή, στις 21.15, ας μας επιτραπεί λίγη εθνική περηφάνεια, βραβεύεται ο Θάνος Αναστόπουλος. Και προβάλλεται η ταινία του «Η Kόρη». Το φεστιβάλ τιμά έναν από τους πιο προσωπικούς και επίμονους Eλληνες δημιουργούς με αφιέρωμα, τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους, εκτός από την πρώτη του, και μια μικρού.

Ο Θάνος, ακόμα νέος και παρών, αν και ζει πολλά χρόνια στην Ιταλία, στην Τεργέστη, με την Iταλίδα σύζυγό του και τον γιό τους, Πέτρο, δεν είναι από τα συνηθισμένα για τέτοια αφιερώματα και τιμές πρόσωπα. Ακόμα καλύτερα, ευκαιρία να ξαναδούμε με χαρά και απόλαυση το έργο του και να μιλήσουμε μαζί του. Για όλα.

Αναζητήστε εδώ περισσότερες πληροφορίες για το αφιέρωμα του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας στο Θάνο Αναστόπουλο.

Θάνος Αναστόοπυλος Mαζί με τον Αντώνη Δαγκλίδη, ως παραγωγός, αναζητώντας χώρους για το «Ελεύθερο Θέμα» της Στέλλας Θεοδωράκη.

Ξαναείδα τις ταινίες σου, που η κάθε μια της με είχε με τον τρόπο της ταράξει και συγκινήσει, και ένιωσα πώς άλλαξες σαν σκηνοθέτης. Από μια ρεαλιστική, κοινωνική και πιο οργανωμένη ματιά πέρασες ,ειδικά με τις δυο τελευταίες, τις «ιταλικές» σου, σε μια ποίηση και ελευθερία.

Το ότι απελευθερώθηκα, αυτό, ναι, μπορώ με μια έννοια να το πώ. Αλλά, αυτή ήταν εξαρχής η πρόθεσή μου. ..Νομίζω ότι κατά βάση ο κινηματογράφος μου είναι ταξικός.

Ταξικός; Οχι ανθρωπιστικός;

Ανθρωπιστικός, αλλά κυρίως ταξικός. Μεγάλωσα σε μια μικροαστική μεν οικογένεια, αλλά στον Αγιο Παύλο, κοντά στον σταθμό Λαρίσης. Δεν μεγάλωσα σε πλούσια σπίτια βόρειων ή νότιων προαστίων. Την εποχή που ο παππούς μου νοίκιασε το πρώτο σπίτι στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, θεωρείτο «καλό», γιατί βρισκόταν κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, κοντά στην Ομόνοια. Μετά, όμως, μετακινήθηκε το κέντρο της πόλης και ό,τι ήταν κάτω από την Ομόνοια έγινε κάπως το υπογάστριο της πόλης. Σ’ αυτό το υπογάστριο μεγάλωσα σε μια περίοδο, τέλος δικτατορίας και αρχή μεταπολίτευσης, που ήταν σε συνεχή ανοικοδόμηση. Ρίχνανε τα μικρά νεοκλασικά της γειτονιάς και κτίζανε πολυκατοικίες. Πολλά χρόνια μετά ανακάλυψα ότι μου αρέσει πολύ να φιλμάρω έργα στο δρόμο. Τρύπες, μπετονιέρες, χώμα. Και επίσης οτιδήποτε δεν είναι ολοκληρωμένο. Με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου, αλλά σ’ αυτή την «άσχημη» πλευρά βλέπω την ομορφιά, την ποίηση. Γιατί έχω μεγαλώσει σ’ αυτή τη μεταμόρφωση.

Διόρθωση Διόρθωση

Μιας και δεν υπάρχει στο αφιέρωμα η πρώτη σου ταινία, το «Ολο το βάρος του κόσμου» (2003) ας ξεκινήσουμε από τη «Διόρθωση» (2007). Μέσα σε ένα φιλομεταναστευτικό γενικά κινηματογραφικό κλίμα τόλμησες το αδιανόητο, να ρίξεις το βάρος σε έναν Ελληνα δολοφόνο Αλβανού μετανάστη, που μετά τη φυλακή θέλει να εξιλεωθεί. Να ζητήσει συγνώμη. Κανένας σκηνοθέτης δεν το είχε κάνει αυτό.

Και κανένας δεν το έκανε και μετά. Μου αρέσουν οι άνθρωποι για τους οποίους δεν μιλάμε συχνά, οι πιο αφανείς. Να φταίνε τα διηγήματα που διάβαζα, ο Ιωάννου και ο Χατζής, αυτές οι ζωές που περνάνε δίπλα μας; Να φταίει κι αυτό που έβλεπα γύρω μου και με ενδιέφερε ακόμα περισσότερο αν δεν το έβλεπα να υπάρχει στον κινηματογράφο; Γενικά πιστευω ότι ο κινηματογράφος μας σε σχέση με τη λογοτεχνία μας έχει πολλά κενά στο τι συμβαίνει στην κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα τής χώρας. Η ανάγκη να καλύψω αυτό το κενό υπήρχε μέσα μου, ήθελα να γυρίσω μία σελιδα. Όταν γίνεται η «Διόρθωση» είμαι ήδη με το ένα πόδι στην Ιταλία, έχω γνωρίσει την σύζυγό μου, τη Νικολέτα, και είναι έγκυος στον Πέτρο. Οκτωβριος του 2006. Και είπα ή θα γίνει τώρα αυτή η ταινία ή δεν θα γίνει ποτέ. Υπήρχε ένα βασικό θέμα, που φυσικά εξελίχτηκε: η εξιλέωση, το πώς μπορείς να ζητήσεις συγνώμη. Και ήθελα αυτό για το οποίο έχεις ενοχές να είναι κάτι πολύ βαρύ, μόνο ένας φόνος μπορούσε να είναι.

Υπήρχε, βέβαια, και ένα πραγματικό γεγονός, η ιστορία με τον Αλβανό, που δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς χούλιγκαν.

Είχαμε βγει πρωταθλητές Ευρώπης το 2004 και σχεδόν κολλητά σε ένα ματς για τα προκριματικά του Παγκοσμίου κυπέλλου χάσαμε από την Αλβανία. Βγήκαν οι Αλβανοί στην Ομόνοια να πανηγυρίσουν και θεωρήθηκε ύβρις. Ο φόνος, όμως, δεν έγινε στην Αθήνα, έγινε σε αντίστοιχους πανηγυρισμούς στη Ζάκυνθο. Υπήρχε τότε, μην το ξεχνάμε, και όλο το πλαίσιο της Χρυσής Αυγής. Τα ζούσα όλα αυτά γιατί όταν επέστρεφα από την Ιταλία έμενα στο σπίτι της μαμάς μου.

Την ίδια περίοδο δουλεύοντας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που είχαμε κάνει ένα αφιέρωμα στη μετανάστευση στον ελληνικό κινηματογράφο, είχα δει πολλές ταινίες, από το 1950 και μετά: από τον Ελληνα, που φεύγει μετανάστης σε Βέλγιο και Γερμανία μέχρι τον ξένο, τον Αλβανό, που πρωτοέρχεται σε μάς, είχαν αρχίσει να γυρίζονται τέτοιες, όπως το «Απ’ το χιόνι» του Γκορίτσα. Ολες, όμως, ήταν από την πλευρά του μετανάστη, του θύματος, που το εκμεταλλεύονται. Κι ενώ ένοιωθα ότι ήταν κάτι σωστό ιδεολογικά, την ίδια ώρα καλλιτεχνικά κάτι μου έλειπε. Στη «Διόρθωση» δεν είμαι μόνο περήφανος που υπάρχει η οπτική του θύτη, αλλά, κι ας ακούγεται αστείο, που είμαι ο πρώτος και ο μόνος μέχρι στιγμής, που ένα μεγάλο μέρος της δράσης της ταινίας του εκτυλίσσεται σε ένα σουβλατζίδικο.

Και, μάλιστα, σε σουβλατζλίδικο που το έχει Αλβανός, πετυχημένος και ωραίος τύπος, που προσλαμβάνει τον Ελληνα. Γιατί, ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της ταινίας σου είναι ότι δείχνεις την «αλβανοποίηση» ενός έλληνα περιθωριακού, άστεγου, χωρίς δουλειά. Αλλη μια ανατροπή.

Με συγκινεί αυτό που λές. Στο σενάριο, που γράψαμε με τον Βασίλη Ραίση, δεν υπήρχαν όλα αυτά τα πράγματα, όλες αυτές οι λεπτομέρειες. Κι αυτό μπορώ να το πώ για όλες μου τις ταινίες. Υπάρχει κατ’ αρχήν ένα θέμα, αν δεν βρω θέμα και αμέσως μετά τίτλο, δεν μπορώ να ξεκινήσω. Και μετά, στο γύρισμα, εκτός από τα βασικά, τα υπόλοιπα, όπως το «να ζείς σαν Αλβανός», που λες, τα γυρίζουμε σαν να είναι ντοκιμαντέρ. Τίποτα στημένο. Πήγαμε με τον Γιώργο Συμεωνίδη κι ένα πολύ μικρό συνεργείο, κάτω από την Ομόνοια, ειδικά στη Γερανίου, που τότε ήταν και απλησίαστη, κοντέψαμε να φάμε ξύλο. Η σε αγώνα της Εθνικής στο Καραισκάκη, όπου είμαστε και τυχεροί γιατί τραβήξαμε όλο το γήπεδο να λέει με πάθος τον Εθνικό Υμνο… Το θέλαμε αυτό το λίγο.. εθνικιστικό. Αυτό θέλω να το πώ. Εγώ γράφω με το βλέμμα, δεν γράφω με τις λέξεις. Και πιστεύω ότι είμαι καλύτερος στο βλέμμα παρά στις λέξεις. Και το ξέρω πιά ότι αν βγω στο δρόμο μπορώ να δώ κάτι ,που είναι δίπλα μας, και κάποιος άλλος θα το προσπεράσει.

Εχεις και πολλούς Αλβανούς ηθοποιούς στη «Διόρθωση», τον σκηνοθέτη Μπουγιάρ Αλιμάνι, ιστορική για μένα προσωπικότητα του ελληνικού σινεμά ,τη μικρή του κόρη Σαβίνα, και μια ακόμα, κουκλάρα και καταπληκτική, την Ορνέλα Καπετάνι.

Ειχα δει το μικρού μήκους «Υγραέριο» του Μπουγιάρ, σούπερ ταινία, κολλήσαμε. Τον ρόλο, όμως, της αλβανίδας, που τον παίζει η Ορνέλα Καπετάνι, τον είχα δώσει σε μια πολύ καλή ελληνίδα ηθοποιό και αναγκάστηκα λίγες εβδομάδες πριν τα γυρίσματα να την αλλάξω. Ηταν από τις πιο δύσκολες και δυσάρεστες στιγμές της καριέρας μου. Είχα ένα πρόβλημα ,που νομίζω ότι συνδέεται με το σινεμά, που θέλω να κάνω. Πολύ πριν γίνει τής μόδας το κίνημα εναντίον της cultural appropriation, με το οποίο δεν συμφωνώ απόλυτα, ένοιωθα ότι κάτι μου έλειπε. Όχι ότι θα ήταν ψεύτικη η Αλβανίδα της ταινίας, γιατί ένας καλός Ελληνας ηθοποιός μπορεί να καλύψει άνετα κάθε ρόλο. Ενιωθα ,όμως, μια ανασφάλεια. Επειδή δεν ήξερα πολύ καλά τον κόσμο των Αλβανών, φοβόμουνα ότι μπορεί να πέσω σε λάθη. Ηταν δικό μου το πρόβλημα. Είχα πει στον Μπουγιάρ ότι ψάχνω μια Αλβανίδα, μου βρήκε, είδα την Ορνέλα και σε ένα τέταρτο είπα, «αυτή είναι». Δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός, βέβαια. Επαιξε και στην «Κόρη».

Η «Διόρθωση» σε καθιέρωσε αμέσως.

Της έχω μια αδυναμία. Πήρε βραβείο σεναρίου στο Διεθνές Διαγωνιστικό της Θεσσαλονίκης και τρίτο Κρατικό Βραβείο. Και μετά, πράγμα σπάνιο για ταινία που είχε κάνει πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πήγε στη Μπερλινάλε (Φόρουμ), στο Κάρλοβι Βάρι, στο New Directors New Films της Νέας Υόρκης. Τρία χρόνια παιζόταν σε ξένα φεστιβάλ. Αυτό δεν το ξέρεις αν θα συμβεί. Υπάρχουν τρία στάδια. Το πρώτο είναι να νοιώσεις εσύ καλά με την ταινία. Το δεύτερο να δεις αν νοιώθουν καλά οι φίλοι και οι γνωστοί σου, οι πνευματικά συγγενείς σου. Μετά αν λειτουργεί καλά στο πλαίσιο στο οποίο την έκανες, εν προκειμένω στην Ελλάδα. Και το αμέσως επόμενο στάδιο, αν μπορεί να περάσει τα σύνορα. Αλλά, ποτέ δεν πέφτω στην παγίδα να κάνω μια ταινία που θα αρέσει κατ’ αρχήν έξω.

Εχω ένα θέμα με ένα άλλο στερεότυπο, που σε ρωτάνε ποια ταινία σου σού αρέσει πιο πολύ, κι εσύ, αυτάρεσκος, λες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω, είναι όλες τους παιδιά μου. Ε, δεν νιώθω ότι οι ταινίες είναι παιδιά μου, είναι μια πατριαρχική αντίληψη, κυρίως γιατί παλιά ήταν πολύ περισσότεροι οι άντρες σκηνοθέτες και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, δημιουργήθηκε η μυθολογία ότι παιδιά τους είναι τα έργα της τέχνης τους. Για μένα οι ταινίες μου είναι σχέσεις ερωτικές, τις οποίες ζω για ένα διάστημα και μετά χωρίζω, και με κάποιες χωρίζω καλά και μπορώ να τις ξαναβλέπω και κάποιες όχι. Με το «Ολο το Βάρος του Κόσμου», ας πούμε, έχω μια κακή σχέση.»

thanos Ο Θάνος Αναστόπουλος μαζί με τη Σαβίνα Αλιμάνι μπροστά στην αφίσα της ταινίας, μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της «Κόρης»

Η «Κόρη» (2012) είχε την ίδια καλή πορεία (Βερολίνο, Τορόντο, βραβεία της ΕΑΚ) αλλά κι ένα θέμα, που ομολογώ, με είχε πολύ δυσκολέψει. Σχεδόν δεν άντεχα να τη βλέπω. Ένα κορίτσι 12 χρονών, πάλι η 12χρονη πιά Σαβίνα Αλιμάνι, όλη η ταινία είναι σχεδόν πάνω της, καταφεύγει σε μια αδιανόητη για παιδί βία. Σε εποχές κρίσης, αλλά πιο αθώες, όχι όπως σήμερα, που η βία των νέων είναι πρώτο θέμα. Προφητική σχεδόν ταινία.

Η «Κόρη» είναι η πιό μέινστριμ ταινία μου επειδή ακολουθεί έναν αφηγηματικό κώδικα, που είναι αναγνωρίσιμος. Μπορείς να πεις ότι είναι ένα κοινωνικό θρίλερ. Στην «Κόρη» ο γιός μου ο Πέτρος ήταν 5 χρονών. Και σκεφτόμουνα σε τι κόσμο μεγαλώνει, τι βλέπει ένα παιδί, τι εισπράττει από την κρίση, τι γίνεται όταν καταρρέει μια οικογένεια και το παιδί ανακαλύπτει πώς η αλήθεια, που πίστευε, είναι ένα τεράστιο ψέμμα; Πάλι, όπως στη «Διόρθωση», υπάρχει ένας θύτης (η Κόρη) κι ένα θύμα (το αγοράκι). Δεν ήθελα, μου φαινόταν στερεότυπο, ένα αγόρι που να βασανίζει ένα κορίτσι. Μου άρεσε η μικρή να παίρνει τα πράγματα στα χέρια της, να έχει ένα κομμάτι τυφλής βίας μέσα της, όταν συνειδητοποιεί ότι ο μπαμπάς της δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων.

Θυμηθείτε κι αυτό:Ο Θάνος Αναστόπουλος μιλάει στο Flix για την «Κόρη»

Αλλη αναπαντεχη επιλογή και η πιο συγκλονιστική σκηνή της ταινίας. Ο πατέρας (πάλι ο Γιώργος Συμεωνίδης) βλέπει την κόρη του να κάνει κάτι το φρικτό και το βάζει στα πόδια. Πάλι ένα θύμα, ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα στην κρίση από έναν απατεώνα, και εσύ δεν τον χαϊδεύεις, το αντίθετο.

Γιατί είναι ένας δειλός πατέρας. Η «Κόρη» παίχτηκε φέτος στη Λάρισα και κουβέντιασα με το κοινό. Με ρώτησαν πώς θα τη γύριζα σήμερα. Ε, λοιπόν, δεν θα την άλλαζα, μου φάνηκε ότι δυστυχώς αντέχει, αλλά σέμερα, όπως είμαι εγώ σαν άνθρωπος, δεν θα την έκανα. Τώρα τη βρίσκω πολύ σκληρή, τότε δεν το καταλάβαινα. Αλλά είναι αλήθεια και πρέπει να το αποδεχτούμε: τα παιδιά, που έχουν πολύ πιστέψει σε μπαμπάδες και μαμάδες, όταν νοιώσουν προδομένα, μπορεί να γίνουν πολύ βίαια. Η ευθύνη δεν είναι μόνο των παιδιών.

θάνος αναστόπουλος 607 Με τον Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν στις Κάννες

Και έρχεται μετά το ντοκιμαντέρ «Η Τελευταία Παραλία» (2016), είσαι πια μόνιμος κάτοικος Τεργέστης και ασχολείσαι με ένα παράδοξο, μοναδικό φαινόμενο της πόλης, μια δημοτική πλαζ, που είναι χωρισμένη με τοίχο, από τη μια οι άνδρες, από την άλλη οι γυναίκες.

Η «Κόρη» παιζεται το 2013 στο Βερολίνο, έχουμε μπεί πια στην μεγάλη κρίση. Ξέρω ότι δεν θα μπορώ για ένα διάστημα να κάνω ταινία στην Ελλάδα, έχουν καταρρεύσει όλα. Σκεφτομαι να κάνω κάτι στην Τεργέστη.

Σαν φόρο τιμής στην πόλη που σε έχει δεχτεί;

Οχι, περισότερο στα «Φαντάσματα της Επανάστασης» είχα αυτή την αίσθηση. Την «Παραλία» την έκανα σαν κάποιος που μια πόλη είχε υιοθετήσει για να γνωρίσω εγώ αυτούς και αυτοί εμένα. Η Πεντοτσίν, έτσι λέγεται, είναι λαική παραλία, σαν να κάναμε γύρισμα σε Αλιμο και Βούλα, δεν είναι Βουλιαγμένη ή Γλυφάδα. Λαικός κόσμος, πάλι με έναν τρόπο το υπογάστριο της πόλης με τράβηξε.

Φοβερό θέμα, είχε άραγε ξαναγίνει ντοκιμαντέρ;

Η παραλία είναι μέσα στην πόλη, πάς με τα πόδια, δεν είναι πολύ ωραία, αλλά πρακτική –ένας κόσμος χωρισμένος στα δύο, πήγαινε η γυναίκα μου με το γιο μας όταν ήταν μικρός. Αρχιζω την έρευνα και ανακαλύπτω έκπληκτος ότι ενώ έχουν γραφτεί πολλά ρεπορτάζ και στη Ιταλία και στο εξωτερικό, κανένας δεν την είχε κάνει ταινία. Βρήκα τον Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν, ντόπιο κινηματογραφιστή, και την κάναμε μαζί, ήθελα και το βλέμμα ενός ,που έχει μεγαλώσει στην Τεργέστη. «Μα τι βρίσκεις το τόσο ενδιαφέρον;», με ρώταγε. Ηταν πάλι το αντίστοιχο σουβλατζίδικο..

Πολύ γρήγορα καθορίσαμε τους κανόνες. Θα καθήσουμε, τραβώντας και οι δύο με 90 μοίρες διαφορά, έναν ολόκληρο χρόνο, από Νοέμβριο σε Νοέμβριο. Συνολικά πήγαμε 110 φορές. Δεν έχω κουραστεί τόσο σε άλλη ταινία. Το καλοκαίρι πηγαίναμε στις 6 το πρωί και φεύγαμε στις 9 το βράδυ. Φτάσαμε στο μοντάζ με υλικό 300 ώρες, ενάμιση χρόνο μόνταρε η Μπονίτα Παπαστάθη. Ο δεύτερος κανόνας: δεν θα βγούμε από την παραλία.

Θυμηθείτε εδώ: Ο Θάνος Αναστόπουλος μοιράζεται με το Flix το φωτογραφικό άλμπουμ της «Τελευταίας Παραλίας»

Με είχες στενοχωρήσει τότε, ήθελα και λίγο παραπάνω Τεργέστη, ευτυχώς αποζημιώθηκα με τα «Φαντάσματα της Επανάστασης».

Και ο τρίτος κανόνας: δεν θα ζητάγαμε σε κανέναν να πει ή να κάνει κάτι για μας. Περιμέναμε. Σταδιακά μας εμπιστεύτηκαν. Πρώτα οι άνδρες, πολύ αργότερα οι γυναίκες, είναι πάντα πιο δύσκολες. Εξη μήνες δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε μηχανή μέσα στη δική τους πλάζ. Κάποια στιγμή, όταν άρχισε να στρώνει το πράγμα, είπαμε να φέρουμε κανονικό συνεργείο κι εγώ φώναξα τον διευθυντή φωτογραφίας Ηλία Αδάμη, ο Ντάβιντε την Ντέμπορα Βρίζι, να πηγαίνει πιο εύκολα και στις γυναίκες. Τον ηχολήπτη αναγκαστήκαμε να τον διώξουμε την άλλη μέρα. Ενώ είμασταν επί έξη μήνες με τις κάμερες σε ενάμιση μέτρο απόσταση, κι ενώ ήξεραν ότι έχουν ενσωματωμένα μικρόφωνα, με το που βγήκαν τα μπουμ… σταμάτησαν όλοι να μιλάνε. Οταν πρωτοήρθε γκαζωμένος ο Ηλίας Αδάμης, «και τώρα τι τραβάμε;», με ρώτησε. «Κοίτα γύρω σου, δεν συμβαίνει τίποτα, περιμένουμε», του είπα. Επαθε σοκ . «Εμείς πάμε με τον ρυθμό αυτών των ανθρώπων, όχι αυτοί με μας».

Θυμάμαι τη χαρά και την έκπληξή μας όταν την πήραν οι Κάννες_

Είμασταν βέβαιοι ότι είναι μια ταινία για τη Βενετία, άντε για το Λοκάρνο. Αλλα, λίγο ψώνια, μάς άρεσε και η ταινία, αυτές οι δυόμιση ωρες ειχαμε στα χέρια μας, είπαμε: «δεν τη στέλνουμε για πλάκα στις Κάννες;». Και συνεχίσαμε να δουλεύουμε. Οταν ήρθε το «ναι» από Κάνες, το είχαμε ξεχάσει. Την αγαπώ πολύ αυτή την ταινία. Αλλα έχω ένα θέμα με ένα άλλο στερεότυπο, που σε ρωτάνε ποιά ταινία σου σού αρέσει πιο πολύ, κι εσύ, αυτάρεσκος, λες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω, είναι όλες τους παιδιά μου. Ε, δεν νοιώθω ότι οι ταινίες είναι παιδιά μου, είναι μια πατριαρχική αντίληψη, κυρίως γιατί παλιά ήταν πολύ περισσότεροι οι άντρες σκηνοθέτες και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, δημιουργήθηκε η μυθολογία ότι παιδιά τους είναι τα έργα της τέχνης τους. Για μένα οι ταινίες μου είναι σχέσεις ερωτικές, τις οποίες ζω για ένα διάστημα και μετά χωρίζω, και με κάποιες χωρίζω καλά και μπορώ να τις ξαναβλέπω και κάποιες όχι. Με το «Βάρος του κόσμου», ας πούμε, έχω μια κακή σχέση.

Aν πρωτοποριακός είναι ένας κινηματογράφος ο οποίος αναρωτιέται συνέχεια για τα όρια, που τα σπρώχνει, τα απλώνει, ένας κινηματογράφος που αποφεύγει όσο το δυνατόν περισσότερο τα στερεότυπα, ένας κινηματογράφος που προκαλεί και τον θεατή, αλλά και τον θέλει και συνένοχο σ΄αυτή την περιπέτεια, ναι είμαι πρωτοποριακός.»

Θάνος Αναστόπουλος

Φτάσαμε στα «Φαντάσματα της Επανάστασης» (2022), για μένα το παραγνωρισμένο σου αριστούργημα.

Παραγνωρισμένη ταινία; Ναι, με έναν τρόπο. Ισως είναι η πιο τολμηρή μου. Επίσης, διαβάστηκε λάθος. Δεν μπορούσες να την κατατάξεις. Εσύ δεν έχεις από ό,τι φαίνεται αυτό το πρόβλημα. Κι εμένα γενικά μου αρέσει να μην είμαι μέσα στα στερεότυπα, κατ αρχήν γιατί βαριέμαι εύκολα . Οι ταινίες θέλω να έχουν ρευστές ταυτότητες, να μην έχεις από πριν την αίσθηση τι θα είναι και να πηγαίνεις να το βάλεις σε ένα κουτάκι. Μπορεί να κάνω και λάθος, σέβομαι όσους το κάνουν, προς θεού, αλλά εμένα μου στερεί ένα κομμάτι ελευθερίας, νοιώθω ότι η ταινία κινδυνεύει να γίνει προιόν. Όταν ξεκίνησα να κάνω κινηματογράφο η επιθυμία μου δεν ήταν να διαλέξω ένα επάγγελμα, αλλά έναν προορισμό.

Τα «Φαντάσματα» ήταν μια παραγγελιά από την ελληνική κοινότητα Τεργέστης, το 2020, λίγο πριν την πανδημία για ένα ντοκιμαντέρ για τα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821. Ε, λοιπόν, μεγάλο δώρο η πανδημία, καθόρισε τη φύση, την αισθητική και τη γοητεία της ταινίας.

Συμφωνώ. Στην αρχή είπα «όχι», δεν μπορούσα να με φανταστώ να κάνω ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ. Και τι συνέβη; Ηρθε η πανδημία και κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Μπορούσα να πάρω το χρόνο μου χωρίς να νιώθω ότι τον χάνω. Διάβασα τα πάντα από περιέργεια, για την κοινότητα, για την περίοδο εκείνη, για τον διαφωτισμό στην Ευρώπη και τους Ελληνες εμπόρους της Τεργέστης .Βρήκα λεπτομέρειες, υποσημειώσεις στην Ιστορία που με ενέπνευσαν. Ας πούμε, ότι ο Ναπολέων έρχεται στην Τεργέστη ,σταματάει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα, μετά τον πιάνει πονόδοντος και δεν πάει στη δεξίωση που τον περιμένουν. Γνώρισα απέξω κι ανακατωτά το καταπληκτικό Παλάτι του Καρτσιώτη, θρυλικού έλληνα εμπόρου. Την εποχή εκείνη, σχεδόν ρημαγμένο ,πουλιόταν από τον Δήμο κοψοχρονιά, τώρα το ανακαινίζουν, η Generalis που το αγόρασε θα το μετατρέψει σε Διεθνές Κέντρο για την Ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης. Θα μείνει, ακριβώς όπως ήταν, είμαστε στην Ιταλία, δεν τα πετάνε εκεί τα υπέροχα παλιά μέγαρα. Μην τα πολυλογώ, κάτι η ιστορία του Ρήγα στην Τεργέστη, αλλά και η αναστήλωση ακριβώς εκείνη την εποχή του Ελληνικού Νεκροταφείου Τεργέστης, και μου ήρθε μια ιδέα. Σκέφτηκα τα φαντάσματα του νεκροταφείου να ξυπνάνε από τη βαβούρα, να παίρνουν το λεωφορείο και να πηγαίνουν στην πολη. Αυτό ήταν. Μπορούσα πιά να κάνω την ταινία. Εχει κάτι που νομίζω ότι χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες μου. Κάνω κινηματογράφο του παρόντος, δηλαδή, της περιόδου, που γυρίζω την κάθε ταινία. Ούτε για το τι θα συμβεί στο μέλλον ούτε για το τι έχει συμβεί στο παρελθόν. Δεν είναι μια ιστορική ταινία τα «Φαντάσματα», είναι στο τώρα, στο 2020, στην πανδημία. Κι ενώ η ταινία είναι, εννοείται, μυθοπλασία, επειδή εκκίνησε ως ντοκιμαντέρ κι έχει και πολλά ιστορικά στοιχεία, προσπαθεί, όπως όλες οι ταινίες μου να σπάσει, περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα, τα σύνορα, τους διαχωρισμούς ανάμεσα στο ένα είδος και το άλλο.

Φαντάσματα της Επανάστασης Φαντάσματα της Επανάστασης

Και η καινούργια σου ταινία κάτι μεικτό είναι;

Ναι, είναι και τα δύο.

Λίγο παραπάνω ίσως φιξιόν για να μην.. τρομάξει ο θεατής;

Εννοείς τον άνθρωπο, που τρόμαξε με τα «Φαντάσματα της Επανάστασης» στην αίθουσα; Δεν έκαναν ούτε χίλια εισιτήρια –αν και πια ακόμα και τα χίλια πολλά είναι. Την ίδια ώρα, όμως, ξαφνικά μας πήραν από το Ertflix και μας είπαν ότι η ταινία είχε κάνει 1 εκ views.

Είναι εντελώς ελληνική η νέα σου ταινία; Η απόσταση, τόσα χρόνια κάτοικος Ιταλίας, δεν σου δημιουργεί μια αμηχανία, ένα άγχος;

Αυτό θα μου το πείς εσύ όταν τη δεις. Γιατί είναι απολύτως ελληνική. Ηθελα να επιστρέψω να δω τι συμβαίνει εδώ. Δώδεκα χρόνια μετά την Κόρη κάνω ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Γι’ αυτό είναι και ρόουντ μούβι. Είναι πάλι δυό γενιές. Είναι πάλι μια απλή ιδέα, πιο σημερινή δεν γίνεται. Πήγαμε σε όλη την Ελλάδα, από την Αθήνα μέχρι τον Καναδά, ένα χωριό στον Εβρο, στα σύνορα με Τουρκία και Βουλγαρία.

Ας μιλήσουμε λίγο για το πως δουλεύεις με τους ηθοποιούς και κυρίως για τη σχέση σου με τον Γιώργο Συμεωνίδη. Σου χρωστάει δυό μεγάλους ρόλους, στη «Διόρθωση» και στην «Κόρη».

Εγώ τού χρωστάω. Τον πρωτογνώρισα στο θέατρο, τον είχα σκηνοθετήσει στις «Δοκιμές» στο Αμόρε, σε μια διασκευή ενός φωτογραφικού άλμπουμ του Μισέλ Φάις. Είχε ήδη μια μεγάλη πορεία με τον Θόδωρο Τερζόπουλο στο θέατρο, αλλά δεν είχε παίξει στο σινεμά, εκτός από ένα μικρό ρόλο στην «Ολγα Ρόμπαρτς» του Χρήστου Βακαλόπουλου. Μου είχε κάνει εντύπωση πώς ένας ηθοποιός με τόσο μεγάλη γκάμα και συγκέντρωση δεν είχε κάνει σινεμά. Τώρα παίζει πιο συχνά. Μου ταίριαξε πολύ ο Γιώργος. Κι ας έχω ένα κακό: το σινεμά μου στην πραγματικότητα εκκινεί από το ντοκιμαντέρ, από την παρατήρηση. Ετσι δεν μου αρέσει να κάνω πρόβες, δεν κάνω πρόβες ποτέ. Δημιουργώ τις συνθήκες και περιμένω. Και, επίσης, αν κάτι δεν πάει καλά, το αλλάζω εγώ αντί να ζητήσω από τους άλλους να αλλάξουν, αλλάζω την θέση της κάμερας, ας πούμε. Κουνάω τα πράγματα για να αλλάξει η δυναμική τους. Δεν δίνω καν σενάριο στους ηθοποιούς, απλώς μιλάμε για το θέμα της ταινίας.

Με κάτι τέτοια, οι ηθοποιοί ή γουστάρουν ή παθαίνουν πλάκα.

Νομίζω ότι ότι τους καθησυχάζουν οι συνεργάτες μου, πολλές φορές το έχει κάνει η Μαγιού Τρικεριώτη, επειδή έχουμε δουλέψει πολύ μαζί και έχουμε μια επικοινωνία μη λεκτική. Το ίδιο και η μακιγιέζ Εύη Ζαφειροπούλου, που είναι πολύ κοντά με τους ηθοποιούς. Νοιώθω ότι όταν βγάζουν τις ανησυχίες τους , «μα τι γίνεται τώρα, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω», τους λένε,

Πως νιώθεις που σε τιμά το Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου; Θεωρείς το σινεμά σου πρωτοποριακό;

Ωραία ερώτηση. Εχει διπλή απάντηση. Η μία είναι ότι αν πρωτοποριακός είναι ένας κινηματογράφος ο οποίος αναρωτιέται συνέχεια για τα όρια, που τα σπρώχνει, τα απλώνει, ένας κινηματογράφος, που αποφεύγει όσο το δυνατόν περισσότερο τα στερεότυπα, ένας κινηματογράφος, που προκαλεί και τον θεατή ,αλλά και τον θέλει και συνένοχο σ΄αυτή την περιπέτεια, ναι είμαι πρωτοποριακός. Την ίδια ώρα, με ένα τρόπο πολύ πιο πεζό, βλέποντας το εξαιρετικό πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ με ταινίες που πλέον έχουν εξοβελιστεί, που σπρώχνονται στο περιθώριο, ενώ παλιότερα είχαν μια θέση στο σινεμά, ως σινεφίλ και αρτχάουζ, ακόμα και μεινστριμ μερικές από αυτές, νιώθω συγγενής μαζί τους. Είμαι συγγενής με αυτούς τους πρόσφυγες, που είναι οι ταινίες μας και πηγαινοέρχονται στον πλανήτη, προσπαθώντας να βρουν κάπου να ριζώσουν. Μια οικογένεια. Φίλους και συγκάτοικους. Ετσι χαίρομαι πολύ που με κάλεσαν στο Φεστιβάλ. Νοιώθω μεγάλη τιμή. Δεν την περίμενα καθόλου. Επεσε και σε καλή στιγμή, είχα τελειώσει γυρίσματα, ένιωθα ότι έχω καινούργια ταινία. Καμμιά φορά τέτοια αφιερώματα μπορεί να σε κάνουν να νιώσεις βόλεμα ή και ότι έχεις τελειώσει.

Δεν έχεις σπουδάσει κινηματογράφο. Ας τελειώσουμε την κουβέντα μας με το γιατί, πότε και πώς αποφάσισες να γίνεις σκηνοθέτης.

Αποφάσισα ότι θα γίνω σκηνοθέτης στα 17 μου χρόνια. Στη Δευτέρα Λυκείου το είχα γράψει, μάλιστα, στο λεύκωμα του σχολείου. Και είμαι περήφανος που τα κατάφερα. Δεν έχω κάνει σχολή κινηματογράφου, έμαθα βλέποντας πολλές ταινίες. Δεν είναι ο μόνος τρόπος, αλλά μαθαίνεις. Σπούδασα Φιλοσοφική στα Γιάννενα και έκανα μεταπτυχιακά στο Παρίσι (Φιλοσοφία Τέχνης στη Σορβόννη και Κινηματογράφο και Ιστορία στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales με καθηγητή τον Μάρκ Φερό).

Στο πρώτο εξάμηνο της Φιλοσοφικής , 18 χρονών, γύρισα την πρώτη μου ταινία, 15 λεπτά με super 8. «Πρέπει να κάνω μια ταινία, αν δεν την κάνω τώρα, θα με παρασύρει το πανεπιστήμιο», σκεφτόμουνα. Eνα ζευγάρι σε ερωτικό ραντεβού, τρία βράδια έξω από την Ακαδημία Αθηνών, κανονική άγνοια κινδύνου. Τα μόνα χρήματα ,που πλήρωσα, ήταν η αμοιβή ενός δημοτικού υπαλλήλου, που ήρθε για να μας δίνει φως. Εκανα και ολομόναχος το μοντάζ με μια χειροκίνητη μουβιόλα κλεισμένος ένα μήνα το καλοκαίρι στο σπίτι, με μόνη βοήθεια το βιβλίο «Η τέχνη του κινηματογράφου» του Γιώργου Καβάγια. Αυτή την αίσθηση, αυτή την ευδαιμονία εκείνου του μήνα δεν την έχει ξεπεράσει ακόμα τίποτα. «Εδώ είμαι, εδώ μπορώ να ζω, αυτή είναι η πατρίδα μου και η οικογένειά μου», έλεγα. Τη δουλειά την έμαθα στη δουλειά… Είκοσι χρονών με πήρε, μετά από μεγάλη πίεση, ο ευγενέστατος Θόδωρος Αγγελόπουλος να δουλέψω στον «Μελισσοκόμο». Επειδή ήμουν ο μόνος που εκτός από αυτόν μίλαγε γαλλικά, μου πάσαραν τον Μαστρογιάνι. Περιττό να πω τι έμαθα και έζησα δίπλα σ’ αυτούς τους δυο κορυφαίους καλλιτέχνες.


Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, στη σελίδα της Ταινιοθήκης στο Facebook και στο Instagram.