Ενα δράμα που επικεντρώνεται σε μια περίοδο πέντε μηνών από τη ζωή ενός παιδόφιλου που έχει απαγάγει ένα αγόρι και το κρατά κλειδωμένο στο υπόγειό του. Η ταινία περιγράφει τους τελευταίους μήνες της ακούσιας συμβίωσης του 10χρονου Βόλφγκανγκ με τον 35χρονο Μίχαελ.

Και μόνο η ανάγνωση της σύνοψης της ταινίας του Μάρκους Σλάινζερ είναι αρκετή για να γεννήσει στον οποιονδήποτε ανάμεικτα συναισθήματα απέχθειας και νοσηρής περιέργειας. Το να μιλήσεις για ένα απόλυτο ταμπού, μια πράξη που κρίνεται καθολικά αποτρόπαιη κρύβει προκλήσεις, κινδύνους, παγίδες. Ακόμη και στα πλαίσια ενός σινεμά που είναι σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται για μια δραματική, ηθικοπλαστική απεικόνιση της σχέσης ενός απαγωγέα παιδεραστή με το θύμα του, δεν μπορείς να αποφύγεις την ηθική του θεατή, την δική του συναισθηματική φόρτιση απέναντι στην ιστορία.

Το «Michael» όμως κατορθώνει από την αρχή να υπονομεύσει τις προσδοκίες ή τους φόβους σου για μια «ταινία σοκ», πιάνοντας τον μίτο της ιστορίας, όχι από την φρίκη, αλλά από την καθημερινότητα του. Τις βαρετές λεπτομέρειες των επαναλαμβανόμενων μηχανικών κινήσεων μιας ρουτίνας, την ισορροπία μιας (εκ προοιμίου λάθος) σχέσης, που αν την κοιτάξεις από μια διαφορετική οπτική γωνία, θα μπορούσε να μοιάζει εντελώς διαφορετική. Οταν ο Μίχαελ και ο μικρός Βόλφγκανγκ τρώνε στο τραπέζι και στη συνέχεια μοιράζονται το πλύσιμο των πιάτων, όταν παίζουν με τα παιχνίδια του στο δωμάτιό του, όταν κάνουν μια βόλτα στην εξοχή, δεν μοιάζουν με θύμα και θύτη, με δεσμοφύλακα και δέσμιο, με βιαστή και κακοποιημένο παιδί. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι πατέρας και γιος.

Ο Σλάινζερ αποφεύγει να δείξει σκηνές που σοκάρουν. Αυστριακός, συνεργάτης (στο κάστινγκ) και «μαθητής» του Χάνεκε αλλά και σκηνοθετών όπως ο Ουρλιχ Ζάιλντλ, και η Τζέσικα Χάουσνερ, ξέρει ότι η αποστασιοποίηση, αποκαλύπτει περισσότερες λεπτομέρειες, φέρνει την πραγματικότητα στις αληθινέ ς της διαστάσεις. Η κάμερα του δεν είναι παρούσα όταν ο Μίχαελ βιάζει το νεαρό αγόρι, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η απεικόνιση της βίας δεν είναι εκεί. Ισως έτσι μάλιστα, είναι ακόμη σκληρότερη. Η βία που καταγράφει το φιλμ είναι ψυχολογική. Αυτή που μεταμορφώνει το μικρό αγόρι σε έγκλειστο μιας πολύ πιο σκοτεινής φυλακής από αυτή στην οποία έχει μεταμορφώσει ο Μίχαελ το κελάρι του, κι αυτή είναι εξίσου ισχυρή κι επώδυνη με τη σωματική.

Κι όμως ο ήρωας (αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη) του φιλμ μοιάζει με συνηθισμένο άνθρωπο, κινείται ομαλά στο ρεύμα της καθημερινής ανθρώπινης συμπεριφοράς, θα μπορούσε να είναι ένας από εμάς. Και στην πραγματικότητα είναι ένας από εμάς. Κάποιος με μια σχεδόν κανονική κοινωνική παρουσία, με συνηθισμένη ευφυΐα, με μια αξιοπρεπή ζωή, ένα ιδανικό δείγμα του «φυσιολογικού μέσου όρου». Μόνο που κάτι τέτοιο απλά δεν υπάρχει, μοιάζει να λέει το φιλμ, ή καλύτερα δεν υπάρχει στην βολική απλοποιημένη εκδοχή του που θέλουμε να πιστεύουμε.

Το σκοτάδι, το υπόγειο που κρύβουμε τα μυστικά μας είναι εκεί σε όλους ακόμη κι αν κάποια είναι πολύ πιο φρικτά από άλλα. Ο Μίχαελ δεν είναι ένα ξένο σώμα στον κοινωνικό ιστό, δεν είναι μια μοναδική παραφωνία την οποία μπορείς εύκολα να ξεκαθαρίσεις καταδικάζοντας την ως μίασμα, εγκληματία, τέρας. Ακόμη κι αν είναι όλα αυτά, ο Μίχαελ είναι δυστυχώς ένας από εμάς, τμήμα του κατασκευάσματος που μαζί χτίζουμε, των δομών που όλοι ασπαζόμαστε, κομμάτι της κοινωνίας, καθρέφτης μας.

Κάποιοι θα έλεγαν παραμορφωτικός, αλλά ίσως μόνο ένας τέτοιος καθρέφτης μπορεί να αποκαλύψει τις πιο επώδυνες, σκληρές αλήθειες, της κοινωνίας, όλων εμάς. Και δυστυχώς αντίθετα με ότι βολεύει την κρατούσα ηθική να ισχυρίζεται, ο Μίχαελ δεν είναι η νόσος, αλλά το σύμπτωμα...