Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, η Στρατούλα Θεοδωράτου, με θητεία στην τηλεόραση και το ντοκιμαντέρ, προσπαθεί να μπλέξει, χωρίς επιτυχία, τις προσωπικές σχέσεις αστών μεσήλικων όπου κυριαρχούν τα ψέματα και τα πάθη, με κοινωνικοπολιτικά μηνύματα που φτάνουν μέχρι την πάλη των τάξεων, στην μορφή περίπου μιας καθημερινής σαπουνόπερας.

Μια φωτορεπόρτερ, ένας αρχιτέκτονας κι o πατέρας του, ο οποίος πάσχει από άνοια, εγκλωβίζονται στο κέντρο της Αθήνας μια μέρα που εκτυλίσσονται εκτεταμένα επεισόδια στους δρόμους. Και οι τρεις εμπλέκονται σε μια μεγάλη πυρκαγιά με δεκάδες νεκρούς. Η συμβίωση φέρνει συγκρούσεις, καθώς σχέσεις εξάρτησης και συσσωρευμένος θυμός αναδύονται. Η αναζήτηση της αλήθειας μοιάζει ανέφικτη.

Αλλά για ποια «αλήθεια» μιλάμε ακριβώς στην προκειμένη περίπτωση;

Γιατί στην πραγματικότητα, η «Πανίδα» θέλει να φέρει τους χαρακτήρες, κλείνοντάς τους μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού στο Κολωνάκι, αντιμέτωπους με τη σκληρή (ελληνική) πραγματικότητα, με απώτερο σκοπό να απολογηθούν για τις ευθύνες τους, τα λάθη τους αλλά και τις επιλογές τους.

Απόλυτα εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, αλλάζουν στρατόπεδα διαρκώς σε μια άτυπη πάλη των τάξεων, με τη Θεοδωράτου να προσπαθεί όλα αυτά να τα αποδώσει με μια ακραία θεατρικότητα που όμως βραχυκυκλώνει ένταση και ρυθμό σε ισόποσες δόσεις.

Ο εγκλωβισμός του ενός χώρου οδηγεί αναπόφευκτα σε άκρατη φλυαρία, υπερβολικό βάρος στις πλάτες των ηθοποιών και αφελή ευρήματα για να ελαφρύνει η ατμόσφαιρα (οι ερωτικές εκρήξεις των ηρώων μοιάζουν πολλές φορές αχρείαστες και χωρίς να προσδίδουν κάποια ιδιαίτερη σχέση στην άναπτυξή τους). Καταλήγει, στην προσπάθειά της να είναι αιχμηρή, να μοιάζει τελείως απλοϊκή, αδυνατώντας να μεταφράσει τους προβληματισμούς της σε κάτι ουσιαστικά συμπαγές και πολυεπίπεδο.

Οι Ελενα Μαυρίδου και Αντώνης Μυριαγκός έχουν σίγουρα χημεία μεταξύ τους και είναι αυτοί που κρατούν το ενδιαφέρον της ταινίας σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά οι ελάχιστες στιγμές νατουραλισμού δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν τη βερμπαλιστική αφήγηση και χάνονται κάτω από το αδιάκοπο βάρος της.

«Ούτε στις σαπουνόπερες δεν συμβαίνουν αυτά», ακούγεται κάποια στιγμή να λέει ο Αντώνης Μυριαγκός. Να και σε κάτι που θα μας βρει απολύτως σύμφωνους.