
Η Στρατούλα Θεοδωράτου μας συγκίνησε και μας σημάδεψε πριν μπόλικα χρόνια, με τη μικρού μήκους ταινία της, του 2003, «Οχι πια Ιστορίες Αγάπης». Από τότε την απορρόφησε το ντοκιμαντέρ και μόνο αυτή τη σεζόν, με πρεμιέρα στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, επέστρεψε στη μυθοπλασία με την «Πανίδα», την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία.
Στο φιλμ, όπου πρωταγωνιστούν οι Ελενα Μαυρίδου, Αντώνης Μυριαγκός και Γιώργος Μωρόγιαννης, μια φωτορεπόρτερ, ένας αρχιτέκτονας κι ο ηλικιωμένος, ανοϊκός πατέρας του, εγκλωβίζονται στο κέντρο της Αθήνας, μια μέρα που εκτυλίσσονται εκτεταμένα κι αόριστα επεισόδια. Η αναγκαστική συμβίωση έχει απρόβλεπτη εξέλιξη και καθώς η ώρα περνά, αναδύονται ιδεολογικές συγκρούσεις, σχέσεις εξάρτησης και συσσωρευμένος θυμός. Ολοι εμπλέκονται σε μια τεράστια οικολογική καταστροφή, μια πυρκαγιά που έκαψε δάση και κατοικημένες περιοχές σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους.
Λίγο πριν η «Πανίδα» βγει στις αίθουσες, την Πέμπτη, 10 Απριλίου, η Στρατούλα Θεοδωράτου μίλησε στο Flix, με υπέροχο, συγκροτημένο και λίγο ποιητικό (όπως κι η ίδια) λόγο, για το σινεμά, για το σύγχρονο ελληνικό κόσμο, για τη ματαιότητα και την ελπίδα, για το τι απέγιναν οι ιστορίες αγάπης για ταινίες και για ανθρώπους. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Από ποιο σημείο ξεκίνησε το σενάριο της «Πανίδας» — από έναν χαρακτήρα, μια εικόνα, μια αίσθηση ή ένα κοινωνικό γεγονός; Ποια ήταν η πρώτη σπίθα;
Νομίζω ότι ξεκίνησε αόριστα κάποιο καλοκαίρι που ζούσαμε ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, όταν ακόμα δεν είχαν γίνει τόσο συχνές. Aκουγα φρικτές ειδήσεις στο ραδιόφωνο ενώ χάζευα μιαν αράχνη να χτίζει έναν τεράστιο – αλλά τεράστιο! – ιστό σε μια λεμονιά. Μετά από λίγο καιρό, έτυχε να συναντήσω δύο φορές, σε μικρό χρονικό διάστημα, τον ίδιο ανοϊκό ηλικιωμένο, σε διαφορετικούς κι εντελώς άσχετους μεταξύ τους, σταθμούς του μετρό. Φορούσε τα ίδια εξαθλιωμένα ρούχα, ήταν πολύ ταλαιπωρημένος, αλλά βάδιζε με σχετική βεβαιότητα, παρ' ότι δεν πήγαινε πουθενά. Από τις κουβέντες που κάναμε κάθε φορά μέχρι να έρθει η αστυνομία, δεν έβγαινε κανένα συμπέρασμα για την ταυτότητά του, και παρ' ότι ήταν συμπαθέστατος, είχε μια ενοχλητική φυσιογνωμική ομοιότητα με τον Παττακό (τον δικτάτορα). Μετά τη δεύτερη συνάντηση, ξεκίνησα να γράφω το σενάριο.
Η σκηνοθεσία θυμίζει «θέατρο δωματίου» — οι χαρακτήρες μοιάζουν παγιδευμένοι σε έναν περιορισμένο χώρο που εντείνει τις συγκρούσεις. Ηταν αυτό συνειδητή επιλογή για να αναδείξετε την ψυχολογία τους και τα κοινωνικά τους όρια;
Με γοήτευαν πάντα οι ταινίες που γυρίζονται σε έναν χώρο, τις θεωρώ πολύ δύσκολες σκηνοθετικά, αφού δεν έχεις κανένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της τέχνης αυτής, την ποικιλία και τις απροσδόκητες αλλαγές του σκηνικού, την αφθονία των γωνιών λήψης κλπ. Μένεις μόνο με την ιστορία και τα πρόσωπα. Πρέπει να έχω δει ό,τι «μονόχωρη» ταινία κυκλοφορεί! Παράλληλα, έχω παρατηρήσει ότι, όσο πιο μικρά είναι τα σπίτια, τόσο χειρότερη σχέση έχουν τα μέλη της οικογένειας. Oτι οι άνθρωποι που κλείνονται σε μια περιοχή, σ’ ένα χωρίο, που δεν μετακινούνται, έχουν μια τάση να κατηγορούν τους γύρω τους και να εξομολογούνται αιφνιδιαστικά.
Η παραγωγή με βασάνισε περισσότερο, ο φόβος ότι θα κάνω μοιραία οικονομικά λάθη, όχι η σκηνοθεσία, γιατί είχα κάνει λεπτομερή προετοιμασία κι ένα ντεκουπάζ που, σε γενικές γραμμές, το ακολούθησα. Με στεναχώρησε που – πάλι – δεν είχα δικαίωμα να πειραματιστώ, λόγω πίεσης χρόνου, στο γύρισμα.»
Είχα μελετήσει πολύπλευρα αυτό το «στρίμωγμα» όταν γύριζα το «Ψάρι στο Βουνό» (ντοκιμαντέρ για το Πέραμα) και με είχε εντυπωσιάσει η δυναμική του. Ηθελα λοιπόν να δοκιμάσω μια τέτοια ταινία, με την ποιητική του εγκλεισμού, όπου οι ήρωες κλείνονται κάπως «μεταφυσικά», που δεν βγαίνουν ούτε στο μπαλκόνι, ενώ μπορούν, ενώ η πόρτα ανοίγει διαρκώς από μόνη της. Ενα κομμάτι που με ενδιέφερε επίσης και το δουλέψαμε με την Ελενα Μαυρίδου, την πρωταγωνίστρια της ταινίας, ήταν το πώς χάνει η ηρωίδα σταδιακά την ταυτότητά της μέσα στον ξένο χώρο, και μέχρι πού μπορούμε να το πάμε, χωρίς να αλλοιωθεί ο πυρήνας της.
Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς πάνω στην ένταση και στη σιωπή, ειδικά σε σκηνές όπου η βία υποβόσκει χωρίς να εκφράζεται άμεσα; Υπήρχε χώρος για αυτοσχεδιασμό ή ήταν όλα αυστηρά δομημένα;
Οι φορτισμένες παύσεις περιγράφονταν στο σενάριο, αλλά η Ελενα κυρίως, ένοιωθε την ανάγκη και να αυτοσχεδιάσει. Ο ρόλος της έχει περιπλοκότητα και μεταβολές απότομες, η Αννα (ρόλος) είναι πιο εξοικιωμένη με τη βία και τη σωματική επαφή, κι εκφράζεται πιο αυθόρμητα. Ο χρόνος που είχαμε για πρόβες ήταν απελπιστικά περιορισμένος, κι έτσι έδωσα βάρος στη λεπτομερή ανάλυση των χαρακτήρων και του παρελθόντος τους. Δουλέψαμε τις συναίσθηματικές μεταβολές των ρόλων μέσα σε κάθε σκηνή, από ατάκα σε ατάκα. Οι σιωπές του Λάμπρου (Γιώργος Μωρόγιαννης) ήταν οι πιο δύσκολες. Με βασάνισε το πώς/αν θα γράψουν στον φακό τα ταυτόχρονα κι αντιφατικά συναισθήματα, ειδικά στον ρόλο του πρωταγωνιστή, Αντώνη Μυριαγκού. Τους ζητούσα συχνά να λένε μια ατάκα ενώ σκέφτονται κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Στην αρχή τους φαινόταν αστείο.
Τι ήταν το πιο δύσκολο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας;
Το ότι δεν έχω ένα όνομα που να «ανοίγει πόρτες». Οτι έκανα πάρα πολλά πράγματα μόνη μου, και κυρίως, η τεράστια ευθύνη της παραγωγής. Η παραγωγή με βασάνισε περισσότερο, ο φόβος ότι θα κάνω μοιραία οικονομικά λάθη, όχι η σκηνοθεσία, γιατί είχα κάνει λεπτομερή προετοιμασία κι ένα ντεκουπάζ που σε γενικές γραμμές, το ακολούθησα . Με στεναχώρησε που – πάλι – δεν είχα δικαίωμα να πειραματιστώ, λόγω πίεσης χρόνου, στο γύρισμα.
Ποια από τα καλώς και ποια από τα κακώς κείμενα του ελληνικού σινεμά συναντήσατε κατά τη διάρκεια παραγωγής της ταινίας;
Το μεγαλύτερο κακό είναι τα χαμένα χρόνια. Διαδικασίες που σέρνονται και σε απομακρύνουν από το σενάριο και το πάθος να γυρίσεις τώρα, επειγόντως, αυτήν την ταινία, χρόνια που σε αλλάζουν. Επειτα η διαδικασία της αξιολόγησης των σεναρίων, από ομάδα κριτών στην οποία συμμετείχαν άτομα που είχαν καταθέσει κι οι ίδιοι σενάρια προς έγκριση κι εγκρίθηκαν, η γραφειοκρατεία, η αξιολύπητη σιωπή όσων φοβούνται να μιλήσουν μήπως «κάνουν εχθρούς», η έλλειψη χρημάτων που σε οδηγεί σε οδυνηρούς συμβιβασμούς οι οποίοι φαίνονται στην ταινία. Επίσης, λόγω των πολλών σήριαλ και των ξένων παραγωγών, δεν έβρισκα εύκολα συνεργάτες, τεχνικούς και ηθοποιούς. Εξοργιστικό θεωρώ και το να βρίσκονται άνθρωποι, παντελώς άσχετοι με την τέχνη μας, σε κρίσιμες θέσεις εξουσίας που την επηρεάζουν. Τέλος, το γεγονός ότι λόγω χαμηλού προϋπολογισμού, δεν μπορούσα να πάρω χρήματα από το ΕΚΟΜΕ…
Μια ταινία δεν λύνει προβλήματα, πολλές ταινίες μαζί όμως, το σινεμά ως τέχνη, αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αυτό είναι που φέρνει τις λύσεις. Παρ’όλα αυτά, μια ταινία μπορεί να σε βοηθήσει να δεις πιο καθαρά μια κατάσταση, να σου δώσει θάρρος, μια φαντασιακή δικαίωση, έναν ορίζοντα σε μια στιγμή απελπισίας ή ένα πλαίσιο για τα ερωτήματά σου. Αν βέβαια είσαι έτοιμος, αν αναζητάς.
Στα θετικά, είναι η κατανόηση προς τις εγχώριες κινηματογραφικές παραγωγές από τις εταιρίες ενοικίασης εξοπλισμού, αυτοκινήτων, εργαστήρια, studio, κλπ. Η προσπάθεια κάποιων υπαλλήλων τόσο της ΕΡΤ όσο και του ΕΚΚ να διευκολύνουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εχει βελτιωθεί η ροή των χρημάτων στο γύρισμα, γεγονός που βοηθάει πολύ έναν σκηνοθέτη-παραγωγό. Η αφιλοκερδής προσφορά, η διάθεση φίλων και γνωστών από τον χώρο - αλλά κι εκτός χώρου - να βοηθήσουν, η ατμόσφαιρα γιορτής όταν έρχονται για κομπάρσοι. Η ευρηματικότητα των συντελεστών, που είναι ιδιαίτερα οξυμένη λόγω της «εκπαίδευσης» στην ένδεια των ελληνικών ταινιών, το μεράκι των τεχνικών. Η φιλοτιμία των ηθοποιών, η παιδικότητά τους, η αγάπη για την τέχνη τους.
Πού συναντά η «Πανίδα» την έκρυθμη κοινωνικά και πολιτικά κατάσταση της Ελλάδας σήμερα; Μπορεί μια ταινία να εξηγήσει ή να δώσει λύσεις στα θέματα εκτός οθόνης;
Η «Πανίδα» συναντιέται με κάποια από τα βασικά συστατικά της ελληνικής παθογένειας, τη διαφθορά και την ιδιοτέλεια. Ολη η ιστορία διαδραματίζεται σε μία μέρα, στο κέντρο της Αθήνας, όπου για αόριστο λόγο, συμβαίνουν άγρια επεισόδια. Ενα «φόντο» που δημιουργείται όλο και πιο συχνά, λόγω της διόγκωσης των προβλημάτων μας. Υπάρχει μια επίμονη, αλλά ιστορικά εξηγήσιμη, αδυναμία των Ελλήνων να δημιουργήσουν «κράτος», με την έννοια της οργανωμένης, δίκαιης και ελεγχόμενης διακυβέρνησης. Στην ιστορία της «Πανίδας», η αυθαιρεσία της εξουσίας, μέσα από μια σειρά φαινομενικά ασύνδετων γεγονότων, και με το πρόταγμα της ανάπτυξης, οδηγεί σε μια μεγάλη καταστροφή με πολλούς νεκρούς. Παρ’ όλο που στην ταινία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ακριβώς, κι όλοι δηλώνουν καλές προθέσεις, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει τελικά από αυτό το νοσηρό πλαίσιο, γιατί όπως λέει κι ο Παύλος, «στη σάπια βάρκα, κανείς δεν πατά σε γερό σανίδι».
Μια ταινία δεν λύνει προβλήματα, πολλές ταινίες μαζί όμως, το σινεμά ως τέχνη, αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αυτό είναι που φέρνει τις λύσεις. Παρ’όλα αυτά, μια ταινία μπορεί να σε βοηθήσει να δεις πιο καθαρά μια κατάσταση, να σου δώσει θάρρος, μια φαντασιακή δικαίωση, έναν ορίζοντα σε μια στιγμή απελπισίας ή ένα πλαίσιο για τα ερωτήματά σου. Αν βέβαια είσαι έτοιμος, αν αναζητάς. Η «Πανίδα» ζητά από τον θεατή να αποφασίσει ο ίδιος, με βάση τα στοιχεία που του δίνονται, ποια είναι η αλήθεια, χωρίς να του επιβάλλει ποιον πρέπει να πιστέψει, ποια εκδοχή να ενστερνιστεί.
Ομως ο θεατής πρέπει πάντα να έχει στο νου του ότι η τέχνη είναι μύθος, υπάρχει εξιδανίκευση, στις καταστάσεις, στους χαρακτήρες, στο βάθος του αισθήματος. Ακόμα και στην προσέγγιση του κακού υπάρχει η τάση προς το ακραίο ή το μεγαλειώδες, κάτι που στη ζωή σπανίως συναντάται. Οι έρωτες σπανίως είναι τόσο μεγάλοι, τα πρόσωπα συνήθως δεν έχουν τη γοητεία των ηθοποιών, ούτε τις ετερόκλητες αρετές των ρόλων. Αλλά πάλι, για αυτό ακριβώς δεν παθιαζόμαστε με τις ταινίες;
Τι θα θέλατε να συζητήσει κάποιος μετά το τέλος της «Πανίδας»;
Θα μου άρεσε να συζητήσουν για την ευτέλεια της απληστίας, τη ματαιότητα του κακού, την εθελοτυφλία, κι αυτή την ακατανόητη υπομονή των πολλών, που επιτρέπει στους λίγους να καταχρώνται τα κοινά αγαθά. Θα ήθελα να μιλήσουν για την αγάπη που κακοφορμίζει όταν έχει ηττηθεί από την πραγματικότητα, που δεν αρκεί για να βελτιώσει τους ανθρώπους. Να πουν κάτι ωραίο για τη μυστηριώδη έλξη των σωμάτων. Να σχολιάσουν τη μαχητική πίστη στην αλήθεια, τον αγώνα ενάντια στο άδικο ως αυταξία. Θα ήθελα να σταθούν στο πεζοδρόμιο, τη νύχτα, κουβεντιάζοντας αν έχει κάποιος το δικαίωμα να ευτυχεί προξενώντας δυστυχία στους άλλους ή αν ένα σπουδαίο έργο τέχνης, έχει λόγο ύπαρξης όταν γίνεται μνημείο αμοραλισμού. Και καθώς θα χάνονται στο βάθος του δρόμου, ν’αναρωτιούνται, λίγο αφηρημένοι, τι μένει από έναν άνθρωπο, όταν έχει χάσει τη μνήμη του.