Συνέντευξη

Ο Νίκος Νικολόπουλος πιστεύει οτι η Τέχνη είναι τόσο σημαντική όσο ο αέρας που αναπνέουμε

στα 10

Με αφορμή την προβολή της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του «MUSA» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ο Νίκος Νικολόπουλος μιλάει στο Flix για τη διαρκή και απαραίτητη δύναμη του κινηματογράφου και της Τέχνης.

Ο Νίκος Νικολόπουλος πιστεύει οτι η Τέχνη είναι τόσο σημαντική όσο ο αέρας που αναπνέουμε
(φωτό: Νίκος Νικολόπουλος)

O Σίμος και ο Musa γνωρίζονται μια νύχτα σε ένα κρυφό, απροσδιόριστο μέρος. Κατά τη διάρκεια των πρώτων τους εβδομάδων μαζί, κι όσο ερωτεύονται, οι επιθυμίες του ενός αντανακλώνται στις επιθυμίες του άλλου. Η συνθήκη αλλάζει λίγους μήνες αργότερα, με τη συμβίωσή τους στο σπίτι του Σίμου. Οσο ο Musa προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια ανοίκεια κατάσταση, ο Σίμος παλεύει να ελέγξει την κτητικότητα και τον διαρκή του φόβο ότι θα χάσει τον εραστή του. Κάθε φορά που η λογική του αποδεικνύεται ανεπαρκής για να χειριστεί τη ζήλια του, ο Σίμος ανοιγοκλείνει την πόρτα που χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα και κάνει τους φόβους του ανατριχιαστικούς εφιάλτες: Ενας φόνος θα επαληθεύσει τον χειρότερο από αυτούς.

Αυτή είναι η ιστορία του «MUSA», της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Νίκου Νικολόπουλου που γνωρίσαμε πίσω στο 2013 με το «Polk», τότε σε συνσκηνοθεσία με τον Βλαδίμηρο Νικολούζο.

Οπως κι εκεί, έτσι και στο «MUSA», η αφήγηση δεν είναι γραμμική, ο ρεαλισμός και η φαντασία ενώνονται με αναπάντεχους τρόπους και ο πειραματισμός γίνεται μοχλός για το ταξίδι του θεατή σε μια ιστορία αγάπης που όπως αναφέρει ο ίδιος ο Νίκος Νικολόπουλος στο σκηνοθετικό του σημείωμα, διαθέτει όπως όλες οι ιστορίες αγάπης στοιχεία μυστηρίου και μια σκοτεινή πλευρά.

«Η αγάπη πάει μαζί με την απώλεια. Απώλεια του σημαντικού άλλου, απώλεια επιθυμίας, απώλεια εαυτού, μέχρι το τέλος όλου του ανθρώπινου δράματος: τον θάνατο. Ηθελα να πω αυτήν την ιστορία με τον τρόπο που συνηθίζουμε να θυμόμαστε τις προσωπικές μας ιστορίες αγάπης: όχι σαν μια ευθεία γραμμή, αλλά σαν μια σπείρα, με θραύσματα της πραγματικότητας, αναμνήσεις και φαντασιώσεις να συγκεντρώνονται και να συμπιέζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οταν αφηγούμαστε ένα πραγματικό γεγονός, προσθέτουμε -συχνά ασυνείδητα- συμπληρωματικά, επινοημένα περιστατικά και, καθώς αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά, στο τέλος δεν μπορούμε να διακρίνουμε το πραγματικό από τα φανταστικά μέρη της αφήγησης. Καταλήγουμε να πιστεύουμε όλη την ιστορία ως ακλόνητα αληθινή, ακόμα και γιατί θέλουμε και πρέπει να την ερμηνεύσουμε με τρόπο που θα έχει νόημα και που θα μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε το τρομερό τραύμα της απώλειας. Έτσι συμβαίνει με όλες τις προσωπικές μας ιστορίες, έτσι συμβαίνει και με την ιστορία της ανθρωπότητας.»

Στο Flix ο Νίκος Νικολόπουλος μιλάει, με αφορμη την προβολή του «MUSA» στη μεγάλη αίθουσα Ταινιοθήκη της Ελλάδος την Τετάρτη 12 Οκτωβρίου στις 21.30, για τη δική του θεώρηση πάνω στο σινεμά και την Τέχνη, για την ελευθερία και τους περιορισμούς που επιβάλλει μια χειροποίητη παραγωγή, για το μέλλον του (ελληνικού) σινεμά μέσα και έξω από τις αίθουσες και την εμπειρία της άλλης ιδιότητάς του, αυτής του φωτογράφου πλατό που τον έφερε κοντά στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ.

MUSA

Τι είναι το «MUSA»; Θρίλερ, δράμα, ταινία φαντασίας, πειραματικό σινεμά…;

Η ταινία «MUSA» είναι ένα έργο που δύσκολα κατατάσσεται σε κάποιο είδος με όρους marketing. Εχει στοιχεία κλασικού κινηματογράφου, θεάτρου, video art και performance. Πρόθεσή μου ήταν να φτιάξω ένα συναισθηματικό όχημα, ας πούμε ένα τρένο, όπου κάθε σκηνή είναι ένα βαγόνι. Ολες μαζί κατευθύνονται προς στον ίδιο προορισμό, αλλά καθεμιά λειτουργεί αυτοτελώς. Οι σκηνές δεν υπάρχουν μόνο για να εξυπηρετήσουν κάποια πλοκή, να προσθέσουν επεισόδια που μας οδηγούν στην επόμενη και εν τέλει σε κάποια λύση. Κάθε σκηνή είναι ένα αυτόνομο παραστατικό σύμπαν, εξίσου απαραίτητο στην τελική σύνθεση, με τη δική του χρησιμότητα, νόημα και μορφή. Υπάρχουν σκηνές που λειτουργούν όπως ο χορός στο αρχαίο θέατρο, για παράδειγμα Η παρέα του Musa στο πάρκο ή ο Χορός του Musa στο σπίτι του Σίμου. Υπάρχει σκηνή τηλεοπτικού χαρακτήρα, Ο τσακωμός του Musa με τον Σίμο στο σαλόνι. Οι σκηνές δεν συνδέονται γραμμικά και δεν λειτουργούν επεξηγηματικά, αλλά κατά τον τρόπο που λειτουργεί η ανθρώπινη μνήμη: δεν θυμόμαστε τα συμβάντα ενός έρωτα ή μιας απώλειας στη ζωή μας σύμφωνα με μια πραγματική ακολουθία χρόνου, αλλά ως θραύσματα περιστατικών που, ενώ συνδέονται με φαινομενικά άναρχο τρόπο, χτίζουν τελικά μια αφηγηματική συνέχεια μέσα από ασυνείδητες αναγωγές. Κάπως έτσι λειτουργεί και η συλλογική μνήμη ή το όνειρο. Εκεί πιστεύω ότι βρίσκεται η δύναμη του κινηματογράφου, στην αφήγηση μέσω εικόνων και όχι μέσω διαλόγων. Για όλους τους παραπάνω λόγους, θέλω να επισημάνω ότι η ταινία «MUSA» είναι ένα έργο που χρειάζεται την κινηματογραφική αίθουσα προκειμένου να λειτουργήσουν οι οπτικές και ηχητικές εντάσεις της στη σωστή κλίμακα.

Πόσος χώρος υπάρχει στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο για πειραματισμούς, για ταινίες που δεν ταξινομούνται εύκολα;

Από τη μια, η χρηματοδότηση μιας ταινίας στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολη υπόθεση και τα ποσά πολύ μικρά για να καλύψουν όλες τις ανάγκες. Από την άλλη, κάποιος/κάποια πιο εύκολα μπορεί να φτιάξει μια ταινία χωρίς χρήματα στην Ελλάδα παρά στο εξωτερικό. Υπάρχει βέβαια ένα μεγάλο ζήτημα που αφορά στη διάθεση της ταινίας και τη προσβασιμότητά της από το κοινό. Είναι δύσκολο μέσα σε αυτή την πληθώρα προσφοράς έργου να ζητήσεις από κάποιον να διαθέσει δύο ώρες για να δει μια ταινία, πόσο μάλλον μια ταινία «δύσκολη», που δεν εντάσσεται σε κάποιο mainstream πλαίσιο και που απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση στην παρακολούθησή της. Διατυπώνεται συχνά η άποψη, ακόμα και μέσα στην κινηματογραφική κοινότητα, ότι η εμπορικότητα πρέπει να είναι το κυρίαρχο κριτήριο για την ανάπτυξη της εγχώριας κινηματογραφίας. Εγώ θα διαφωνήσω, και μάλιστα, όσο μπορώ, με επιχειρήματα όχι από την περιοχή του θυμικού, αλλά της λογικής. Οι λεγόμενες «εμπορικές» ταινίες έχουν τη χρησιμότητα τους. Εξυπηρετούν μιαν ανάγκη. Δεν μπορώ όμως να δεχθώ ότι θα δυσκολεύονται να βρουν υποστήριξη ταινίες όπως η «Κινέττα» ή το «Attenberg» που μπορεί να έκοψαν ελάχιστα εισιτήρια, αλλά έχουν επηρεάσει πολλαπλώς, εντός και εκτός Ελλάδας, τη σύγχρονη κινηματογραφική τέχνη. Ποιες, αλήθεια, ταινίες προσέφεραν στον πολιτισμό της χώρας μεγαλύτερο όφελος; Οι αποκαλούμενες «εμπορικές» μπορούν και πρέπει να χρηματοδοτούνται από ιδιώτες με σκοπό το κέρδος. Το κράτος όμως οφείλει να υποστηρίζει την κινηματογραφική τέχνη με διαφορετικά κριτήρια. Δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους αποκλειστικά επιχειρηματικούς. Πρέπει να επενδύει και με γνώμονα ένα καλλιτεχνικό, μακροπρόθεσμο όφελος. Να προστατεύει τον κινηματογράφο που διευρύνει τα όρια της κινηματογραφικής γλώσσας και εξελίσσει την κινηματογραφική τέχνη. Θεωρώ ότι είναι ζήτημα συμπερίληψης και επομένως ζήτημα δημοκρατίας.

MUSA

Που βασίστηκε η ιστορία του «MUSA»; Πόσο αυτοβιογραφική είναι;

Πιστεύω ότι, χωρίς να είναι απαραίτητα αυτοβιογραφικό, κάθε καλλιτεχνικό έργο είναι μια αυτοπροσωπογραφία. Αποτελεί έναν καθρέπτη του εαυτού μας. Το σενάριο το έγραψα μαζί με την Αρτεμη Ζερβού. Η ιστορία μας βασίστηκε σε σύγχρονα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, στις πολλαπλές καλλιτεχνικές αναφορές μας, σε προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις, στη σχέση μας. Ολα αυτά, με το χρόνο, με επίμονη και επίπονη εργασία, τα μετουσιώσαμε σε οπτικές και ηχητικές ιδέες που συνέθεσαν μια ατμόσφαιρα, μια ιστορία, ένα έργο που δεν απέκτησε την τελική του μορφή, παρά στο τελικό cut του μοντάζ. Ούτε τότε, γιατί ιδανικά φιλοδοξούμε η ταινία να ολοκληρωθεί στο μυαλό κάθε θεατή.

Ποια ήταν η γενική αίσθηση που θέλησες να δώσεις στην ταινία; Τι κλειδιά δίνεις στο θεατή για να καταφέρει να ταυτιστεί με τους ήρωες, τις καταστάσεις;

Θα χρειαστεί να διατυπώσω κάποιες θέσεις μου για τον κινηματογράφο εν γένει, προκειμένου να απαντήσω. Δεν πιστεύω στο storytelling που βασίζεται σε χαρακτήρες. Αν ο ή η δημιουργός χτίζει την ιστορία του σε επιλογές που ωθείται ο κεντρικός χαρακτήρας να κάνει ή σε απαντήσεις που καλείται να δώσει, τότε ο θεατής παίρνει το ρόλο κριτή αυτών των επιλογών και καταλήγει νομοτελειακά σε ένα πεπερασμένο αριθμό συμπερασμάτων, σε ηθικά ή άλλου είδους διδάγματα. Στις ταινίες μου, η ίδια η ιστορία είναι ο ένας και μοναδικός χαρακτήρας. Ολα τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι αντανακλάσεις, που προβάλλουν διαφορετικές εκδοχές αυτής της ιστορίας. Προτιμώ τις παραβολές, όπου κανείς επανέρχεται στην ιστορία ξανά και ξανά στην προσπάθειά του να κατανοήσει τους κεντρικούς χαρακτήρες, όχι για την κυριολεκτική τους υπόσταση, αλλά για το ποια εκδοχή αντιπροσωπεύει ο καθένας. Για μένα το έργο δεν έχει αρχή, μέση και τέλος με την τυπική έννοια· είναι μια σπείρα που εκτείνεται στο άπειρο, ό,τι δηλαδή κάνει ο Χίτσκοκ στο «Vertigo». Αυτό που προσπαθώ είναι να δημιουργώ μια ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία θα αφήσω τον θεατή ελεύθερο να βυθιστεί στις προσωπικές του μνήμες, στα πιο κρυφά του συναισθήματα. Τον καλώ να δει το «MUSA» χωρίς την αγωνία της άμεσης ή πλήρους κατανόησης, χωρίς να επιζητά ταύτιση, συμπέρασμα, επίλογο. Τον καλώ να αφεθεί στις αισθήσεις και στους συνειρμούς του.

MUSA

MUSA

Μια queer ιστορία. Πόσο πιο εύκολο είναι σήμερα να κάνεις μια ταινία για τη σχέση δύο αντρών; Τι προσθέτει στην queer κουλτούρα το «MUSA»;

Η ταινία δεν ανήκει προγραμματικά στο είδος του queer κινηματογράφου, με την έννοια ότι δεν πραγματεύεται ειδικά χαρακτηριστικά της σχέσης ενός ομόφυλου ζευγαριού. Η επιλογή να αφηγηθούμε τη συγκεκριμένη ιστορία με όχημα την ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο άνδρες ήταν περισσότερο ένα δραματουργικό εργαλείο, καθώς έτσι το ένα πρόσωπο λειτουργεί περισσότερο ως αντικατοπτρισμός του άλλου ή και τα δύο μαζί ως μια «δισυπόστατη» ύπαρξη. Καθώς στον πυρήνα του MUSA θέσαμε το θέμα της απώλειας, τον φόβο της απώλειας του άλλου και του εαυτού, δώσαμε μεγάλη βαρύτητα σε αυτό το παιχνίδι ταύτισης-αντιδιαστολής ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα.

Είναι το «MUSA» πολιτικό; Συμφωνείς ή διαφωνείς με τη γνώμη ότι κάθε ταινία είναι πολιτική;

Οπως αναφέρουμε και στη σύνοψη, η ταινία είναι χτισμένη πάνω σε ένα λεπτό πολιτικό υπόστρωμα. Το εάν και το πού ακριβώς το εντοπίζει κανείς, το πόσο βαθιά φθάνουν για τον καθένα και την καθεμιά οι ρίζες του, ευτυχώς δεν το ορίζει η δική μας πρόθεση. Υπάρχουν πάντως στιγμές που ο θεατής νιώθει δυσφορία: ίσως εκεί είναι που το πολιτικό γίνεται πιο αντιληπτό. Υπό μία, ή και περισσότερες έννοιες, όλα τα ανθρώπινα έργα είναι πολιτικά.

Πόσο μοιάζει ή διαφέρει το «MUSA» από το «Polk»; Πόσο πιο ώριμο σε βρίσκει αυτή η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία;

Στο «Polk» έβαλα σε εφαρμογή μια διαμορφωμένη αισθητική πολλών ετών, ενώ στο «MUSA» προσπάθησα να αντισταθώ στις «ευκολίες» μου. Αντί, για παράδειγμα, να κάνω γυρίσματα στη διάρκεια της ημέρας, αξιοποιώντας το φυσικό φως σε εντυπωσιακά φυσικά τοπία με ορίζοντα, επέλεξα τη νύχτα, η οποία είναι πάντα φωτογραφικά πολύ δυσκολότερη, ιδιαίτερα όταν επιβάλλονται οικονομικοί περιορισμοί και το αστικό κλειστοφοβικό τοπίο. Ηθελα να αντισταθώ λίγο περισσότερο στον εντυπωσιασμό και την ομορφιά. Από πρόθεση, επιδίωξα ο θεατής να μη βλέπει ορίζοντα. Για αυτό και αποφασίσαμε με την Αρτεμη να σκηνογραφήσουμε τους εσωτερικούς χώρους και να μην επιλέξουμε ήδη διαμορφωμένους όπως στον «Polk». Με την ταινία «MUSA» ενηλικιώθηκα. Αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες και κόπο, τόσο στην συγγραφή και στα γυρίσματα, όσο και μετά, όταν η ταινία ολοκληρώθηκε. Και οι δύο ταινίες βέβαια μιλούν για την απώλεια και τη μνήμη. Στο «Polk» κεντρικός χαρακτήρας είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, στο «MUSA» όχι.

MUSA Το «Three Studies for Self-Portrait» του Φράνσις Μπέικον έμπνευση για σκηνή από το «MUSA»

μθσα Το «Τhe Healer» του Ρενέ Μαγκρίτ έμπνευση για σκηνή από το «MUSA»

**Ποιες είναι οι επιρροές σου; Το σινεμά και οι καλλιτέχνες που αγαπάς και στους οποίους επιστρέφεις;

Ρομπέρ Μπρεσόν, Αλφρεντ Χίτσκοκ, Σαντάλ Ακερμάν, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Κλοντ Λανζμάν, Ντέιβιντ Λιντς, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Ρόμαν Πολάνσκι, Ντέιβιντ Λιν, Λουίς Μπουνιουέλ, Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, Ινγκμαρ Μπέργκμαν, Αντρέι Ταρκόφσκι, Μικελάντζελο Αντονιόνι, Νίκολας Ρεγκ, Ρίντλεϊ Σκοτ, Ζαν-Πιερ Μελβίλ, Λουί Μαλ, Μαρσέλ Καρνέ, Φ.Β.Μουρνάου, Τζον Κασαβέτης, Ατομ Εγκογιάν, Πολ Βερχόφεν, Πολ Τόμας Αντερσον, Στιβ ΜακΚουίν, Τσάρλς Τσάπλιν, Καρλ Ντράγιερ, Ρόμπερτ Βάιν, Αλέν Ρενέ, Φριτζ Λανγκ, Κάρλος Ρεϊγάδας, Μάγια Ντέρεν, Ρόμπι Μούλερ για να αναφέρω άτακτα τους πρώτους που μου έρχονται στη σκέψη. Στην ταινία ειδικά, οι αναφορές μας προέρχονται από όλες τις τέχνες, πολλές μάλιστα τις έχουμε ενσωματώσει μορφολογικά και αφηγηματικά.

Στην ταινία κάνεις τα περισσότερα πράγματα μόνος σου; Από ανάγκη ή από καλλιτεχνική ανάγκη; Πιστεύσεις στην καλλιτεχνική ελευθερία που δίνει το low/no budget. Πόσο όμως αυτό λειτουργεί ταυτόχρονα και περιοριστικά;

Πράγματι: παραγωγή, σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία, μοντάζ και color grading. Εκτός από εμένα, όλοι οι συντελεστές στην ταινία ενήργησαν με πολλαπλές ιδιότητες. Το καλό είναι ότι είμαστε μια ομάδα που θέλει να είναι μαζί και να κάνει αυτό που κάνει. Δεν μας ένωσε η οικονομική ανάγκη, αλλά η δημιουργική ανάγκη, η φιλία και η πίστη στο έργο. Η ταινία ξεκίνησε με παραγωγό - και μάλιστα πολύ καταξιωμένο παραγωγό, με τον οποίο είχαμε εξαιρετική επικοινωνία στο δημιουργικό κομμάτι - αλλά, δυστυχώς, δεν εξασφαλίσαμε χρηματοδότηση. Ετσι, έπρεπε εγώ και η Αρτεμις να επιλέξουμε: είτε θα ξεκινούσαμε την ταινία που γράφαμε επί τρία χρόνια είτε θα την αφήναμε για αργότερα είτε θα προχωρούσαμε σε ένα επόμενο project. Αποφασίσαμε να την κάνουμε, έχοντας επίγνωση των δυσκολιών και των περιορισμών. Δεν πιστεύω στα project, πιστεύω στην ανάγκη να εκφράσεις κάποια πράγματα που αισθάνεσαι, τη στιγμή που θεωρείς ότι έχουν νόημα. Μετά το τέλος των γυρισμάτων, ήρθε η πανδημία που δυστυχώς δημιούργησε επιπλέον δυσκολίες στην πορεία της ταινίας. Δεν κρύβω πως και θέλω και χρειάζομαι την οικονομική υποστήριξη και το θεσμικό πλαίσιο του κράτους για να συνεχίσω να κάνω ταινίες. Καταρχάς έχω υποχρέωση απέναντι στους συνεργάτες μου. Επειτα, δεν έχω χρήματα για να υποστηρίξω άλλο ένα αντίστοιχο εγχείρημα. Πιστεύω ότι το «MUSA», παρόλο που δεν μου αρέσουν τα υποθετικά σενάρια, δικαιούνταν να δοκιμαστεί σε συνθήκες κανονικής παραγωγής. Γιατί τα μέσα είναι τελείως διαφορετικά και οι δυνατότητες πολύ μεγαλύτερες. Το λέω χωρίς να μειώνω την αξία της ταινίας που κάναμε. Κάθε άλλο. Είναι, για παράδειγμα, τεράστια πολυτέλεια να μπορώ να κάνω μόνος μου color grading και μοντάζ επί μήνες - κάτι απαγορευτικό σε κανονική παραγωγή. Την ίδια όμως στιγμή, δεν είναι προς όφελος της καλλιτεχνικής πράξης να χρησιμοποιείς το σπίτι σου ως πλατώ, να οδηγείς το βαν, να φορτώνεις και να ξεφορτώνεις εξοπλισμό, να φροντίζεις το φαγητό όλων και ταυτόχρονα να σκέφτεσαι τα φώτα σου, να δουλεύεις με τους ηθοποιούς σου και να αποφασίζεις για το κλείσιμο μιας σκηνής, όλα σε μια μέρα· και κάθε συνεργάτης και συνεργάτριά σου να βιώνει αντίστοιχα τρομερές και ενίοτε αξεπέραστες ελλείψεις και δυσκολίες. Για αυτό ευχαριστώ και από εδώ όλους και όλες: η ταινία ολοκληρώθηκε χάρη στο ταλέντο τους και στην επιμονή τους.

νικολ

Το κράτος όμως οφείλει να υποστηρίζει την κινηματογραφική τέχνη με διαφορετικά κριτήρια. Δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους αποκλειστικά επιχειρηματικούς. Πρέπει να επενδύει και με γνώμονα ένα καλλιτεχνικό, μακροπρόθεσμο όφελος. Να προστατεύει τον κινηματογράφο που διευρύνει τα όρια της κινηματογραφικής γλώσσας και εξελίσσει την κινηματογραφική τέχνη. Θεωρώ ότι είναι ζήτημα συμπερίληψης και επομένως ζήτημα δημοκρατίας.»

Που πιστεύεις ότι ανήκει το «MUSA» στο σύγχρονο τοπίο του ελληνικού σινεμά;

Εχω πει ήδη αρκετά επ’ αυτού. Ας το απαντήσουν και οι θεατές. Θα φανεί στο μέλλον.

Δοκιμάσατε να βγει η ταινία στις αίθουσες μέσω διανομής; Ή εξαρχής είχες επιλέξει μια πιο περιορισμένη έξοδο με μεμονωμένες προβολές;

Εχουμε κάνει κάποιες επαφές με εταιρείες διανομής, αλλά δεν έχουμε καταλήξει κάπου. Είναι ούτως η άλλως δύσκολη η κατάσταση, ακόμα και για ταινίες που έχουν εκ των προτέρων εξασφαλισμένη διανομή.

musa

Που βρίσκεται αυτή τη στιγμή το ελληνικό σινεμά; Ποιο είναι το σχόλιο σου για την περιφρόνηση που δείχνουν οι Ελληνες θεατές για το ελληνικό σινεμά (και το σινεμά γενικά);

Η χαμηλή προσέλευση στις αίθουσες κινηματογράφου είναι πράγματι ένα φαινόμενο γενικό και δεν αφορά μόνο τις ελληνικές ταινίες. Οπως ανέφερα και παραπάνω, δεν θεωρώ τα εισιτήρια που κάνει μια ταινία ενδεικτικά της δυναμικής ή της αξίας της. Καταρχάς όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχει η δυνατότητα θέασης στο σπίτι άπειρων ταινιών και πλέον σε συνθήκες σχεδόν ιδανικές. Η έξοδος στον κινηματογράφο δεν ξέρω κατά πόσο απευθύνεται σε ανθρώπους με χαμηλό ή μέσο εισόδημα ως συστηματική δραστηριότητα, με την έννοια ότι είναι πλέον μια πολύ ακριβή δραστηριότητα. Αυτό δεν το λέω ως μομφή για τις αίθουσες, που πραγματικά κάνουν ηρωικές προσπάθειες να επιβιώσουν και να υποστηρίξουν το έργο μας, αλλά ως γεγονός. Κάποτε, σε μεγάλες πόλεις, άνθρωποι έβρισκαν καταφύγιο στην κινηματογραφική αίθουσα για να προστατευθούν από το κρύο. Καταλαβαίνεις την αντιστοιχία του αντιτίμου για την εποχή. Η πανδημία λειτούργησε επιταχυντικά στις παραπάνω δυσκολίες. Οχι μόνο απαγορεύτηκε η πρόσβαση στην κινηματογραφική αίθουσα, αλλά και μεγάλο μέρος του κοινού αναγκαστικά κάλυψε την ανάγκη αυτή στρεφόμενο στο streaming και το downloading ή αγοράζοντας σύγχρονο εξοπλισμό για τη θέαση ταινιών. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να σκεφτούμε λίγο με νέους όρους. Σε όσες περιπτώσεις οι άνθρωποι κλήθηκαν να παρακολουθήσουν ταινίες στην αίθουσα στο πλαίσιο μιας επιμελητικής πρότασης ανταποκρίθηκαν πέραν των προσδοκιών. Ακριβώς επειδή ο χρόνος είναι λίγος και ακριβός έχει μεγαλύτερο νόημα να παρακολουθήσει κανείς μια σειρά ταινιών επιλεγμένων από ανθρώπους που γνωρίζουν σινεμά και ασχολούνται με αυτό συστηματικά. Αυτή, πέρα από μια διαδικασία γνωριμίας με ένα σημαντικό, αλλά δυσπρόσιτο, κινηματογραφικό έργο είναι και μια διαλεκτική σχέση, που δυνητικά ανοίγει τη συζήτηση σε μεγαλύτερα σχήματα: στον κινηματογράφο θα πηγαίνουν πλέον οι άνθρωποι όπως πηγαίνουν σε ένα μουσείο.

Από τη θέση του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΠΕΚ, πιστεύεις ότι οι οργανωμένες κινήσεις μπορούν να κάνουν τη διαφορά σε σχέση με τις παθογένειες της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας;

Από τον τρόπο που έχω κάνει μέχρι σήμερα τις ταινίες μου, αλλά και από όσα αναφέρω παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πως οι οργανωμένες κινήσεις και η συλλογικότητα είναι απαραίτητες προκειμένου να γίνονται οι κατάλληλες ζυμώσεις. Είδαμε ότι δράσεις όπως «Η Χαμένη Λεωφόρος» της ΕΣΠΕΚ, το «Χώρα σε Βλέπω» της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το «Landmarks» που οργανώσαμε τον προηγούμενο μήνα ως ΔΣ της ΕΣΠΕΚ, αποτελούν πολύ θετικές προτάσεις και δείχνουν προς την σωστή κατεύθυνση σε ότι αφορά την καταγραφή της Ελληνικής Κινηματογραφίας και την προβολή της στην αίθουσα. Οι φορείς προσπαθούν, βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση γίνονται, αλλά, δυστυχώς, ο κινηματογράφος, όπως και όλες οι τέχνες αντιμετωπίζονται ως είδος πολυτελείας. Αυτό είναι κάτι που βιώνουμε από μικρή ηλικία στο σχολείο, όπου καλλιεργείται η νοοτροπία ότι η τέχνη δεν είναι πρωτεύουσας σημασίας για την ζωή των ανθρώπων. Εγώ θα πω πως είναι τόσο σημαντική όσο ο αέρας που αναπνέουμε.

musa

musa

Ταυτόχρονα με την ιδιότητα σου ως σκηνοθέτης, συνεχίζεις να εργάζεσαι ως φωτογράφος πλατό; Πότε ξεκίνησε αυτή η ενασχόληση σου; Τι προσθέτει στην καλλιτεχνική σου έκφραση;

Επέλεξα να εργαστώ ως φωτογράφος πλατό πριν από 25 χρόνια, ήταν η ιδιότητα που συνδύαζε τα δύο σπουδαστικά background μου, φωτογραφία και κινηματογράφο, αλλά κυρίως μου επέτρεπε να δουλεύω στο σετ, να παρακολουθώ τα γυρίσματα από κοντά και την ίδια στιγμή να παράγω το προσωπικό μου έργο. Ως φωτογράφος πλατό καταγράφω αυτόν τον ενδιάμεσο κόσμο ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν μπροστά και πίσω από την κάμερα. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη που την προσέγγισα ξανά κάπως πιο «θεωρητικά» με την ευκαιρία της έκθεσής μου «Γεφυροποιός», που διοργάνωσε ο ΟΠΑΝΔΑ τον χειμώνα, με φωτογραφίες από την «Αλλη Θάλασσα», την τελευταία ημιτελή ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Τα τελευταία χρόνια, στο διάστημα που δούλευα τις δικές μου ταινίες, είχα διακόψει, αλλά το 2021, η ευκαιρία να εργαστώ στην ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ «Εγκλήματα του Μέλλοντο» που γυρίστηκε στην Ελλάδα ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να αρνηθώ. Πλέον επιλέγω με αυστηρά κριτήρια τις ταινίες όπου συμμετέχω ως φωτογράφος πλατό, και βέβαια η εμπειρία που έχω αποκτήσει ως σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής επιδρά στο πως δουλεύω σε αυτές. 

Ποιες στιγμές από ποια πλατό θα θυμάσαι για πάντα ως φωτογράφος πλατό;

Την πρώτη μου ταινία, που ήταν «Η Πίσω Πόρτα» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, το «I Put a Spell on Me» του Νικόλα Τριανταφυλλίδη, τις «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη, το «Fugitive Pieces» του Τζέρεμι Ποντέσουα, την ανολοκλήρωτη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου και, πριν ένα χρόνο, τα «Εγκλήματα του Μέλλοντος» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την φωτογράφιση που έστησα με τoν Βίγκο Μόρτενσεν, τη Λέα Σεϊντού και την Κρίστεν Στιούαρτ για την αφίσα της ταινίας, ούτε βέβαια τη στιγμή που είδα δική μου φωτογραφία στο εξώφυλλο του «Cahiers du Cinéma», στο τεύχος για το φετινό φεστιβάλ των Καννών.

Η προβολή της ταινίας «MUSA» θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 12 Οκτωβρίου, στις 21:30 στη μεγάλη αίθουσα της Ταινιοθήκης (Ιερά Οδός 48, Κεραμεικός). Θα ακολουθήσει πάρτυ στο Tarzan Bar (Αγίων Ασωμάτων 3, Θησείο). όπου τη μουσική θα επιλέγει ο πρωταγωνιστής της ταινίας Στέφανος Μουαγκιέ.

MUSA | Παραγωγή: Cenote Productions | Σκηνοθεσία, Διεύθυνση Φωτογραφίας, Μοντάζ, Color Grading: Νίκος Νικολόπουλος | Σενάριο: Νίκος Νικολόπουλος, Αρτεμις Ζερβού | Οι πρωταγωνιστές: Στέφανος Μουαγκιέ, Θανάσης Γεωργίου | Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Ιερώνυμος Καλετσάνος, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Ελεάνα Στραβοδήμου | Eκτακτη συμμετοχή: Αντιγόνη Κουλουκάκος, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Σύλλας Τζουμέρκας | Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Αρτεμις Ζερβού | Πρωτότυπη μουσική και sound design: Miyaki (Δημήτρης Μιγιάκης) - Το OST της ταινίας θα κυκλοφορήσει σε ψηφιακές μουσικές πλατφόρμες μέσα στον Οκτώβριο 2022 | Ηχος: Γιάννης Αντύπας, Δημήτρης Μιγιάκης, Κώστας Κοντοβάς | Κοστούμια: Γεωργία Παφίλη | Μακιγιάζ: Ιωάννα Σιμεωνίδη | Κομμώσεις: Ιουλία Συγγριμή| Επικοινωνία: Φωτεινή Αλευρά

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για τον Νίκο Νικολόπουλο και το «MUSA» στο επίσημο site του σκηνοθέτη, στη σελίδα της ταινίας στο Facebook και το Instagram.

musa