Ο Ματέο Γκαρόνε μετρά πλέον δύο δεκαετίες καριέρας, μέσα στις οποίες μοιάζει να αναγέννησε το ιταλικό crime cinema, δίνοντάς του όμως στοιχεία φιλμικής παραβολής: οι ήρωές του θυμίζουν αρχέτυπα παραμυθιών, άλλες φορές οι φυσιογνωμίες τους φλερτάρουν με πρωταγωνιστές του Παζολίνι ή του Ντε Σίκα, άλλες μοιάζουν να γυρίζουν ένα μετα-γουέστερν, ή ένα gothic fairy tale - πάντα όμως μοιάζουν σαν να έχουν έρθει από άλλες εποχές για να πουν κάτι πολύ σύγχρονο, επίκαιρο και ουσιαστικό. «Μου αρέσουν τα παραμύθια» μάς εξομολογήθηκε γελώντας (και δεν ξεχνάμε ότι η επόμενη ταινία του είναι ο «Πινόκιο», με πρωταγωνιστή τον Τόνι Σερβίλο). «Θέλω να κατασκευάζω κινηματογραφικά παραμύθια, γιατί στα παραμύθια τραβιούνται τα πάντα στα όριά τους και οι ήρωες καλούνται να αντιδράσουν απέναντι σε αυτό. Κι έτσι μαθαίνεις πολλά για την ανθρώπινη φύση. Μέσα από το «ψέμα» τους μαθαίνεις την αλήθεια για τη ζωή...»
Τον συναντήσαμε στις Κάννες, αμέσως μετά την πρεμιέρα του «Dogman». Γελαστός, ήρεμος και επικοινωνιακός (είχε μεταφράστρια αλλά δεν τη χρησιμοποιούσε - ήθελε να εξηγεί ο ίδιος με τα σπαστά αγγλικά του, όσα ένιωθε για το σινεμά, όσα έψαχνε στον άνθρωπο) μάς εξήγησε γιατί αυτή η αληθινή ιστορία τον παίδεψε 12 χρόνια για να την μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, ενώ στην ουσία η ωμή της βία μοιάζει να ταιριάζει ιδανικά στο κινηματογραφικό του σύμπαν.
Βλέπετε ο «Μαρτσέλο» της ταινίας, ο «Er Canaro» (ο κομμωτής σκύλων) υπήρχε. Το πραγματικό του όνομα ήταν Πιέτρο Ντε Νέγκρι και το 1988 δολοφόνησε με βίαιο και σαδιστικό τρόπο έναν τοπικό εγκληματία που τον εκβίαζε μία ζωή. Νάρκωσε τον Τζιανκάρλο Ρίτσι, τον έκλεισε στα κλουβιά με τα πιο αιμοβόρα σκυλιά του και τον βασάνιζε στη διάρκεια μιας νύχτας - κόβοντας ένα ένα τα δάχτυλά του, τη γλώσσα του, τα γεννητικά του όργανα και δίνοντάς τα στα σκυλιά για να τα φάνε.
Το έγκλημα συγκλόνισε την Ιταλία των 80ς κι ο «Dogman» έχει μείνει στην ιστορία της Ρώμης ως αστικός μύθος.
Ετσι επιστρέψαμε πάλι στα παραμύθια. Αυτά τα παραμύθια που γράφει καμιά φορά η ζωή καλύτερα κι από το σινεμά. Και ρωτήσαμε τον 50χρονο ιταλό σκηνοθέτη τι τον εμπνέει, τι ψάχνει και γιατί μάς αφηγείται αυτές τις ιστορίες;
Διαβάστε την κριτική του Flix: για το «Dogman» εδώ
Γιατί του αρέσουν οι σκοτεινές, βίαιες ιστορίες; Σίγουρα οι ταινίες μου μοιάζουν. Υπάρχει μία νοητή γραμμή, ένα νήμα που συνδέει το «Dogman» με τις παλιότερες ταινίες μου, τον «Ταριχευτή», τον «Πρώτο Ερωτα», το «Gomorrah». Κι αυτό είναι το πώς κοιτάω πιστεύω τις ιστορίες μου και τι με ενδιαφέρει σε αυτές. Κάνω ταινίες γιατί με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Οσο σκοτεινό, ή βίαιο, ή παράδοξο κι αν είναι το πλαίσιο, εμένα με ενδιαφέρει ο ήρωας – η ψυχολογική του κατάσταση, ο τρόπος που αντιδρά στις καταστάσεις. Και στο πιο απάνθρωπο περιβάλλον, εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Τι μάς χαρακτηρίζει – τα αρχετυπικά μας αμαρτήματα, τα διλήμματα, οι εμμονές, ο πόθος, ο φόβος. Ζούμε πλέον με το φόβο. Το bullying στα σχολεία, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η παγκόσμια τρομοκρατία που δικαιολογεί να έχουμε σκοπευτές στις ταράτσες – η βία υπάρχει παντού. Δε χρειάζεται να είναι μαφιόζικη. Είναι πολιτική. Σίγουρα είναι οικονομική. Το είδος του «crime movie» είναι πλέον συμβολικό. Ζούμε σε ανήθικους καιρούς έτσι κι αλλιώς.
Μπορεί κάποιος να παραμείνει αθώος σε αυτούς τους ανήθικους καιρούς; Ο ήρωας δεν είναι αθώος. Αυτό είναι το ενδιαφέρον για μένα. Δεν έχει σημασία αν είναι αφελής, ή αδύναμος, ή τον λυπάσαι γιατί είναι φοβισμένος. Ζει τη ζωή του εναρμονισμένα με το έγκλημα. Βρίσκει στον bully κόκα, παρανομεί κι ο ίδιος. Περισσότερο από όλα: θέλει να τον αγαπάνε. Αυτή η ανάγκη να τον αγαπήσουν, να γίνει αποδεκτός, τον κάνει να συμβιβάζει όλο και περισσότερο την ηθική του. Με ενδιαφέρει πολύ αυτή η δυαδικότητα του αθώου/ένοχου. Το πώς σε καταπιέζουν, σε τρομοκρατούν και σε βρίσκουν μπόσικο γιατί θέλεις να σε αγαπήσουν. Πώς είναι δυνατόν να είσαι γεμάτος αγάπη και να καταλήγεις βίαιος.
Ο Μαρτσέλο Φόντε κερδίζει το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στις Κάννες
Πώς γνώρισε τον εκπληκτικό ηθοποιό του, Μαρτσέλο Φόντε Ηταν καρμική η συνάντησή μας, πραγματικά. Ο Μαρτσέλο δούλευε επιστάτης σε ένα άσυλο, ένα αναμορφωτήριο. Οι φυλακισμένοι ανέβαζαν συχνά θεατρικές παραστάσεις εκεί κι ο Μαρτσέλο παρακολουθούσε τα έργα από τις πρόβες. Μια μέρα, λίγο πριν την πρεμιέρα, ένας κατάδικος έπαθε εγκεφαλική αιμοραγία και πέθανε στις τουαλέτες. Πώς θα έκαναν την παράσταση, ο κόσμος ήταν στις θέσεις του. Τότε πετάχτηκε ο Μαρτσέλο και είπε "ξέρω εγώ τα λόγια". Ετυχε εκείνο το βράδυ να είμαι κι εγώ ανάμεσα στο κοινό. Ηξερα ότι είχα βρει τον πρωταγωνιστή μου. Ετσι τον είδα – αυτό το πρόσωπο, αυτά τα μάτια. Στο «Dogman» στηρίζω όλη την ταινία πάνω του, πάνω στο βλέμμα του. Ερμηνεύουν τα μάτια – σαν ένας μοντέρνος Μπάστερ Κίτον. Αν κάποιος άλλος ανέβαινε στη σκηνή εκείνο το βράδυ, θα είχα άλλη ταινία στα χέρια μου.
Δυσκολεύτηκε που είχε ως πρωταγωνιστή έναν ερασιτέχνη; Δεν είναι ακριβώς ερασιτέχνης. Δεν είναι η πρώτη του ταινία. Είναι φοβερή η ιστορία του Μαρτσέλο. Ο Μαρτσέλο κατάγεται από μία πολύ φτωχική οικογένεια αγροτών από την Καλάμπρια της Ν. Ιταλίας. Εχει γράψει ένα βιβλίο με την ιστορία της οικογένειάς του κι έχει γυρίσει μία μικρή ταινία όπου έπαιζε 3 ρόλους. Eπίσης έχει περάσει ως κομπάρσος από πολλές ταινίες, όπως τις "Συμμορίες της Νέας Υόρκης" του Σκορσέζε. Τυπικά δεν ήταν η πρώτη του ταινία το «Dogman» λοιπόν, αλλά σίγουρα ήταν η ταινία που θα τον κάνει διάσημο. Ομως, ναι, επαγγελματικά τον πρώτο ρόλο τον πήρε τώρα. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου. Γιατί ο Μαρτσέλο είναι αυτό που βλέπετε: ένα μεγάλο, αθώο παιδί. Λειτουργεί με το συναίσθημα κι εγώ αυτό το αγαπώ πολύ στους ηθοποιούς. Αισθάνεται το ρόλο και σου δίνει ερμηνεία από την καρδιά του. Πάντα όταν γράφω έναν χαρακτήρα, ελπίζω ο ηθοποιός να αφήσει πίσω τις αναστολές του και να αισθανθεί το ρόλο. Κι όχι να τον «ερμηνεύσει».
Οι τόποι στις ταινίες του είναι πάντα ξεχωριστοί Νομίζω ότι το location σε κάθε ταινία είναι ένας ακόμα χαρακτήρας – όχι απλά το πλαίσιο για να αφηγηθείς μία ιστορία. Κάτι λέει ο τόπος που μεγάλωσες, ο τόπος που ζεις. Εδώ βλέπουμε τον Μαρτσέλο να δέχεται bullying όλη του τη ζωή, από όλους τους γείτονες κατά έναν τρόπο. Είναι ο μικρός, ο αδύναμος, ο ασήμαντος. Του πατάνε το λαιμό σε μια μικρή επαρχία από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Από την άλλη, φυσικά παίζεις με τον χώρο, ως κινηματογραφιστής. Ο τρόπος που διαλέγεις τη χρωματική σου παλέτα, το φως – όλα έχουν μία ψυχολογική επιρροή. Στην ταινία το πρώτο μέρος είναι ηλιόλουστο, στο δεύτερο βρέχει συνέχεια.
Γιατί άλλαξε το τέλος της αληθινής ιστορίας; Μου πήρε 12 χρόνια να κάνω αυτή την ταινία και το σενάριο άλλαζε συνέχεια. Γιατί κι εγώ άλλαζα συνέχεια. Η πραγματική ιστορία έχει ένα πολύ διαφορετικό, πολύ πιο βίαιο, πολύ πιο σαδιστικό φινάλε. Κάτι που τελικά εμένα δεν με ενδιέφερε. Δεν με ενδιέφερε ο βασανισμός, η «συγκλονιστική» εκδίκηση, το σπλάτερ βίαιο τέλος. Με ενδιέφερε η ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, με ενδιέφερε ο Μαρτσέλο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί μου πήρε 12 χρόνια να γυρίσω την ταινία. Γιατί την είχα πάνω στο γραφείο μου, την έπιανα και την άφηνα. Κάτι δεν μου έκανε, κάτι δεν μου άρεσε. Αν αποτύπωνα το αποτρόπαιο, βιαιο τέλος της ιστορίας ρεαλιστικά, θα είχα στα χέρια μου ένα μεγάλο κλισέ. Επρεπε να βρω μία άλλη πόρτα για να μπω στην αλήθεια της ιστορίας. Να μη δείξω, αλλά να εξετάσω την ψυχολογία της βίας. Να μετακινηθεί το βάρος από την ωμή βία στην κατανόηση του τι κάνει ο φόβος κι ο συνεχής εξευτελισμός σε έναν ανθρωπάκο. Ηθελα να δείξω την απέραντη μοναξιά του, τον τρόμο, την απόγνωση...
Ποια είναι η δική του σχέση με τα σκυλιά; Μεγάλωσα με σκυλιά, τα λατρεύω. Μου αρέσει να τα παρακολουθώ. Εχουν κι εκείνα την προσωπικότητα του ήρωα – γίνονται χαλί να τα πατήσεις γιατί το μόνο που θέλουν είναι να ανήκουν. Αποδοχή κι αγάπη – όχι μόνο φαγητό. Αλλά αν τα εξευτελίσεις, αν τα τρομάξεις, αν τα στριμώξεις, θα σε δαγκώσουν. Η αγάπη έχει ευθύνη. Κι αντίτιμο.
Διαβάστε περισσότερα: