Φέτος ήταν η χρονιά της. Παρόλο που είχε μία διακεκριμένη πορεία στο Λονδίνο, με συνεργασίες με μεγάλους σκηνοθέτες (όπως ο Στίβεν Φρίαρς) και την πλατφόρμα του Netflix (στην ομάδα μοντάζ του «The Crown»), τα πρότζεκτ του 2023 της έφεραν επιτυχία, αναγνώριση, οσκαρική λάμψη.
Η μοντέζ Αγγέλα Δεσποτίδου είδε τη δουλειά της στη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα να συναντά την πλημμυρική αποδοχή του ελληνικού κοινού (η ελληνική ταινία που, πέραν τον βραβείων και των διακρίσεων, κέρδισε τους θεατές κι έσπασε τα κοντέρ του εγχώριου box office). Παράλληλα, μία «οπισθοδρομική» (μάς εξηγεί τι εννοεί) για την καριέρα της επιλογή, μία μικρού μήκους πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, το «The After» του Μισάν Χάριμαν βρέθηκε στην πολυπόθητη οσκαρική πεντάδα.
Στο Flix θέλουμε να παρέχουμε την πλατφόρμα σε όσους δουλεύουν πίσω από τις κάμερες, όσους δεν γνωρίζουν τη διασημότητα και την λάμψη εκτός του στενού μας χώρου, στους πολύτιμους συνεργάτες ενός σκηνοθέτη που παίζουν σημαντικό ρόλο από τα πόστα τους για να φέρουν το όραμά του στην μεγάλη οθόνη.
Για αυτό ήταν μεγάλη μας χαρά να συνομιλήσουμε με την φετινή Ελληνίδα των Οσκαρ. Περισσότερη χαρά όμως ήταν να δώσουμε το μικρόφωνο σε μία καλλιτέχνη (κι ας μην δέχεται τον όρο) που αντιμετωπίζει την τέχνη της με τόσο σεβασμό, κόπο, αφοσίωση και στοχοπροσήλωση.
Διαβάστε επίσης: Οι Ελληνες των φετινών Οσκαρ
Photo credit: Σταύρος Δενδρινός
Είμαι η Αγγέλα και είμαι μοντέζ! Θα γελάσετε, αλλά πάντα έρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση, σε πραγματική αμηχανία, όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνω. Αν απαντήσω «μοντάζ», μετά βουλιάζω σε κινούμενη άμμο προσπαθώντας να εξηγήσω με ακρίβεια τι είναι αυτό. Η ειδικότητά μας είναι μία κινηματογραφική, άκρως δημιουργική και σημαντική δουλειά, που δεν φαίνεται και δεν πρέπει να φαίνεται - αυτό είναι το ατού της. Αντε τώρα να την εξηγήσεις με λίγα λόγια, σ' ένα πηγαδάκι, σ' ένα πάρτυ (γελάει).
Οχι δεν ήξερα πάντα ότι θέλω να κάνω μοντάζ, ούτε καν σινεμά! Η αγάπη μου για τον κινηματογράφο ξεκίνησε από τότε που ήμουν πολύ μικρή - χωρίς όμως να έχει την μορφή που έχει τώρα, και χωρίς να γνωρίζω τότε τι ακριβώς προσδοκούσα απ' αυτό. Ηταν ένα κρυφό, ανεκδήλωτο όνειρο που δεν μοιραζόμουν με κανέναν και πουθενά, καθώς στο κοινωνικό μου πλαίσιο θα θεωρούμουν ψώνιο. Δεν θυμάμαι πότε αποφάσισα να κάνω σινεμά. Θυμάμαι όμως τηνπρώτη φορά πάντως που αποφάσισα ότι δεν μπορώ να κάνω αυτή την δουλειά. είναι όταν είδα σε κάποιο θερινό, στην ηλικία των 17, τον «Θάνατο στην Βενετία» του Λουκίνο Βισκόντι. Θυμάμαι που τελείωσε η ταινία και είπα «Αυτό είναι ένα αριστούργημα! Και αν αυτό είναι ο κινηματογράφος, εγώ δεν είμαι ικανή να το κάνω!» Αισθάνθηκα πολύ μικρή μπροστά του, ενώ ταυτόχρονα η αγάπη και το δέος μου για αυτή την τέχνη μεγάλωσε.
Τα πρώτα βήματα Αργησα αρκετά να πάρω την απόφαση να ξεκινήσω τις σπουδές μου στο σινεμά. Αυτό είναι το κακό στα 17 σου με τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Πώς να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις ή πώς να το κάνεις; Χωρίς καμία υποστήριξη απ' την οικογένεια μου και με μόνο εφόδιο το πάθος μου πήγα στην Σχολή Κινηματογράφου Σταυράκου. Σπουδάζοντας ουσιαστικά σκηνοθεσία, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δε θέλω να γίνω σκηνοθέτης. Μου άρεσαν τα μαθήματα του μοντάζ, αλλά η πραγματική επαφή μαζί του ήρθε όταν ξεκίνησα να δουλεύω σαν βοηθός της μοντέζ Ιωάννας Σπηλιοπούλου, που είναι και η μέντοράς μου. Μου έμαθε τη δουλειά η ίδια (σε μουβιόλα, εννοείται) και το μόνο που απαιτούσε από μένα ήταν αφοσίωση. Δίπλα της μαθήτευσα και άρχισα να μαθαίνω τα μυστικά της τέχνης, τις δυσκολίες της και την μαγεία της. 30 χρόνια μετά και δεν έχω θελήσει ποτέ να αφήσω αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Κάθε μου δουλειά είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, την γνώση και όλες τις αισθήσεις.
Στην χώρα μας, όπως είναι λογικό, το πεδίο είναι περιορισμένο - με εξαιρετικά μικρές επιχορηγήσεις και αντίστοιχα λίγες δυνατότητες εξέλιξης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε εξαιρετικά ταλαντούχους δημιουργούς και ικανότατους τεχνικούς. Αλλά οι εδώ ευκαιρίες σε εγκλωβίζουν σε στενά όρια. Κι εγώ δεν ήθελα όρια και σύνορα. Για μένα πάντα ήταν ζητούμενο η αυτοβελτίωση. Είναι η δουλειά μας τέτοια που απαιτεί συνεχή αναζήτηση κι εξέλιξη. Κάπως έτσι βρέθηκα στην Αγγλία...»
Photo credit: Σταύρος Δενδρινός
Εφυγα από την Ελλάδα, ζω και δουλεύω στο Λονδίνο Δούλεψα λίγο στην Ελλάδα - κάποιες μικρού μήκους, μία σειρά ντοκιμαντέρ. Οταν γυρίστηκε «Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» δούλεψα δίπλα στον Μικ Oντσλεϊ (τον διάσημο μοντέρ των Στίβεν Φρίαρς, Τέρι Γκίλιαμ, Μάικ Νιούελ). Τον πιο υπέροχο άνθρωπο, τον πιο σημαντικό καλλιτέχνη (αυτός είναι καλλιτέχνης, εγώ είμαι τεχνίτης) που είχα ποτέ την τύχη να γνωρίσω. Αυτός με έφερε στο Λονδίνο. Συνεχίζει να το λέει και σαν αστείο «θα δώσουμε τα μάρμαρα πίσω, να κρατήσουμε την Αγγέλα». Το χιούμορ του, το ήθος του, το ταλέντο του δεν συγκρίνεται. Τώρα, γιατί έφυγα, μεγάλη κουβέντα. Στην χώρα μας, όπως είναι λογικό, το πεδίο είναι περιορισμένο - με εξαιρετικά μικρές επιχορηγήσεις και αντίστοιχα λίγες δυνατότητες εξέλιξης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε εξαιρετικά ταλαντούχους δημιουργούς και ικανότατους τεχνικούς. Αλλά μαθαίνεις να δουλεύεις με πολλές τρικλοποδιές και δυσκολίες, που ναι μεν μπορεί να σε κάνουν πιο ευρηματικό, αλλά ταυτόχρονα σε εγκλωβίζουν σε στενά όρια. Κι εγώ δεν ήθελα όρια και σύνορα. Για μένα πάντα ήταν ζητούμενο η αυτοβελτίωση. Είναι η δουλειά μας τέτοια που απαιτεί συνεχή αναζήτηση κι εξέλιξη. Κάπως έτσι βρέθηκα στην Αγγλία. Βρέθηκα να δουλεύω δίπλα σε εξαιρετικούς δημιουργούς. Δημιουργούς ινδάλματα. Μου φαινόταν απίστευτο να βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο και να ανταλλάσσω απόψεις με σκηνοθέτες σαν τον Στιβεν Φρίαρς ή τον Ρίντλει Σκοτ, ή τον Στίβεν Ντάλντρι. Απ την μικρή χώρα που ερχόμουν δεν το θεωρούσα αυτό ότι θα ήταν ποτέ δυνατό. Ομως, για να κάνω την ανατροπή: αν στην Ελλάδα η δυσκολία είναι ότι το υλικό που έρχεται στο μοντάζ είναι πολλές φορές προβληματικό (οι εκπτώσεις στα γρήγορα γυρίσματα, στις λίγες λήψεις, λόγω κόστους, καταλήγουν στον μοντέρ), στην Αγγλία η πρόκληση και η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να έχεις μία σειρά τέλειων λήψεων κι εσύ να έχεις το βλέμμα να επιλέξεις τη σωστή - ώστε να κόψεις, να ράψεις, να αναδομήσεις, να συνθέσεις το όραμα του σκηνοθέτη.
Αυτό που απολαμβάνω στην Αγγλία είναι οι συνθήκες εργασίας μας, σκληρές αλλά διαχειρίσιμες, με ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές και πάνω απ όλα με σεβασμό απ' όλους τους συνεργάτες προς όλους τους συνεργάτες. Αυτό το τελευταίο είναι για μένα κάτι που ξεχωρίζω, που το θεωρώ ζηλευτό. Αυτό θα ήταν ωραίο να μάς εμπνεύσει να το «εισάγουμε» και στην Ελλάδα. Αυτό τον σεβασμό.»
Η συνεργασία της Αγγέλας Δεσποτίδου με τον Ρίντλεϊ Σκοτ
Το σινεμά που αγαπώ Το Λονδίνο για μένα ήταν προορισμός για πολλούς λόγους. Πρώτον, ήθελα να ζήσω σε μια πόλη που μου άρεσε, μού ταίριαζε, με έκανε ευτυχισμένη. Επαγγελματικά όμως, ήθελα να δουλέψω στην βρετανική βιομηχανία, γιατί παράγει το είδος του κινηματογράφου που αγαπώ. Που με αγγίζε, με ευαισθητοποιεί, με ενεργοποιεί. Το σινεμά του Κεν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πίτερ Γκρίναγουεϊ. Ενα κοινωνικό σινεμά που ξεπερνά το entertainment (παρόλο που δεν έχω κανένα πρόβλημα με το entertainment), ένα σινεμά ενσυναίσθης και ποίησης, ένα σινεμά που έχει τεράστια δύναμη και χρησιμοποιεί την μεγάλη οθόνη για να μιλήσει για τον άνθρωπο, τις κοινωνίες του, την πολιτική. Βέβαια (γελάει) όταν ήρθα στην Αγγλία δούλεψα στο εντελώς αντίθετο κομμάτι: σε πρότζεκτς μεγάλου μπάτζετ, πρότζεκτς που όλοι επιθυμούσαν να είναι - εκτός από μένα. Αλίμονο, καθόλου δεν τα σνομπάρω. Μου έδιναν ψωμί και τα τιμώ, μου γνώρισαν κάποιους υπέροχους συνεργάτες που σημάδεψαν την πορεία μου, αλλά δεν ήταν αυτός ο χώρος μου - δεν βρήκα τη φυλή μου εκεί. Οπότε έκανα μία τελείως ανάποδη πορεία, που δεν θεωρείται «επιτυχημένη». Θεωρείται «οπισθοχώρηση».
«Τhe Crown» Η τηλεόραση έχει κάνει άλματα, το ξέρουμε πια και όταν βρέθηκα να συνεργάζομαι με τo Netflix ήταν μεγάλο σχολείο. Μεγάλη εμπειρία να δουλεύεις κανείς στο editorial department μίας τέτοιας παραγωγής. Οργάνωση στη λεπτομέρεια και εξειδίκευση σε τομείς του μοντάζ (κάτι πολύ ευχάριστο, καθώς στην Ελλάδα καταλήγεις να κάνεις τη δουλειά 5 ανθρώπων και τελικά δεν την κάνεις με αρτιότητα), μία παραγωγή με ποιότητα -όχι μόνο εμπορική, αλλά και καλλιτεχνική. Μετά ακολούθησε και το «Taboo» με τον Τομ Χάρντι και πολλά ακόμα. Η επόμενη δουλειά μου θα είναι και πάλι τηλεοπτική: μία αστυνομική σειρά που έβλεπα κι εγώ ως φαν, το «Unforgotten».
Σεβασμός Η κινηματογραφική βιομηχανία του Λονδίνου είναι ένα ιδιαίτερα αξιοκρατικό, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αν δουλέψεις σκληρά και κάνεις πολύ καλά τη δουλειά σου, έχεις την δυνατότητα να προχωρήσεις. Ομως, το ίδιο και χιλιάδες συνάδελφοι που καταφεύγουν από όλες τις γωνιές και τις κινηματογραφίες του πλανήτη. Ο ανταγωνισμός χτυπάει ταβάνι. Πρέπει σε κάθε δουλειά να αποδεικνύεις ότι είσαι η καλύτερη. Δεν έχεις δυνατότητα χαλάρωσης. Δεν με στεναχωρεί καθόλου αυτό καθώς μου αρέσουν οι προκλήσεις, αλλά σαφέστατα βάζει έναν ακόμα βαθμό δυσκολίας σε ένα επάγγελμα που απ την φύση του σε κρατά σε εγρήγορση. Αυτό που απολαμβάνω καθημερινά εκεί είναι οι συνθήκες εργασίας μας, σκληρές αλλά διαχειρίσιμες, με ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές και πάνω απ όλα με σεβασμό απ' όλους τους συνεργάτες προς όλους τους συνεργάτες. Αυτό το τελευταίο είναι για μένα κάτι που ξεχωρίζω, που το θεωρώ ζηλευτό. Αυτό θα ήταν ωραίο να μάς εμπνεύσει να το «εισάγουμε» και στην Ελλάδα. Αυτό τον σεβασμό.
Η συνεργασία μας με την Εύα ήταν αψεγάδιαστη. Επικοινωνήσαμε εύκολα και βαθιά. Ετσι η όλη εμπειρία ήταν εκπληκτική. Η μία ξεκινούσε μία φράση, και η άλλη την ολοκλήρωνε. Την θαυμάζω πολύ για αυτό που κατάφερε να κάνει και μου έδωσε απερίγραπτη χαρά ο τρόπος που αγκαλιάστηκε η ταινία μας από το κοινό...»
Πώς προέκυψε η «Φόνισσα» Η «Φόνισσα» προέκυψε ανέλπιστα με ένα τηλεφώνημα, ενώ βρισκόμουν στο τελικό στάδιο της εικόνας της μικρού μήκους «WOACA». Με εξέπληξε πολύ ευχάριστα το τηλεφώνημα της σκηνοθέτιδας Εύας Νάθενα, η οποία επιθυμούσε να συνεργαστούμε, αλλά είχε φοβηθεί ότι δεν θα μπορούσα να έρθω στην Ελλάδα να το κάνω. Τι ωραίο να καταρρίπτονται οι προκαταλήψεις. Μόλις είδα το πρώτο χέρι μοντάζ της ταινίας ενθουσιάστηκα και κατάλαβα ότι έχουμε στα χέρια μας κάτι πολύ δυνατό που με αφορά. Δεν είχα συνεργαστεί ποτέ με την Εύα και ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα. Γιατί στο δωμάτιο του μοντάζ ανοίγουμε την καρδιά μας και δημιουργούμε πολύ ισχυρούς δεσμούς. Η συνεργασία μας ήταν αψεγάδιαστη. Επικοινωνήσαμε εύκολα και βαθιά. Ετσι η όλη εμπειρία ήταν εκπληκτική. Η μία ξεκινούσε μία φράση, και η άλλη την ολοκλήρωνε. Την θαυμάζω πολύ για αυτό που κατάφερε να κάνει και μου έδωσε απερίγραπτη χαρά ο τρόπος που αγκαλιάστηκε η ταινία μας από το κοινό. Δεν υπάρχει ομορφότερο συναίσθημα από το να βλέπεις πως κάτι που δουλεύεις με πολύ σεβασμό και αγάπη και πίστη αγγίζει πολύ κόσμο.
Η σχέση μοντέρ-σκηνοθέτη είναι πάρα πολύ κοντινή, πάρα πολύ δυνατή και πολύ ουσιαστική. Κάποιοι σκηνοθέτες φέρνουν στο μοντάζ έναν τεράστιο εγωισμό, κάποιοι άλλοι μεγάλοι ταπεινότητα. Υπάρχει ένας χειρισμός, μία διαδικασία. Πρέπει να χτίσεις μία σχέση με τον σκηνοθέτη, να τον κερδίσεις σιγά σιγά και μετά να του λες τις «σκληρές» αλήθειες. Του «κόβεις» το έργο του, παρεμβαίνεις, και πρέπει να σε εμπιστεύεται απόλυτα και να αφεθεί στα χέρια σου. Η ανασφάλεια είναι τεράστια - μετά από χρόνια δουλειάς, φτάνουν στο τελικό σημείο. Ολα είναι εκεί - όσα κατάφεραν, σε όσα απέτυχαν, όσα δεν πρόλαβαν. Δεν μπορεί κανείς να κρυφτεί. Οπότε ο μοντέρ πρέπει να είναι δεξί χέρι, θαυματοποιός και ψυχολόγος (γελάει). Πάντως είναι μεγάλο ταλέντο και εφόδιο για έναν σκηνοθέτη να μπορεί να περιορίσει τον εγωισμό του, να καταλάβει ότι αν εμπιστευθεί την ομάδα που εκείνος επέλεξε, ο καθένας από το πόστο του, θα κάνει το καλύτερο για την ταινία.
Πρέπει να σπάσει το ταμπού της μικρού μήκους ταινίας. Κι ευτυχώς κάτι έχει ξεκινήσει να γίνεται - τα πρόσφατα παραδείγματα του Αλμαδόβαρ και του Γουες Αντερσον φέτος άρχισαν να καταρρίπτουν αυτόν τον μύθο. Δεν υπάρχουν μικρές και μεγάλες ταινίες υπάρχουν μικρές και μεγάλες συναντήσεις...»
Photo credit: Σταύρος Δενδρινός
«The After»...πριν (τα Οσκαρ) «Μα καλά, θα κάνεις μικρού μήκους πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη;»** Εισέπραττα μία συγκατάβαση από συναδέλφους όταν τους έλεγα τι δουλεύω. Η «μικρού μήκους», κακά τα ψέματα, αντιμετωπίζεται ως «κατώτερη δουλειά». Σαν ένα στάδιο πριν αρχίσεις να δουλεύεις «σοβαρά». Κι εγώ έμοιαζα να κάνω βήματα πίσω. Τι καλά που ακολούθησα το ένστικτό μου! Το «The After» προέκυψε όπως τα περισσότερα πρότζεκτ. Μου έστειλαν ένα μειλ γνωριμίας, καθώς με είχε συστήσει κάποιος συνάδελφος που δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν θα πω ψέματα, κι εγώ το σκέφτηκα: «Αχ, όχι μικρού μήκους, και ειδικά άπειρου σκηνοθέτη. Εχει πολύ κούραση, χωρίς ανταπόκριση.» Κι αυτό, γιατί ο Μισάν Χάριμαν είναι φωτογράφος (και ακτιβιστής και πολλά άλλα), αλλά αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία με την κινούμενη εικόνα. Η πρώτη έκπληξη ήταν όταν διάβασα το σενάριο - ενθουσιάστηκα! Ηταν ακριβώς το σινεμά που ήθελα να κάνω και εκδήλωσα την επιθυμία μου να γνωρίσω τον Μισάν και την παραγωγό. Γνωριστήκαμε ιντερνετικά και μόλις ολοκληρώθηκε η συνάντηση το είχα αποφασίσει: ήθελα σαν τρελή να συνεργαστώ με αυτούς τους δύο εξαιρετικούς ανθρώπους. Ο Μισάν είναι ένας σκηνοθέτης χωρίς καθόλου Εγώ. Απίστευτα ταπεινός, υπέροχος, ιδεολόγος. Αισθάνθηκα μια ταύτιση ιδεών και αξιών που βρίσκεις σπάνια. Και έτσι ένα μικρού μήκους που ψιλοβαριόμουν να κάνω μετατράπηκε σε κάτι που ήθελα διακαώς να μοντάρω. Θυμάμαι σαν τώρα την χαρά που πήρα όταν με ενημέρωσαν ότι επέλεξαν εμένα για το μοντάζ της ταινίας. Ηταν το καλύτερο δώρο. Η συγκατάβαση του χώρου μου βέβαια συνεχιζόταν. Μέχρι να ξεκινήσει ο χορός των βραβείων. Αυτή, αν θες, ήταν και η μεγάλη ικανοποίηση της οσκαρικής ανακοίνωσης: η επιλογή μου ήταν σωστή. Πρέπει να σπάσει το ταμπού της μικρού μήκους ταινίας. Κι ευτυχώς κάτι έχει ξεκινήσει να γίνεται - τα πρόσφατα παραδείγματα του Αλμαδόβαρ και του Γουες Αντερσον φέτος άρχισαν να καταρρίπτουν αυτόν τον μύθο. Δεν υπάρχουν μικρές και μεγάλες ταινίες υπάρχουν μικρες και μεγάλες συναντήσεις.
Είναι τα Οσκαρ η απόλυτη επιβράβευση; Είναι μία σημαντική επιβράβευση - και η χαρά που σου δίνει το άκουσμα ότι μια δουλειά σου είναι στην οσκαρική πεντάδα, σε μια πεντάδα παγκόσμια, αλλά και, πρακτικά, οι προτάσεις που έρχονται μετά από αυτό στο τραπέζι. Με κάνει πολύ περήφανη, με συγκινεί. Ομως, όχι, δεν είναι η απόλυτη επιβράβευση. Πέντε ταινίες περνάνε στην τελική ευθεία, ανάμεσα στα χιλιάδες πρότζεκτς, χιλιάδων ταλαντούχων συναδέλφων μου. Μοντέρ σαν και μένα που παλεύουν και έχουν ταλέντο (και πολύ περισσότερο από μένα) και άλλες επιλογές τους βγαίνουν, άλλες όχι. Δεν είναι αποτυχία, αν δεν βραβευτεί η ταινία σου. Και σίγουρα δεν είναι αποτυχία αν «μείνεις με τη χαρά της υποψηφιότητας». Δεν το λέω γιατί το πιο πιθανό είναι να βραβευτεί ο τεράστιος καλλιτέχνης Γουες Αντερσον, αλλά γιατί έτσι είναι. Μεγάλη, τεράστια επιτυχία και το «μέχρι εκεί». Τεράστια κατάκτηση και έχει στηριχθεί στην δουλειά και στην αυταπάρνηση. Στα σκοτάδια και στα ξέφωτα. Δεν νιώθω ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους, νιώθω περηφάνια και ευγνωμοσύνη. Δεν είναι πρωτάθλημα η δουλειά μας, ας μην δούμε την οσκαρική τελετή σαν αγώνα ποδοσφαίρου. Και ξέρεις και κάτι: η μεγαλύτερη επιβράβευση ήταν κάποια μέιλ συναδέλφων μοντέρ που μου είπαν ότι η δουλειά μου ανέδειξε την ιστορία, της έδωσε βάση για να έρθει και να κάτσει το συναίσθημα («Υοu made the story land»). Αυτό μόνο, μπορώ να το πάρω και να φύγω. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.
Είναι μία σημαντική επιβράβευση τα Οσκαρ. Τεράστια κατάκτηση και έχει στηριχθεί στην δουλειά και στην αυταπάρνηση. Στα σκοτάδια και στα ξέφωτα. Ομως, όχι, δεν είναι η απόλυτη επιβράβευση. Πέντε ταινίες περνάνε στην τελική ευθεία, ανάμεσα στα χιλιάδες πρότζεκτς, χιλιάδων ταλαντούχων συναδέλφων μου. Δεν είναι αποτυχία, αν δεν βραβευτεί η ταινία σου. Δεν είναι πρωτάθλημα η δουλειά μας, ας μην δούμε την οσκαρική τελετή σαν αγώνα ποδοσφαίρου...»
Photo credit: Σταύρος Δενδρινός
Αγγέλα, θα πας στα Οσκαρ; Ολο αυτό είναι εντελώς σουρεαλιστικό. Τι συνέβη, πώς συνέβη; Εχω κάνει φαινομενικά όλες τις λάθος επιλογές για να μην βρίσκομαι εκεί. Ποτέ δεν είχα τολμήσει καν να ονειρευτώ ότι μία δουλειά μου θα έφτανε στα Οσκαρ. Μέχρι και πριν ένα μήνα δεν ήταν στη σφαίρα της λογικής μου. Και ξαφνικά πρέπει να απαντήσεις στην ερώτηση: θα πας; Ημουν πολύ διστακτική - εδώ δεν είχα δει ποτέ την τελετή λάιβ, θα πάω να τη ζήσω; Μετά ενθουσιάστηκα - έπαιξε ρόλο και η σύμπτωση της ίδιας χρονιάς με τον Γιώργο Λάνθιμο (που θαυμάζω πολύ, γιατί γνωρίζει αυτή την επιτυχία χωρίς την παραμικρή έκπτωση στη δουλειά του), και μαζί και η δεύτερη υποψηφιότητα του Γιώργου Μαυροψαριδη του πρώτου Ελληνα μοντέρ που φτάνει τόσο ψηλά και μακριά με τις παγκόσμιες διακρίσεις του, κι ενός εξαίρετου ανθρώπου που έχω την τύχη να γνωρίζω. Μετά προσγειώθηκα από τις απτές δυσκολίες του προγράμματος που τρέχει. Τέλος πάντων, καλώς ή κακώς, δεν θα παρευρεθώ στην τελετή. Μια άλλη φορά! Ομως επειδή πιστεύω ιδιαίτερα στη δύναμη της τέχνης από όλο τον κόσμο, κι επειδή το Dolby Theater θα γεμίσει με χιλιάδες καλλιτέχνες και τεχνικούς, θα σας πω γιατί ζηλεύω που δεν θα είμαι εκεί: πιστεύω ότι θα είναι, πρέπει να είναι, μία ιδιαίτερα φορτισμένη πολιτικά βραδιά φέτος. Θα ήθελα να είμαι ανάμεσά τους αν ακουστούν λόγοι υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισότητας, της ειρήνης (αυτό που έκανε κι ο Λόουτς στα BAFTA). Αυτό το φως έχει ανάγκη ο κόσμος, όχι τη λάμψη του κόκκινου χαλιού.
Ποιον κινηματογραφικό μύθο θα ήθελε να γνωρίσει στο κόκκινο χαλί (αν πήγαινε) Είχα την τύχη να δουλέψω κοντά σε πολλούς ήρωές μου. Αν σκεφτώ δηλαδή τους μύθους της παιδικής μου ηλικίας, έχω βρεθεί με αρκετούς δίπλα δίπλα να δουλεύουμε το πρότζεκτ τους. Ομως, αν συνεχίζεις να αντιμετωπίζεις τους μύθους σου σαν μύθους, δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου σωστά. Η μικρή Αγγέλα έχει μεγαλώσει πολύ και τα εχει απομυθοποιήσει όλα - εκτός απ την ίδια την δουλειά. Πάντως σίγουρα η μεγάλη Αγγέλα της κλείνει μάτι: "δεν τα έχεις πάει και άσχημα - κάτι κατάφερες στον επαγγελματικό σου τομέα». Και η μικρή της απαντά: «Μην σταματάς όμως. Δεν τελειώσαμε εδώ. Τώρα αρχίζουμε...»
Εχω ακούσει από Ελληνες σκηνοθέτες ότι δεν θα προτιμήσουν εμένα για το μοντάζ μίας ταινίας γιατί είμαι γυναίκα! Δεν γνώριζα ότι το επάγγελμα μου είναι αντρικό. Κι ότι το φύλο μου περιορίζει τις ικανότητες μου στο μοντάζ. Γελοιότητες, αλλά ικανές να μας βάζουν σοβαρά εμπόδια στην εργασιακή μας πορεία..»
Photo credit: Σταύρος Δενδρινός
Εχω χάσει ταινία στην Ελλάδα γιατί ο σκηνοθέτης ήθελε άντρα μοντέρ. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουσα κάτι τέτοιο. Τι συμβαίνει με τον σεξισμό στον χώρο του κινηματογράφου, αν έχουμε ίσες ευκαιρίες με τους άντρες συναδέλφους, αν ακόμα κι αν κερδίσουμε μια δουλειά έχουμε τον σεβασμό του άντρα σκηνοθέτη - μεγάλη κουβέντα. Η γυναίκα σε μια πατριαρχική κοινωνία βασανίζεται να αποδείξει το αυτονόητο. Οτι έχει ίσα δικαιώματα σε όλους τους τομείς. Οτι πρέπει να αντιμετωπίζεται σε ίδιους όρους. Σαφέστατα η κατάσταση βελτιώνεται, ειδικά στην Βρετανία, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα. Κι όσο για την Ελλάδα... Πρόσφατα άκουσα στην Ελλάδα ότι δεν θα προτιμήσουν εμένα για το μοντάζ μίας ταινίας γιατί είμαι γυναίκα! Δεν γνώριζα ότι το επάγγελμα μου είναι αντρικό. Κι ότι το φύλο μου περιορίζει τις ικανότητες μου στο μοντάζ. Γελοιότητες, αλλά ικανές να μας βάζουν σοβαρά εμπόδια στην εργασιακή μας πορεία. Μου έχει τύχει συνεργάτης να μην μου απευθύνει τον λόγο ενώ ήμουν μπροστά και να δίνει οδηγίες («πες της») στον συνάδελφό μου δίπλα. Εχω ακούσει, παλαιότερα, ότι πίσω από κάποιες επιτυχίες μου «κρύβονταν» κάποιοι άνδρες. Δηλαδή χωρίς άντρα δεν είμαστε ικανές να εργαστούμε και να δημιουργήσουμε; Πόσος -μα πόσος- φόβος και μικρότητα. Κουραστικό και ενοχλητικό. Θα τους στεναχωρήσω όλους αυτούς: ό,τι έχω καταφέρει επαγγελματικά μέχρι τώρα, μικρό ή μεγάλο, έγινε μόνο με την δουλειά μου, ξεπερνώντας πολλά εμπόδια και δεν στηρίχθηκε σε κανενός είδους γνωριμία. Συγγνώμη που σας κουράσαμε τα τελευταία λόγια μιλώντας πιο δυνατά για την συστημική αδικία της πατριαρχίας. Δεν είμαι σε αντιπαλότητα απέναντι στους άντρες. Με ενοχλεί το πολέμιο κλίμα. Ομως βαρέθηκα να βλέπω άντρες να παίρνουν όλες τις ευκαιρίες. Εχω κουραστεί να βλέπω άντρες να προσλαμβάνονται σε δουλειές, έχοντας τα μισά προσόντα από γυναίκες. Κουράστηκα να δουλεύω διπλά και να πρέπει να είμαι σίγουρη για κάθε μου βήμα. Δεν θέλω. Θέλω να κάνω άλματα, ρίσκα, και να πιάσω αυτές τις ευκαιρίες από τα μαλλιά. Κι όταν φάω τα μούτρα μου, που τα τρώω χοντρά, να είμαι περήφανη. Οχι ηττημένη, γιατί δέχθηκα να πάρω τα ψίχουλα που άφησαν οι άλλοι. Ηρθε ο καιρός να κάτσουμε σ' ένα τραπέζι, ίσοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Κι έχω μια απορία: γιατί αυτή η ισότητα σας τρομάζει;
Mπορώ να πω κάτι για το Flix; Σας διαβάζω - σας διαβάζουμε ακόμα κι αν είμαστε μακριά- και δηλώνω θαυμάστρια. Μου έδωσε μεγάλη χαρά αυτή μας η κουβέντα.
Το υποψήφιο για Οσκαρ Μικρού Μήκους Ταινίας «The After» Μισάν Χάριμαν είναι διαθέσιμο στο Netflix και μπορείτε να το δείτε εδώ.