Συνέντευξη

Μάρκους Σλάινζερ: η σημασία του να είσαι ο θύτης και όχι το θύμα

στα 10

Ο Αυστριακός που με την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης βρέθηκε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών και χαιρετίστηκε από τη διεθνή κριτική ως ο «νέος Χάνεκε» μιλάει στο Flix για το έγκλημα, την τιμωρία, όσα κρατάμε κρυμμένα στα «υπόγεια» της φαινομενικά φυσιολογικής μας ζωής και το «Μichael» σαν έναν καθρέφτη των μοντέρνων ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Μάρκους Σλάινζερ: η σημασία του να είσαι ο θύτης και όχι το θύμα

Μπορεί το «Michael» να είναι η πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, ο Μάρκους Σλάινζερ όμως δεν είναι καινούργιος στο σινεμά. Με περισσότερες από 60 συμμετοχές ως υπεύθυνος κάστινγκ στο πλευρό σκηνοθετών όπως ο Μίκαελ Χάνεκε και ο Ούλριχ Ζάιντλ, ο Σλάινζερ ξεκίνησε την καριέρα του 17 χρόνια πριν ως βοηθός της διευθύντριας κάστινγκ Ντανιέλα Στίβιτζ. Το όνειρο του, όμως, δεν ήταν να διαλέγει ηθοποιούς για τις ταινίες άλλων, αλλά να διαλέγει ιστορίες που θα μπορούσε να αφηγηθεί ο ίδιος ως σκηνοθέτης. Οπως την ιστορία του «Michael», ενός παιδεραστή που έχει φυλακισμένο στο υπόγειο του σπιτιού του το θύμα του, μια ιστορία εμπνευσμένη από τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης που μονοπωλούν τα τελευταία χρόνια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Μόνο που στο «Μichael», ο Σλάινζερ δεν ενδιαφέρεται για το θύμα, αλλά για τον θύτη σε μια από τις πιο σκληρές και ταυτόχρονα χωρίς ίχνος βίας ταινίες της χρονιάς.

Πως ξεκίνησε η ιδέα του «Μichael»; Τα πολλά περιστατικά παιδοφιλίας που «ξεσκεπάστηκαν» πρόσφατα στην Αυστρία ήταν μια μορφή «έμπνευσης»;

Στα τέλη του 2008, όταν άρχισα να γράφω το σενάριο, το θέμα της παιδικής κακοποίησης ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο που κυριαρχούσε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξεις μια εφημερίδα ή να παρακολουθήσεις ειδήσεις στην τηλεόραση χωρίς να μάθεις για κάποια νέα περίπτωση εγκλήματος εναντίον παιδιών. Ηταν το καλοκαίρι της Μαντελέιν – του κοριτσιού που αγνοείται ακόμη και σήμερα στην Πορτογαλία -, υπήρχαν περιπτώσεις στην Ιταλία, την Αμερική, τη Γαλλία. Και στην Αυστρία είχε μόλις ξεκινήσει η δίκη εναντίον του Γιόσεφ Φριτζλ που κρατούσε την κόρη του για 24 χρόνια στο υπόγειου του σπιτιού τους. Ενιωσα πως η παιδική κακοποίηση, όπως και η βία, είχε καταντήσει ένα «διασκεδαστικό» θέαμα στις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες με πιασάρικα πρωτοσέλιδα και μια αίσθηση σκανδαλοθηρίας. Ηθελα να τοποθετήσω το όλο θέμα σε μια πιο σοβαρή βάση. Οπότε το «Μichael» δεν είναι η ιστορία ενός συγκεκριμένου περιστατικού, αλλά μια ταινία για το ίδιο το θέμα της παιδικής κακοποίησης.

Γιατί επιλέξατε την οπτική γωνία του θύτη ως «πρωταγωνιστή» της ταινίας;

Η ιδέα του να είναι ο θύτης ο πρωταγωνιστής της ιστορίας ήταν μια ιδέα που είχα από την αρχή. Οταν διαπράττεται ένα έγκλημα, η άμεση αντίδραση είναι η αμφιβολία που γεννιέται σε όσους γνώριζαν τον θύτη, το πως κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί, κανείς δεν μπορούσε να το μαντέψει, πως ήταν πάντοτε τόσο καλός, άκακος κλπ Μετά από το πρώτο σοκ έρχεται η επιθυμία να αποστασιοποιηθείς από το έγκλημα και οι γνώμες αλλάζουν: «ήταν πάντοτε λίγο περίεργος, ντροπαλός...». Και τελικά όλοι καταλήγουν πως γνώριζαν από την αρχή πως ένα τέρας ζούσε ανάμεσα τους. Οι άνθρωποι έχουν μάθει να προστατεύουν τον εαυτό τους με το να μεγενθύνουν το πλαίσιο της «κανονικότητας» τους. Ισως γιατί η «κανονικότητα» είναι ιερή και δεν πρέπει να την βάζεις σε οποιοδήποτε ρίσκο. Τα τέρατα δεν είναι σαν εμάς. Εμείς είμαστε φυσιολογικοί. Η εικόνα ενός «τέρατος» είναι ιδανική στο να εξηγήσει πως οι άνθρωποι βρίσκουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον εαυτό τους και το κακό. Κι όμως τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα διαπράττονται από κανονικούς, φυσιολογικούς ανθρώπους που κανείς δεν θεωρούσε ικανούς να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Και η συζήτηση γύρω από αυτές τις πράξεις, τις ευθύνες, τα εγκλήματα και τους θύτες αλλά και τα θύματα δεν μπορεί ποτέ να είναι ψύχραιμη και αντικειμενική, όσο οι άνθρωποι θέλουν με κάθε τρόπο να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από ό,τι συμβαίνει ακριβώς στη διπλανή τους πόρτα. Είναι κάτι που μπορώ να κατανοήσω. Κανείς δεν θέλει να ταυτιστεί με έναν τέτοιο άνθρωπο. Αλλά δυστυχώς μια κοινωνία αποδεικνύει την εξέλιξη της με το πως χειρίζεται τους εγκληματίες της. Και αυτό αφορά όχι μόνο την παιδοφιλία. Οπότε για μένα ήταν σημαντικό να δείξω τον θύτη μέσα στην δική του φυσιολογική καθημερινότητα, όχι ως τέρας. Κάποια πράγματα μοιάζουν λογικά, άλλα τελείως συγκεχυμένα, αλλά ειλικρινά δεν υπήρχε άλλος τρόπος.

michael1

Κάνατε έρευνα πριν δημιουργήσετε τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα;

Στην αρχή δεν έκανα καθόλου έρευνα. Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να ταυτιστώ με τις αληθινές ιστορίες και να χρησιμοποιήσω τον ανθρώπινο πόνο ως υλικό για την ταινία. Οι αληθινές ιστορίες και ο αληθινός πόνος ανήκουν στους αληθινούς ανθρώπους. Θύματα ή θύτες...

Γιατί επιλέξατε να μην εξηγήσετε τις αιτίες, τα συναισθήματα, τις σκέψεις του κεντρικού χαρακτήρα;

Το ανεξήγητο δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η επιστήμη ασχολείται με αυτό το θέμα εδώ και λίγο καιρό και είναι ακόμη πολύ νωρίς για να δώσει κανείς εξηγήσεις. Ταυτόχρονα είναι και πολύ επικίνδυνο. Οπως ο μύθος πως τα περισσότερα θύματα παιδικής κακοποίησης γίνονται και οι ίδιοι θύτες. Αν διαβάσει κανείς τις στατιστικές θα ανακαλύψει πως πολύ λίγοι θύτες παιδικής κακοποίησης υπήρξαν στο παρελθόν θύματα. Η πεποίθηση, όμως, αυτή είναι ένας από τους 1000 λόγους για τους οποίους τα θύματα οποιουδήποτε εγκλήματος δυσκολεύονται να αποκαλύψουν τι ακριβώς τους συνέβη. Οι πληροφορίες δημιουργούν απόσταση. Και αυτό μας βολεύει. Είναι αυτός – όχι εμείς. Από την απόσταση μπορούμε να παρακολουθούμε όλους τους εμπλεκόμενους σε μια τέτοια υπόθεση σαν ζώα σε ζωολογικό τύπο. Ασφαλείς μέσα στην πεποίθηση μας πως εμείς δεν θα βρεθούμε ποτέ στη θέση τους.

Πιστεύετε ότι μια ταινία σαν το «Michael» μπορεί να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους γύρω από το θέμα της παιδικής κακοποίησης;

Οχι, αλλά στην πραγματικότητα το «Michael» δεν είναι μια ταινία μόνο για την παιδοφιλία. Αφορά και το τι σημαίνει να είσαι θύτης ή θύμα ή ακόμη και τις ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή μας.

michael2

Τι σας οδήγησε να σκηνοθετήσετε μετά από μια μεγάλη καριέρα ως διευθυντής κάστινγκ; Πόσο εύκολη ήταν η μετάβαση;

Πάντοτε ήθελα να σκηνοθετήσω μια ταινία. Και κάποιοι από τους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα στο παρελθόν ως διευθυντής κάστινγκ μου έβαλαν την ιδέα στο κεφάλι. Ξεκίνησε σαν πείραμα και με κάποιο τρόπο ανακάλυψα πως δεν υπήρξαν εμπόδια τα οποία δεν μπορούσα να ξεπεράσω.

Πολλοί σας συγκρίνουν με τον Μίκαελ Χάνεκε, κυρίως για το σύμπαν που δημιουργήσατε για το «Michael». Υπήρξαν οι ταινίες του Χάνεκε μια μεγάλη επιρροή στο σκηνοθετικό σας ντεμπούτο;

Δουλεύω με τον Μίκαελ Χάνεκε τα τελευταία 12 χρόνια. Οπότε δεν ήταν τόσο πολύ οι ταινίες του που με επηρέασαν όσο ο τρόπος που δουλεύει! Η αντοχή, ο εθσιμός, η τεχνική του, η φιλοσοφία του πως πρέπει να είσαι εσύ αυτός που αγαπάει περισσότερο από όλους τους άλλους την ταινία σου. Η σύγκριση μαζί του είναι κολακευτική αλλά μάλλον επιδερμική. Για το «Michael» διάλεξα ένα τρόπο αφήγησης που ο Χάνεκε χρησιμοποιεί συχνά, αλλά δεν τον έχει εφεύρει αυτός. Μπορείς να το δεις και στις ταινίες της Σαντάλ Ακερμάν, του Ρομπέρ Μπρεσόν κ.ά. Είναι μια κινηματογραφική γλώσσα. Μπορεί η επόμενη μου ταινία να είναι τελείως διαφορετική. Απλά βρήκα λογικό να χρησιμοποιήσω αυτή τη γλώσσα για αυτήν την συγκεκριμένη ταινία.

Σκεφτήκατε ποτέ πως το «Michael» μοιάζει με αντανάκλαση της Ευρώπης σήμερα. Ενα μέρος δηλαδή όπου κανείς δεν μιλάει για όσα συμβαίνουν δίπλα του και όλοι υποκρίνονται πως είναι ευτυχισμένοι;

Η αλήθεια είναι πως δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι. Αλλά αν το δεις καλύτερα, έχετε δίκιο. Η ταινία αφορά τις κοινωνίες μας. Και εγώ ανήκω σε μια κοινωνία, δουλεύω σε αυτήν και περιγράφω πράγματα που συμβαίνουν σε αυτήν. Οπότε ναι, το «Michael» θα μπορούσε να είναι ένα αντίγραφο της «μοντέρνας ευρωπαϊκής κοινωνίας» μας.

Τι μάθατε από το σκηνοθετικό σας ντεμπούτο και πόσο γρήγορα σκέφτεστε να προχωρήσετε σε μια δεύτερη ταινία;

Υπάρχουν εκκρεμότητες που δεν έχουν κλείσει σε σχέση με την ταινία. Οπότε το παρόν μου απαγορεύει να σκεφτώ ιδιαίτερα για το μέλλον. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα παραμείνω αυτό που είμαι τα τελευταία χρόνια: ένας κινηματογραφιστής. Και μετά από μια δεύτερη ταινία θα ανακαλύψουμε τι ακριβώς έμαθα από τον «Michael».

Το «Michael» του Μάρκους Σλάινζερ βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου από τη Strada Films.