Συνέντευξη

30 χρόνια Νύχτες Πρεμιέρας - Ο Λουκάς Κατσίκας εύχεται «τα επόμενα 30 να τρέχουν το φεστιβάλ άνθρωποι που το αγαπούν όσο κι εμείς»

στα 10

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής μοιράζεται με το Flix τις καλές, τις κακές και τις αξέχαστες στιγμές του «θεσμού που έγινε εθισμός».

30 χρόνια Νύχτες Πρεμιέρας - Ο Λουκάς Κατσίκας εύχεται «τα επόμενα 30 να τρέχουν το φεστιβάλ άνθρωποι που το αγαπούν όσο κι εμείς»

Συνέντευξη και επιμέλεια Λήδα Γαλανού, Μανώλης Κρανάκης, Πόλυ Λυκούργου. Ευχαριστούμε τη Μαρία Ναθαναήλ για τη βοήθεια και συμμετοχή.

Οταν μιλάμε για long read… Αλλά πώς να χωρέσεις τόση ιστορία σε λίγες παραγράφους; Φέτος οι Νύχτες Πρεμιέρας κλείνουν 30 χρόνια. Κι αυτό, για τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί απ’ όταν ξεκίνησε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, είναι από τη μια αφορμή για ενδοσκόπηση, από την άλλη ευκαιρία για γιορτή.

Για να διατρέξουμε αυτές τις τρεις δεκαετίες, ζητήσαμε από τον Λουκά Κατσίκα, τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή των Νυχτών Πρεμιέρας (και του cinemagazine.gr φυσικά), να μάς μιλήσει εφ’ όλης της ύλης: για τα πρώτα και για τα πιο πρόσφατα χρόνια του φεστιβάλ, για στιγμές φρίκης και στιγμές ευτυχίας, για πρόσωπα και ταινίες, αλλά και για την κριτική, για τις κινηματογραφικές αίθουσες, για τη διανομή στην Ελλάδα.

Αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη συνέντευξη: με τον Λουκά έχουμε υπάρξει συνοδοιπόροι και στενοί φίλοι για σχεδόν τόσα χρόνια όσα γιορτάζουν οι Νύχτες φέτος, όσα γιορτάζει αυτό το λαμπερό πεδίο όπου έχουμε δουλέψει όχι μόνο εμείς, αλλά και πολλοί ακόμα από τους πιο καθοριστικούς ανθρώπους στο σημερινό σινεμά και στον πολιτισμό. Γι’ αυτό κι η κουβέντα μας αναμείχθηκε με γέλια, με δάκρυα, με ποτά, κουτσομπολιά και αναμνήσεις. Οπως συμβαίνει συχνά στις συναντήσεις ανθρώπων που έχουν μοιραστεί τα σημαντικά της ζωής του, ή σε ανθρώπους που αγαπούσαν τα μεγάλα κείμενα πριν αρχίσουν να λέγονται long reads, στο Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ της δεκαετίας του ’90, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.


Νύχτες Πρεμιέρας Λουκάς Κατσίκας

Πίστευες ποτέ όταν ξεκίνησαν οι Νύχτες Πρεμιέρας, ως ένα μικρό φεστιβάλ, από τον Γιώργο Τζιώτζιο και την ομάδα του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ τότε, ότι θα γίνουν θεσμός που μετρά, φέτος, τρεις δεκαετίες;

Διστάζω ν’ απαντήσω επειδή μιλάμε για πολύ διαφορετικές εποχές. Αν οι τότε εποχές ήταν παρόμοιες με τις τωρινές, θα σου έλεγα όχι. Αλλά επειδή τότε ήταν λίγο πιο ρομαντικές και πιο αθώες εποχές – εκτός κι εάν εγώ τις έχω εξιδανικεύσει στο μυαλό μου, λόγω του ότι τότε ήμασταν πιτσιρίκια κι εμείς – θεωρούσα ότι μπαίναμε σ’ ένα πολύ όμορφο και δροσερό ποτάμι κι αφηνόμασταν να μας οδηγήσει όπου πήγαινε. Συν το γεγονός ότι ο Γιώργος Τζιώτζιος ήταν ένας άνθρωπος φωτισμένος, εξέπεμπε ένα δυνατό φως που έβγαινε από μέσα του κι οτιδήποτε κι αν σου έλεγε να κάνεις, θα το έκανες χωρίς να το σκεφτείς. Οπότε, ακόμα κι αν σου έλεγε ότι πιστεύει σ’ αυτό το φεστιβάλ, ότι θα διαρκέσει κι ότι τριάντα χρόνια μετά θα το συζητάμε, θα το πίστευες επειδή το είχε πει ο Γιώργος κι επειδή το πίστευαν και τα παιδιά που το δούλευαν τότε. Ήταν κάτι πάρα πολύ συγκινητικό – καθώς περνούν τα χρόνια και γίνομαι ίσως πιο ευαίσθητος λόγω ηλικίας, ανατρέχω σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια που ήταν τόσο πιο δύσκολα, αλλά μ’ έναν τρόπο που μας έκανε πιο αυθόρμητους και υπήρχε και μια αίσθηση πως, ό,τι και να γίνει είμαστε μια πολύ μικρή ομάδα, μια παρέα που θα τα καταφέρουμε. Οπότε πάντα αισθανόμουν προστατευμένος κι απολύτως συντονισμένος σ’ ένα όραμα το οποίο δεν φανταζόμουν πού θα οδηγούσε. Αλλά είχα τυφλή εμπιστοσύνη στον Γιώργο και στα παιδιά. Κι είχα και μεγάλη αγάπη, βέβαια. Όμως αν κάτι έχει οδηγήσει τις Νύχτες Πρεμιέρας εδώ που βρίσκονται, σίγουρα είναι η λατρεία και η υποστήριξη του κοινού όλα αυτά τα χρόνια. Το Φεστιβάλ απέκτησε κοινό από τον πρώτο χρόνο διεξαγωγής του και μέσα στα χρόνια το πολλαπλασίασε, έγινε συνήθειά του και αίτημά του.

Πιστεύεις ότι εάν σήμερα υπήρχε αυτή η ομάδα – που είστε, τώρα, εσείς – και κάποιος πρότεινε να γίνουν οι Νύχτες Πρεμιέρας, δεν θα γινόταν;

Είναι πάρα πολύ δύσκολη εποχή για να κάνεις πολιτισμό στην Ελλάδα. Πόσω μάλλον όταν είσαι ένα Φεστιβάλ το οποίο δεν είναι κρατικό: κάθε χρόνο, όσο εξαιρετική και να είναι η πορεία του πάντα μηδενίζουμε το κοντέρ και ξεκινάμε από την αρχή. Αν ξεκινούσαμε σήμερα, είμαι βέβαιος ότι θα είχαμε την ίδια ορμή, την ίδια αγάπη για το ανεξάρτητο και σπουδαίο σινεμά, την ίδια μελετημένη προσέγγιση για την καλλιέργεια κινηματογραφικής παιδείας, όχι μόνο για νέους ανθρώπους αλλά και για άτομα όλων των ηλικιών και την ίδια διάθεση για προσφορά στον πολιτισμό. Ωστόσο, το περιβάλλον και το πεδίο δράσης είναι αντιστρόφως ανάλογο με την εποχή που ξεκίνησαν οι Νύχτες μας: υπάρχει πλέον πληθώρα πρωτοβουλιών με πολύ λίγα όμως χρήματα για την υποστήριξή τους.

Είναι πάρα πολύ δύσκολη εποχή για να κάνεις πολιτισμό στην Ελλάδα. Πόσω μάλλον όταν είσαι ένα Φεστιβάλ το οποίο δεν είναι κρατικό: κάθε χρόνο, όσο εξαιρετική και να είναι η πορεία του, πάντα μηδενίζουμε το κοντέρ και ξεκινάμε από την αρχή.»

Επανέρχομαι, λοιπόν, σ’αυτό που ανέφερα στην αρχή, ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ μετρούν 30 ολόκληρα χρόνια παρουσίας και αποτελούν τον πλέον καταξιωμένο και αγαπημένο κινηματογραφικό θεσμό, παλεύουν κάθε χρόνο για τη χρηματοδότησή τους. Και να πω, παρεμπιπτόντως, ότι είμαι ευγνώμων για την επιμονή και αυταπάρνηση της Προέδρου της Κινηματογραφικής Εταιρείας Αθηνών, κας Μαρίας Μπόμπολα, που στηρίζει το Φεστιβάλ όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια και κατ’ επέκταση την ομάδα μας, τους ευρύτερους συνεργάτες και το ίδιο το σινεμά. Οπότε, αν ξεκινούσε τώρα το Φεστιβάλ, δεν ξέρω τι προφίλ θα είχε. Νομίζω πάντως ότι εξακολουθεί να έχει το προφίλ που, σε μεγάλο βαθμό, είχε στο ξεκίνημά του γιατί, πρώτον, ανανεώνεται από νέο κόσμο κι από νέους ανθρώπους που έχουν όρεξη όπως είχαμε κι εμείς όταν ξεκινούσαμε και, δευτερευόντως, επειδή προσπαθώ να κρατήσω κάτι από εκείνη τη φλόγα, του τότε, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, επειδή έχω ακόμα στο μυαλό μου τον Γιώργο. Είναι η αίσθηση ενός ανθρώπου που έχει φύγει χρόνια πριν, αλλά τον αισθάνομαι πάρα πολύ κοντά μου ακόμα. Κι αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω, γιατί έχουμε χάσει πάρα πολλούς και φίλους και συναδέλφους, αλλά με τον Γιώργο είναι διαφορετικό. Επίσης, το λέω πολύ συχνά και στην ομάδα μας, λέω ότι ο Οσιος Τζιώτζιος έβαλε το χέρι του πάλι και βοήθησε. Ο Μπόουι και ο Τζιώτζιος!

Οταν ξεκίνησε το Φεστιβάλ, στα ‘90ς, ήταν εκείνο που έφερνε το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά που δεν μπορούσες να το βρεις πουθενά, είχε μια τέτοια ταυτότητα. Ποια είναι η ταυτότητά του τώρα, πώς έχει εξελιχθεί;

Ως αλλεργική αντίδραση στο πόσο indie αμερικάνικο σινεμά υποστηρίζαμε τα πρώτα χρόνια, τελευταία προσπαθούμε να καλύψουμε πράγματα τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψιν τόσο έντονα στο παρελθόν, όπως ήταν, ας πούμε, το ασιατικό σινεμά, λίγο πιο αφανείς κινηματογραφίες ή ελάχιστα προβεβλημένοι σκηνοθέτες τους οποίους αισθάνομαι ότι είναι πιο επείγον να τους συστήσουμε πλέον στο κοινό, απ’ ό,τι ήταν τότε. Δηλαδή, τότε ταξιδεύαμε στα ξένα κινηματογραφικά φεστιβάλ και κινούμασταν λίγο-πολύ με ό,τι βλέπαμε εκεί. Τώρα που ζούμε σ’ αυτή την παγκόσμια κοινότητα κι έχουμε πρόσβαση στα πάντα, ανακαλύπτω ότι υπάρχουν σημαντικά πράγματα που μας διέφυγαν μέσα στα χρόνια, παλιότερες ταινίες ή σκηνοθέτες τους οποίους είχαμε προσπεράσει – και κυρίως Ασιάτες σκηνοθέτες – και δίνουμε πολύ μεγαλύτερο βάρος εκεί. Πέραν αυτού, υπάρχει πια μια επιμονή στην ανάγκη προστασίας αυτού που ονομάζουμε κινηματογραφική εμπειρία και αίθουσα, το αντιλαμβάνεστε κι εσείς. Γιατί, εκτός του ότι ο χάρτης των σινεμά της πρωτεύουσας συρρικνώνεται επικίνδυνα και άδικα, δυσκολευόμαστε κι εμείς να βρούμε μία μόνιμη στέγη. Φέτος είμαστε χωρίς το Ιντεάλ, τα προηγούμενα χρόνια έπρεπε να βρούμε τρόπο ν’ αντικαταστήσουμε το Αττικόν και τον Απόλλωνα που δεν υφίστανται κι όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρεις μια στέγη για το Φεστιβάλ, που είναι το μεγάλο φεστιβάλ της πόλης, της πρωτεύουσας. Οπότε είναι πείσμα μας να προσπαθούμε σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς να στηρίζουμε τις αίθουσες, και εκτός Φεστιβάλ. Επίσης θεωρώ ότι είναι ακόμα πιο επιτακτική ανάγκη να μάθεις στα νεαρά παιδιά να βλέπουν σινεμά με τις σωστές συνθήκες και να βλέπουν σινεμά όπως, ενδεχομένως, δεν είχαν δει ποτέ.

Υπάρχει πια μια επιμονή στην ανάγκη προστασίας αυτού που ονομάζουμε κινηματογραφική εμπειρία και αίθουσα. Γιατί, εκτός του ότι ο χάρτης των σινεμά της πρωτεύουσας συρρικνώνεται επικίνδυνα και άδικα, δυσκολευόμαστε κι εμείς να βρούμε μία μόνιμη στέγη. Φέτος είμαστε χωρίς το Ιντεάλ, τα προηγούμενα χρόνια έπρεπε να βρούμε τρόπο ν’ αντικαταστήσουμε το Αττικόν και τον Απόλλωνα που δεν υφίστανται κι όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρεις μια στέγη για το Φεστιβάλ, που είναι το μεγάλο φεστιβάλ της πόλης, της πρωτεύουσας.»

Την εποχή μετά τον Covid άλλαξε αισθητά η προσέλευση του κοινού που θεωρούσαμε ότι είχαμε. Πλάι στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, τους παλιούς μας θεατές, βλέπουμε πια νεαρόκοσμο να προσέρχεται αθρόα, πιτσιρίκια, φοιτητές, τα παιδιά των θεατών που έρχονταν τα πρώτα χρόνια. Αυτές οι νεότερες γενιές νομίζω ότι συνταράσσονται με το δικό τους τρόπο βλέποντας στη μεγάλη οθόνη μία ταινία όπως είναι ο «Νονός», που είχαμε προβάλλει στο Ιντεάλ κι ήταν για μένα πραγματική έκπληξη να βλέπω πόσο μικρών ηλικιών κοινό είχε έρθει στην προβολή. Είναι η αίσθηση της συλλογικής εμπειρίας και του ν’ ανήκεις για λίγες μέρες σε μία φυλή, που είναι η φυλή των Νυχτών Πρεμιέρας. Που θα βρεθούμε με τους φίλους μας, τις φίλες μας και θα πάμε να δούμε μία καινούργια και πολυαναμενόμενη ταινία μαζί γιατί έτσι έχει περισσότερη αξία και νόημα. Συν το γεγονός πως πιστεύω στα νεαρά παιδιά, για τα οποία εγώ ο ίδιος υπήρξα επιφυλακτικός επί σειρά ετών. Τώρα αρχίζει και μ’ ενθαρρύνει αυτό που βλέπω, το πόσο ενθουσιωδώς έρχονται και παρακολουθούν ταινίες με την ίδια ζέση που είχαμε κάποτε κι εμείς, παρά το γεγονός ότι πλέον έχουν την ευκολία να δουν μια ταινία σπίτι τους, στο κινητό τους, στον υπολογιστή τους. Θέλουν ν’ ανήκουν σ’ ένα βίωμα που μπορεί να είναι διαχρονικό, μπορεί να το μοιράζονται κι οι γονείς τους μαζί. Γιατί αν δεν δεις τον «Νονό» στη μεγάλη οθόνη, αν δεν δεις τον «Λόρενς της Αραβίας» στον κινηματογράφο, δεν τις έχεις δει αυτές τις ταινίες. Κάποιες ταινίες είναι «γεγονότα», δεν μπορείς να ξεπεράσεις το μέγεθός τους και την αξία τους, οπότε αισθάνεσαι ότι συμμετέχεις σ’ ένα γεγονός. Συνεπώς ένα μέρος του προγράμματος του Φεστιβάλ τώρα διαμορφώνεται κι από τους νέους θεατές που υποδεχόμαστε, στη μετά-Covid εποχή. Από ταινίες που επιθυμούν να δουν και δεν τους δίνεται η δυνατότητα να τις δουν σε μεγάλη οθόνη, στις ιδανικές συνθήκες παρακολούθησης και σε ένα πλαίσιο κοινωνικοποίησης το οποίο νομίζω ότι απολαμβάνουν και έχουν ανάγκη.

Εδώ απαντάω και σ’ ένα ερώτημα που μας κάνουν αρκετοί, γιατί το Φεστιβάλ αλλάζει ημερομηνίες και μετακινείται προς τον Οκτώβριο. Ενας από τους βασικότερους λόγους είναι ότι περιμένουμε να τελειώσει η εξεταστική!

Κατά τη μετά-Covid εποχή που διανύουμε, την εποχή των κινητών, του streaming και των πολλών δυνατοτήτων που έχει κάποιος για να δει μια ταινία, τα δύο τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες μας σε επίπεδο προσέλευσης, και δη του νεανικού κοινού. Είμαστε, νιώθω, κι εμείς απόλυτα συντονισμένοι πια σε επίπεδο προγράμματος και στο τι θέλουμε να κάνουμε και μετράμε απανωτά sold-outs.

Νύχτες Πρεμιέρας Λουκάς Κατσίκας

Ποια είναι η πιο παλιά σου ανάμνηση από τις Νύχτες Πρεμιέρας;

Η πρώτη προβολή που παρακολούθησα ποτέ στις Νύχτες Πρεμιέρας, στο Αττικόν, τη δεύτερη ημέρα διεξαγωγής του πρώτου Φεστιβάλ, που ήταν το «Κοίτα τους Αντρες Οταν Πέφτουν», του Ζακ Οντιάρ. Ήταν 1995, εγώ φοιτητής, είχα ελάχιστα χρήματα για να μπορώ να διαθέσω σ’ ένα Φεστιβάλ που είχε, τότε, 40 – 50 ταινίες συνολικό πρόγραμμα, έψαχνα να βρω τρόπους να δω όσο το δυνατόν πιο πολλές κι είχα βρεθεί σε απελπισία. Είχα πει, λοιπόν, ας πάω στην πρώτη προβολή, ποτέ δεν ξέρεις, δεν ήξερα καν ποιος είναι ο Ζακ Οντιάρ. Αυτή ήταν η πρώτη μου ανάμνηση. Και σ’ εκείνη την πρώτη προβολή ήταν παρών κι ο Ζακ Οντιάρ, σ’ ένα Αττικόν που ήταν σχεδόν γεμάτο παρά το γεγονός ότι προβαλλόταν η ταινία ενός αγνώστου, τότε, σκηνοθέτη. Και την προβολή παρουσίασε ο Γιώργος Τζιώτζιος, τον οποίο μέχρι τότε εκτιμούσα εξ αποστάσεως.

Οταν ανέλαβες εσύ, το 2016, πώς αισθάνεσαι ότι άλλαξε η σχέση σου με το Φεστιβάλ;

Με πολλούς τρόπους. Καταρχάς ανέλαβα απότομα και μέσα σε δυο εβδομάδες έπρεπε να φτιάξουμε πρόγραμμα για το τότε Athens Open Air Film Festival που ξεκινούσε οσονούπω τη διοργάνωση εκείνης της χρονιάς, πράγμα το οποίο ήταν σχεδόν αδύνατον, πλην όμως συνέβη. Συνέβη όμως ταυτόχρονα κι ένας πολλαπλασιασμός του μεγέθους των ευθυνών που είχα ως τότε στη ζωή μου, άλλαξε μια μέχρι τότε πιο ξένοιαστη αντίληψη που είχα για τον εαυτό μου, γιατί ξαφνικά είχα υπό την ευθύνη μου ένα τόσο μεγάλο Φεστιβάλ αλλά και μια ομάδα με ανάγκες και απαιτήσεις και ερωτήσεις που χρειαζόταν επειγόντως να απαντηθούν. Κι εγώ έπρεπε να δίνω τις απαντήσεις, χωρίς συχνά να ξέρω πώς να τις δώσω.

Είναι η αίσθηση της συλλογικής εμπειρίας και του ν’ ανήκεις για λίγες μέρες σε μία φυλή, που είναι η φυλή των Νυχτών Πρεμιέρας. Που θα βρεθούμε με τους φίλους μας, τις φίλες μας και θα πάμε να δούμε μία καινούργια και πολυαναμενόμενη ταινία μαζί γιατί έτσι έχει περισσότερη αξία και νόημα.»

Πολύ μεγάλη ήταν η ευθύνη μου και λόγω του κληροδοτήματος, της Ιστορίας του Φεστιβάλ, του τίτλου που κουβαλούσα, των προσδοκιών στις οποίες έπρεπε να ανταπεξέλθω. Κι όλα χρειάστηκε να γίνουν πάρα πολύ γρήγορα, μέσα σε ασφυκτικά μικρό χρονικό διάστημα. Οπότε τη σχέση μου με το Φεστιβάλ χρειάστηκε να την επανεφεύρω σχεδόν εν μία νυκτί. Υπήρχε ασφαλώς η εμπειρία μου από τα προηγούμενα χρόνια, διότι στο Φεστιβάλ ξεκίνησα να δουλεύω το 1997 και συνέχισα να εργάζομαι σε αυτό μέσα στις δεκαετίες, από διαφορετικές πάντοτε θέσεις και αρμοδιότητες, οπότε το γνώριζα σφαιρικά και σε βάθος. Ποτέ όμως δεν χρειάστηκε να δουλέψω από μια τόσο σημαντική θέση και έχοντας άξαφνα τόσες ευθύνες και μάτια στραμμένα επάνω μου.

Αυτό το ρόλο τον απήλαυσες ποτέ μετά, μέσα στα χρόνια, μέχρι σήμερα;

Οταν καλούμαι κάθε χρόνο να ανέβω στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, για την έναρξη ή τη λήξη και να βγάλω ένα λόγο, εκείνη την ώρα λέω αυτό που έρχεται στο μυαλό μου. Δεν ξέρω πώς το εκλαμβάνουν κάθε φορά οι θεατές, αλλά αυτό είμαι εγώ. Οπότε είναι σαν να είμαι με ανθρώπους που μπορεί να μη γνωρίζω, αλλά τους θεωρώ φίλους, νιώθω μια ασφάλεια και μια οικειότητα. Και με όλο τον αυθορμητισμό που έχω, εκείνη την ώρα ό,τι έρθει στο μυαλό μου το λέω. Και θεωρώ ότι ο κόσμος το αντιλαμβάνεται αυτό ως την αλήθεια μου, την ειλικρίνειά μου, και το εκτιμά. Αυτό, λοιπόν, το κάνω από το 2016 μέχρι τώρα. Χρειάστηκε κάποια στιγμή να βγω προς τα έξω και να φαίνομαι, γιατί όλ’ αυτά τα χρόνια ο κόσμος δεν μας ήξερε, είμαστε και μιας εποχής λίγο πριν απ’ όλ’ αυτά τα πράγματα, τα social, τα βίντεο, τα TikTok, κανείς δεν ήξερε διαβάζοντάς μας πώς μοιάζουμε και σε μερικές περιπτώσεις καλύτερα κιόλας. Ας πούμε εμένα όταν άρχισαν να με αναγνωρίζουν, μου έλεγαν πως νόμιζαν ότι είμαι πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία, ίσως από τον τρόπο της γραφής μου, ίσως κι επειδή μου άρεσε συχνά να γράφω για παλιότερα πράγματα. Αλλά το ότι χρειάστηκε να «εκτεθώ», δεν μου ήταν κάτι απλό. Από τη στιγμή, όμως, που βρήκα το μηχανισμό, ότι δηλαδή θα είμαι ακριβώς όπως είμαι με τους οικείους μου, νομίζω ότι ένιωσα πολύ άνετα. Απήλαυσα τρομερά την πρώτη χρονιά, το 2016, γιατί υπήρχε απίστευτη συγκίνηση. Το βράδυ της λήξης είχαμε αγκαλιαστεί και κλαίγαμε, γιατί το Φεστιβάλ είχε τελειώσει κι είχε πάει τόσο καλά, με μια ομάδα που πρώτη φορά δοκιμαζόμασταν όλοι, είχαμε δέσει κι υπήρχε πάρα πολύ μεγάλη αγάπη. Αλλά η χρονιά που απήλαυσα περισσότερο τις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν πέρσι. Διότι πέρσι αισθάνθηκα ότι είχαμε κάνει ένα πρόγραμμα για το οποίο ήμουν κατά 98% ευχαριστημένος και περήφανος, είμαστε πολύ ευτυχείς για τις ταινίες που φιλοξενήσαμε, περάσαμε ένα ομολογουμένως δύσκολο και αγχώδες καλοκαίρι μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να τις εξασφαλίσουμε και τελείωσε το Φεστιβάλ μ’ έναν συγκινητικό και λυτρωτικό τρόπο, που ήταν η προβολή του «All of Us Strangers», η οποία έγινε μία μέρα μετά τις ομοφοβικές δηλώσεις του Μπέου στον Βόλο και εν γνώσει μας ότι εκείνη ήταν η τελευταία προβολή των Νυχτών Πρεμιέρας στο Ιντεάλ. Οπότε, δεδομένης και της ταινίας συσσωρευόταν όλο αυτό το πράγμα και εκτονώθηκε συναισθηματικά. Θυμάμαι πως ήμουν βαθιά στενοχωρημένος που «τελείωνε» το Ιντεάλ, γιατί κάτι τέτοιο ήταν πια προδιαγεγραμμένο, αλλά συνάμα και πολύ ευτυχισμένος που ολοκληρωνόταν το Φεστιβάλ με αυτή την προβολή και με μια ταινία που αγάπησα τόσο και ήθελα πάρα πολύ να μοιραστώ με το κοινό μας, το λέω και θα βάλω τα κλάματα.

Εχετε περάσει πολλές δυσκολίες. Ποιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους τα διαχειρίζεστε, τι είναι αυτό που ωθεί τα πράγματα ώστε να γίνεται το Φεστιβάλ, και μάλιστα πετυχημένα, κάθε χρόνο;

Είμαι ο πιο άτυχος διευθυντής που έχει υπάρξει στα χρονικά του Φεστιβάλ. Στα δικά μου χρόνια ήταν ο Covid, η κατάρρευση του Πηγάσου όπου εδρεύαμε, το κλείσιμο πολλών αιθουσών της Αθήνας, τα απόνερα της οικονομικής κρίσης, η κυριαρχία του streaming, του downloading, η γενικότερη αποξένωση του μαζικού κοινού από τα σινεμά και πολλά-πολλά άλλα. Η κινητήριος δύναμη είναι ο «πατριωτισμός» των ανθρώπων που δουλεύουν γι’ αυτό το Φεστιβάλ και η τρομερή αγάπη. Γιατί δεν μπορείς να δουλέψεις σ’ αυτό το Φεστιβάλ εάν δεν έχεις αγάπη και μια ροπή προς την αυτοθυσία. Είμαστε πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι, στην πραγματικότητα είμαστε ένας άνθρωπος για κάθε τμήμα, σχεδόν. Κι αυτό μας δένει πολύ, γιατί ο καθένας φέρει μια παρόμοια ευθύνη κι επίσης υπάρχει μια δημοκρατικότητα στο Φεστιβάλ. Από την πρώτη χρονιά υπήρχε αυτό, ότι το Φεστιβάλ είναι όλων μας, απλώς ένας πρέπει να παίρνει την τελική ευθύνη και να βγαίνει προς τα έξω. Αλλά υπάρχει μεγάλη αγάπη, μέσα σ’ όλα τα χρόνια και για ανθρώπους με τους οποίους δεν δουλεύουμε πια, εξακολουθεί να υπάρχει εκτίμηση κι αγάπη, γιατί ξέρουν τι περάσαμε. Πόσο δύσκολο είναι. Αυτά τα παιδιά έχουν ξενυχτήσει, έχουν μείνει Σαββατοκύριακα ολόκληρα στη δουλειά, έχουν κοιμηθεί πάνω σε γραφεία, μέσα σε αυτοκίνητα για να βγει πρόγραμμα.

Η χρονιά που απήλαυσα περισσότερο τις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν πέρσι. Διότι πέρσι αισθάνθηκα ότι είχαμε κάνει ένα πρόγραμμα για το οποίο ήμουν κατά 98% ευχαριστημένος και περήφανος.»

Είναι κι ένα πράγμα που εμένα με προβληματίζει, είναι λίγο υπαρξιακό. Για ν’ απογαλακτιστώ εγώ από το Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ κι από την τότε εμπειρία μας, μου πήρε χρόνια. Ν’ απογαλακτιστώ με την έννοια ότι ήμασταν μια κοινότητα ανθρώπων, που μας έδενε η φιλία, τα κοινά βιώματα, ήμασταν κάτω από τη στέγη του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ και των Νυχτών Πρεμιέρας. Όταν αυτή η στέγη έπαψε να υφίσταται, μέχρι να βρει ο καθένας μας τη θέση του στον έξω κόσμο, και στον εργασιακό αλλά και γενικά, καθώς μεγαλώναμε κιόλας, συναισθηματικά ήταν πάρα πολύ δύσκολο, τουλάχιστον για μένα. Και συχνά ανατρέχω και σε πρώτες βραδιές των πρώτων φεστιβάλ και σε όσα περνούσαμε τότε, δύσκολα ή εύκολα δεν έχει σημασία. Υπάρχει μια τρυφερότητα και μια γλυκύτητα σε αυτές τις αναμνήσεις και μερικές φορές με βοηθάει το να ανατρέχω σε αυτές, με γειώνει. Είναι σημαντικό ότι τα παιδιά που έρχονται να δουλέψουν έχουν ήδη πολύ μεγάλη αγάπη για το Φεστιβάλ, το παρακολουθούν φανατικά ή διάβαζαν κάποτε το Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, γιατί μεγάλωσαν μαζί του, όπως κι εμείς. Σ’ αυτό βλέπεις μια συνέχεια. Ο Γιώργος Τζιώτζιος άνοιγε την πόρτα σε νέους ανθρώπους, όπως καλή ώρα και σ’ εμάς, μας έδειχνε εμπιστοσύνη χωρίς να έχουμε καμία πρότερη εμπειρία στον χώρο. Νομίζω ο βασικός του γνώμονας ήταν ότι ήθελε νέους και παθιασμένους ανθρώπους, έβλεπε ενδιαφέρουσες πιθανότητες στον καθένα μας, κι αυτό προσπαθούμε ακόμα να κάνουμε. Η πόρτα του Φεστιβάλ είναι σταθερά ανοιχτή – προειδοποιείς, βέβαια, όποιον μπει, να το κάνει με δική του ευθύνη!

Νύχτες Πρεμιέρας Λουκάς Κατσίκας

Η ομάδα του Φεστιβάλ, όπως ήταν και πάντα, αποτελείται από ανθρώπους στην πρώτη-δεύτερη δουλειά τους. Αυτό είναι και πολύ μεγάλο αβαντάζ, ωστόσο δεν έχουν τριβή με το χώρο. Αυτό τι σημαίνει για σένα, έχεις ευχηθεί ποτέ να μπορούσατε να προσλάβετε πολύ κόσμο και να γίνει μια δομή που να εξυπηρετείται από πολύ πιο εξειδικευμένους επαγγελματίες, ώστε να μην αισθάνεστε ότι δουλεύετε με το σταυρό στο χέρι;

Εγώ εφάρμοζα πάντα στην επαγγελματική ζωή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, τη μέθοδο του Ορσον Γουελς. Ηταν ένας άνθρωπος τον οποίο οι δυσκολίες προκαλούσαν να εφευρίσκει διαρκώς τρόπους προκειμένου να τις υπερβεί και, μερικές φορές, κατέληγε να πραγματοποιήσει πολύ καλύτερα πράγματα απ’ ό,τι θα έκανε αν είχε πολλά χρήματα και πολλές ανέσεις. Οπότε μερικές φορές είμαι ευγνώμων για το γεγονός ότι είμαστε πάρα πολύ μικρή ομάδα κι υπάρχει τόση απόλυτη ελευθερία. Ποτέ δεν υπήρξε παρέμβαση σε τίποτα, ποτέ δεν χρειάστηκε να συμβιβαστούμε σε κάτι. Από εκεί και πέρα, ναι, θα ήταν ωραίο να μπορούσαν να δουλέψουν περισσότεροι άνθρωποι στο Φεστιβάλ και με πιο μόνιμη συνεργασία. Όμως όσοι και όσες είμαστε στις Νύχτες Πρεμιέρας, παραμένουμε γιατί αγαπάμε τρομερά αυτό που κάνουμε και μας ενώνει το ότι όλα μας τολμάμε να κάνουμε μεγάλα όνειρα.

Υπάρχει μια δημοκρατικότητα στο Φεστιβάλ. Από την πρώτη χρονιά υπήρχε αυτό, ότι το Φεστιβάλ είναι όλων μας, απλώς ένας πρέπει να παίρνει την τελική ευθύνη.»

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που σας λέω είναι το Athens Open Air Film Festival. Επί της ουσίας μαζευόμαστε και λέμε, πάμε στην Επίδαυρο να προβάλουμε για πρώτη φορά εκεί μια ταινία; Είστε στα καλά σας; Ποια Επίδαυρο; Πάμε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός ή στη Ρωμαϊκή Αγορά να κάνουμε εκεί μια προβολή; Είναι δυνατόν; Το συζητάμε, πάμε σπίτι μας, την επόμενη μέρα γυρίζουμε κι έχουμε βρει έναν τρόπο να το δοκιμάσουμε και λέμε, αν δεν βγει, δεν πειράζει Στο τέλος και η Επίδαυρος βγήκε, και οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός συνέβησαν και τόσες μνημειώδεις τοποθεσίες καταφέραμε να στεγάσουν τις προβολές μας. Κάνεις μεγάλα όνειρα, οραματίζεσαι πράγματα και σε μεγάλο βαθμό βγαίνουν, παρότι είμαστε μικροί και λίγοι. Και συνεχίζουμε να κάνουμε αυτό, στο βαθμό που μας επιτρέπεται.

Τριάντα χρόνια, όπου έχουν γίνει τόσα πολλά και τόσο μαγικά και σημαντικά στις Νύχτες Πρεμιέρας, δεν θα έπρεπε πια να είναι λίγο πιο εύκολο;

Αυτή είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε μάλλον να απευθύνουμε κι εσείς κι εγώ στο αρμόδιο Υπουργείο. Ο σύγχρονος πολιτισμός, με την εξωστρέφεια και ανάπτυξη που θέλει να προσφέρει, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη στήριξη από έναν εγκάρδιο χαιρετισμό - όταν ξεκινά ένα τόσο μεγάλο Φεστιβάλ για την πόλη - και ένα μπράβο στο τέλος. Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε με τη βοήθεια που έχουμε κάθε χρόνο.

Τι θα ευχόσουν να πραγματοποιήσεις που δεν έχει γίνει ακόμη;

Θα ήθελα να μπορούσαμε με κάποιον τρόπο να είχαμε ξανά πίσω τις αίθουσες που χάσαμε. Το Αττικόν, τον Απόλλωνα, το Ιντεάλ. Αλλά και να διασφαλίσουμε οποιαδήποτε άλλη αίθουσα με την οποία έχουμε συνεργαστεί και της οποίας το μέλλον είναι αβέβαιο. Αυτό θα ευχόμουν. Να μπορούσαμε να έχουμε πίσω τα «σπίτια» μας.

Κάνεις μεγάλα όνειρα, οραματίζεσαι πράγματα και σε μεγάλο βαθμό βγαίνουν, παρότι είμαστε μικροί και λίγοι. Και συνεχίζουμε να κάνουμε αυτό, στο βαθμό που μας επιτρέπεται.»

Υπάρχει η σκέψη να αποκτήσει το Φεστιβάλ μια δική του αίθουσα;

Δουλεύουμε κάθε χρόνο προς αυτήν την κατεύθυνση, να μπορέσουμε να έχουμε μια αίθουσα που να χρησιμοποιούμε ως Φεστιβάλ σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Απλώς καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι αυτό, όταν τώρα πασχίζουμε να διατηρήσουμε και τις αίθουσες που ήδη έχουμε. Και δεν εννοώ μόνο ως Φεστιβάλ, αλλά γενικότερα ως πόλη της Αθήνας. Μέσα σε ένα χρόνο χάσαμε τέσσερις αίθουσες στην Αθήνα. Το μόνο που θα ευχόμουν - και πέρα από το Φεστιβάλ - είναι να συνεχίσουμε να έχουμε τις αίθουσες στις οποίες μεγαλώσαμε.

Μια ευχή για το μέλλον;

Θα ήθελα όσα χρόνια συνεχίσει να υπάρχει το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας να το τρέχουν άνθρωποι που να έχουν την ίδια αγάπη που είχαμε κι εμείς απέναντί του και να σέβονται το όραμα του ανθρώπου που το ξεκίνησε. Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την ηλικία, καθώς μεγαλώνω και παρασύρομαι πολύ πιο εύκολα σε συναισθηματισμούς, αλλά θα ευχόμουν όσοι ασχοληθούν με το Φεστιβάλ να το αγαπήσουν και να το προσέξουν όπως το αγαπήσαμε κι εμείς.

Ελπίζω να μην χαθεί η ουσία γιατί αν βρισκόμαστε εδώ και μιλάμε είναι γιατί υπήρξαμε λάτρεις της εικόνας, αλλά της εικόνας στη μεγάλη οθόνη και όχι της δικής μας εικόνας. Πάντοτε πίστευα πως ένας κριτικός κινηματογράφου οφείλει να είναι ένας άνθρωπος διακριτικός, αφανής, κρυμμένος πίσω από το κείμενο του, κι όχι ένας άνθρωπος ο οποίος να αναζητά την ορατότητα και την αναγνωρισιμότητα περισσότερο από την αξία του γραπτού του.»

Παράλληλα με το Φεστιβάλ, η δική σου πορεία είναι στην κριτική κινηματογράφου. Πόσο έχει αλλάξει η κριτική σήμερα; Ποια είναι η δική σου οπτική και για το παρόν αλλά και για το μέλλον;

Παρακολουθώ αυτή τη νέα φουρνιά συνεργατών που φέρουν τον τίτλο κριτικοί κινηματογράφου και προσπαθούν να γίνουν γνωστοί, να βρουν κι αυτοί τη θέση τους στο χώρο, με διαφορετικούς τρόπους, πιο εξωστρεφείς και φιλόδοξοι σε σχέση με εμάς. Αν στα δικά μας χρόνια ο κόσμος δεν ήξερε πώς μοιάζαμε, τώρα βρισκόμαστε στο εντελώς άλλο άκρο: γνωρίζουμε πολύ καλά πώς μοιάζουν οι άνθρωποι οι οποίοι μιλούν για σινεμά σε βίντεο, στο TikTok για ταινίες, αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε. Οπότε δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για κριτική κινηματογράφου, για lifestyle, για μια μόδα που έχει να κάνει με τα εκάστοτε κοινωνικά δίκτυα που βρίσκονται ως εργαλεία στα χέρια μας. Εχω στο μυαλό μου κάποια παιδιά που θεωρώ ότι έχουν ταλέντο και αντιμετωπίζουν το σινεμά όπως το αντιμετωπίζαμε κι εμείς, αλλά επειδή ζούμε σε αυτήν την τεράστια φούσκα των social media και του «η εικόνα είναι το παν», θεωρώ ότι στο τέλος η εικόνα θα επικρατήσει και η ουσία θα χαθεί. Ελπίζω να μην χαθεί η ουσία γιατί αν βρισκόμαστε εδώ και μιλάμε είναι γιατί υπήρξαμε λάτρεις της εικόνας, αλλά της εικόνας στη μεγάλη οθόνη και όχι της δικής μας εικόνας. Πάντοτε πίστευα πως ένας κριτικός κινηματογράφου οφείλει να είναι ένας άνθρωπος διακριτικός, αφανής, κρυμμένος πίσω από το κείμενο του, κι όχι ένας άνθρωπος ο οποίος να αναζητά την ορατότητα και την αναγνωρισιμότητα περισσότερο από την αξία του γραπτού του. Η γενιά μας για να ψελλίσει τις λέξεις «κριτικός κινηματογράφου» και να τις οικειοποιηθεί, χρειάστηκε πολλά χρόνια. Η ευκολία με την οποία λέγεται σήμερα είναι η ίδια ευκολία με την οποία ο καθένας λέει οτιδήποτε στην εποχή του «perception is reality». Το να είσαι κριτικός κινηματογράφου είναι κάτι που κερδίζεις έμπρακτα, όχι κάτι που απλά ισχυρίζεσαι για τον εαυτό σου.

Πώς βλέπεις εσύ την εξέλιξη της κινηματογραφικής διανομής αυτή την εποχή;

Ζούμε σε μια εποχή όπου η εγχώρια διανομή αντιμετωπίζει μια κρίση ταυτότητας και την ίδια στιγμή διακατέχεται από μια απεγνωσμένη ανάγκη να ταξιδεύει σε φεστιβάλ του εξωτερικού και να αγοράζει ό,τι μπορεί να βρει, ελπίζοντας ότι θα πετύχει τον επόμενο Χρυσό Φοίνικα, το Χρυσό Λιοντάρι κτλ. Με όλη αυτή την υπέρ-αγορά των διανομέων, είσαι κι εσύ υποχρεωμένος να διαχειριστείς μέσα στο πρόγραμμά σου και το πρόγραμμα της διανομής. Αυτή τη στιγμή οι διανομείς έχουν περίπου το 60% του συνόλου των ταινιών της χρονιάς. Παλιότερα δεν συνέβαινε αυτό, ειδικά τα πρώτα χρόνια του Φεστιβάλ όπου στην ουσία οι Νύχτες Πρεμιέρας σύστηναν ταινίες που η ελληνική διανομή δεν έκανε τον κόπο να αγοράσει. Σε ένα βαθμό το ίδιο κάνουμε και τώρα, με τη διαφορά ότι είναι επιτακτικότερη πλέον η ανάγκη της προστασίας και προβολής των μικρών καλλιτεχνικών ταινιών και των λιγότερο γνωστών εθνικών κινηματογραφιών απέναντι στη μονοκρατορία των ταινιών κόμικς και των χολιγουντιανών franchises, της πλατφόρμας, του ατέλειωτου streaming γενικότερα, συνήθειες και τάσεις με τις οποίες ερχόμαστε συνέχεια αντιμέτωποι, όπως και οι αιθουσάρχες. Οι Νύχτες Πρεμιέρας είναι ένα Φεστιβάλ που ζει και πεθαίνει στην αίθουσα. Σκοπός μας είναι οι ταινίες που συστήνουμε να βρίσκουν το κοινό τους στα σινεμά και μετά από εμάς. Ένα φεστιβάλ οφείλει να είναι ο μεσάζων και μερικές φορές ο καταλύτης προκειμένου κάποια φιλμ να συναντούν τους θεατές τους και να τους δίνεται η ευκαιρία να δοκιμαστούν και να μακροημερεύσουν στις αίθουσες.

Νύχτες Πρεμιέρας Λουκάς Κατσίκας

Μικρές ερωτήσεις, μικρές απαντήσεις

Καλύτερη πρεμιέρα: Μάλλον τα «Παράσιτα». Ηταν απίστευτο πώς ήταν ο κόσμος όταν έβγαινε από το Παλλάς. Υπάρχουν αρκετές άλλες ταινίες που θα μπορούσα να αναφέρω. Δική μου αγαπημένη είναι η πρώτη πρεμιέρα στην ιστορία του Φεστιβάλ, στην οποία δεν ήμουν καν καλεσμένος, με τις «Γέφυρες του Μάντισον» του Κλιντ Ιστγουντ που τις λατρεύω. Αυτή είναι η πρεμιέρα της καρδιάς μου. Αλλά η πιο δημοφιλής τα τελευταία δέκα και βάλε χρόνια ήταν σίγουρα τα «Παράσιτα». Μια πολύ ξεχωριστή πρεμιέρα ήταν αυτή με το «Nomadland», τη χρονιά της πανδημίας. Το γεγονός ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας στάθηκαν ένα από τα ελάχιστα κινηματογραφικά φεστιβάλ στον κόσμο που κατάφεραν να διεξαχθούν κανονικά εκείνη τη χρονιά, στον φυσικό τους μάλιστα χώρο, τις αίθουσες, και με τη συγκεκριμένη ταινία, για μένα θα παραμένει πάντα μια ιδιαίτερα συγκινητική συγκυρία.

Χειρότερη πρεμιέρα: Ηταν το «Volver» του Πέδρο Αλμοδόβαρ που λόγω τεχνικού προβλήματος δεν προβλήθηκε την ημέρα της επίσημης έναρξής του, στο Κολλέγιο Αθηνών. Ο κόσμος έβγαινε εκνευρισμένος από την αίθουσα, και με τα δίκια του, ανάμεσά τους και ο Τζίμης Πανούσης που έλεγε χαριτολογώντας: «Να το ξέρετε, αυτό που συνέβη εδώ ήταν δάκτυλος των Αμερικανών!».

Νύχτες ΠρεμιέραςΜαρία Μπόμπολα, Γιώργος Τζιώτζιος

Προβολή που σ’ έκανε να θέλεις να κρυφτείς: Υπάρχουν μερικές ταινίες - αγκάθια μέσα στα χρόνια διεξαγωγής του Φεστιβάλ που δεν θα τις επέλεγα ποτέ να προβληθούν και ειδικά για κλείσιμο ή έναρξη. Αλλά δεν ήταν στο χέρι μου κάτι τέτοιο εκείνο τον καιρό. Στάθηκαν αποφάσεις και επιλογές του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή και της τότε ομάδας του προγράμματος.

Καλύτερος καλεσμένος: Υπήρξαμε πολύ τυχεροί πάντα με τους καλεσμένους μας και μπορώ να σας αναφέρω πολυάριθμους. Ομως αν πρέπει να περιοριστώ σε έναν, θα έλεγα με σιγουριά τον Ντάνιελ Ντέι-Λούις. Τον είχαμε φιλοξενήσει δύο φορές και υπήρξε ένας πραγματικός κύριος. Τη μία από τις δύο φορές τον είχαν συνοδέψει ο Πολ Τόμας Αντερσον και η Μάγια Ρούντολφ!

Νύχτες Πρεμιέρας Πολ Τόμας Αντερσον, Ντάνιελ Ντέι-Λούις

Χειρότερος καλεσμένος: Μακράν ο σκηνοθέτης Φόλκερ Σλέντορφ που είχε βρεθεί στην Αθήνα για την επετειακή προβολή του «Ταμπούρλου». Η αγένεια και η κακή του διάθεση υπήρξαν παροιμιώδεις.

Αφιέρωμα για το οποίο είσαι πιο περήφανος απ’ όλα: Το μεγάλο αφιέρωμα 15 ταινιών στο Queer Cinema, που έγινε το 2006. Ηταν πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Και παρά τις ειρωνείες, τις αποδοκιμασίες και τα ομοφοβικά σχόλια αρκετών ανθρώπων της εποχής, ακόμη και υπαλλήλων στις αίθουσες όπου φιλοξενήθηκαν αυτές τις ταινίες, οι προβολές γέμιζαν φίσκα με σπάνιες ταινίες που κάποτε παίζονταν σε κυκλώματα περιθωριακών κινηματογράφων, προσελκύοντας ένα κοινό που έμοιαζε να έβγαινε από τα κοινωνικά γκέτο και τα «χαρακώματά» του για να γιορτάσει την περηφάνια του. Θυμάμαι ακόμη τον Πάνο Χ. Κούτρα να παρουσιάζει το πανσξουαλικό πορνό «Thundercrack!» και να προτρέπει τους θεατές να κάνουν ψωνιστήρι στα αποχωρητήρια του Απόλλωνα.

Αφιέρωμα που δεν πήγε καλά αλλά δεν μετανιώνεις

Οσο κι αν σας φανεί περίεργο δεν είχε πάει καλά το αφιέρωμα στον Τζον Χιούστον. Πίστευα ότι θα σκίσει - ιδίως από τη στιγμή που οι περισσότερες ταινίες του σπουδαίου αυτού σκηνοθέτη σπάνια προβάλλονταν σε μεγάλη οθόνη. Ομως δεν είχε πάει καλά. Είχα στεναχωρηθεί τότε, αλλά συμβαίνει. Παρόλα αυτά θα το ξανάκανα χωρίς κανένα δισταγμό.

Ταινία που δεν κατάφερες να κλείσετε για τις Νύχτες Πρεμιέρας (κι ακόμα σε πονάει)

Πολλές (γελάει). Οχι για κάποιον άλλο λόγο, απλούστατα επειδή ημερομηνιακά η έξοδος της ταινίας δεν συμβάδιζε με τη διεξαγωγή του Φεστιβάλ και άρα δεν ήταν εγκαίρως διαθέσιμη για προβολή.

Νύχτες Πρεμιέρας

Το καλύτερο πάρτι που έγινε στα 30 χρόνια του φεστιβάλ

Το Φεστιβάλ είναι ονομαστό για τα πάρτι του και έχουν υπάρξει αγαπημένες μας νύχτες σε όλα τα χρόνια των Νυχτών Πρεμιέρας. Το πάρτι μετά την πανελλήνια πρώτη προβολή του «Trainspotting», ας πούμε, έχει μείνει αξέχαστο ή ένα disco πάρτι που είχαμε κάνει στο πάλαι ποτέ Guru ήταν καταπληκτικό ή τα πολύτιμα dj sets που είχαν κάνει προς τιμή μας ο Πίτερ Χουκ των New Order, ο θρυλικός σκηνοθέτης μουσικών ταινιών, Τζούλιαν Τεμπλ, ο Kid Loco ή ο frontman των Mogwai και ο ντράμερ των Pulp. Ομως θα θυμάμαι πάντα το πάρτι λήξης που έγινε πέρσι στο «Ρομάντζο» - είχε γίνει χαλασμός από κόσμο, η ατμόσφαιρα μέσα στο κλαμπ ήταν σχεδόν διονυσιακή, βάζαμε μουσική ο Ανδρέας Κύρκος κι εγώ και όταν έφτασε το πρωί, όλοι μας χορεύαμε αγκαλιασμένοι. Δεν θέλαμε να τελειώσει η νύχτα.

Ενα πρόβλημα που λύθηκε μαγικά.

Δεν ήταν ακριβώς πρόβλημα. Πέρσι παλεύαμε πολύ για να κλείσουμε μια ταινία την οποία επιθυμούσαμε διακαώς. Κι όλοι μάς έλεγαν ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Πήγα μία εβδομάδα διακοπές και πέρασα σχεδόν όλες τις μέρες με το τηλέφωνο στο χέρι - προσπαθώντας, πιέζοντας. Στο τέλος τα καταφέραμε. Η ταινία ήταν οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» του Μάρτιν Σκορσέζε.

Ενα πρόβλημα που δεν λύθηκε μαγικά, αλλά με πολλή δουλειά…

Το αφιέρωμα που ελπίζουμε να κάνουμε φέτος. Είναι ένα απωθημένο διαρκές σε όλα τα χρόνια του Φεστιβάλ. Ουδέποτε στάθηκε δυνατόν να συμβεί, λόγω απαγορευτικού κόστους και δυσκολίας εξασφάλισης των δικαιωμάτων για τις ταινίες. Μακάρι να γίνει φέτος. Ό,τι κι αν συμβεί, πάντως, τίποτα δεν συγκρίνεται με τις Νύχτες Πρεμιέρας του 2020, που πραγματοποιήθηκαν μέσα στον covid. Είχαμε προετοιμάσει το Φεστιβάλ με σκοπό να διεξαχθεί κανονικά σε κλειστές αίθουσες και τελευταία στιγμή ανακοινώνονται τα μέτρα ότι οι κλειστές αίθουσες δε θα ανοίξουν. Το ίδιο πρωί είχαμε πάρει τηλέφωνο το Υπουργείο για να τσεκάρουμε και λίγες ώρες μετά ανακοινώθηκαν τα μέτρα. Μέσα σε δύο μέρες κι ένα βράδυ κατά το οποίο δεν κοιμηθήκαμε καθόλου, ξαναστήθηκε το πρόγραμμα από το μηδέν και το Φεστιβάλ μεταφέρθηκε αποκλειστικά σε θερινά σινεμά. Φανταστείτε ότι πετάξαμε αμέτρητα ωρολόγια προγράμματα και αφίσες που είχαν τυπωθεί. Κατεβάσαμε μαρκίζες και λάβαρα από τις προσόψεις των κλειστών κινηματογράφων. Δεν ήταν όλα αυτά όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η μεγάλη σπαζοκεφαλιά ήταν ότι τα θερινά λειτουργούν με άλλους κανόνες: δεν μπορείς να παίξεις ταινία νωρίς με το φως, δεν μπορείς να παίξεις ταινία αργά γιατί υπάρχει νομοθεσία κόντρα στην ηχορύπανση. Επρεπε να προβλέψουμε τις τεχνικές απαιτήσεις κάθε αίθουσας, να χωρέσουν όλες οι προβολές μας σε ένα πολύ αυστηρό χρονικό πλαίσιο κι όλα αυτά έγιναν μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, όπου εμείς δεν γυρίσαμε ποτέ στα σπίτια μας. Κι όμως θα είμαστε πάντα περήφανοι που καταφέραμε να φέρουμε εις πέρας εκείνες τις Νύχτες Πρεμιέρας, στο μέσο μιας από τις δυσκολότερες παγκόσμιες συγκυρίες στη σύγχρονη Ιστορία.

Ο μεγαλύτερος τσακωμός στο γραφείο έχει γίνει για…

Ενα αφιέρωμα που ήταν «deal breaker» για κάποιους συναδέλφους. Το αφιέρωμα έγινε, όμως δεν συνεχίστηκε η συνεργασία μας με τους συναδέλφους. Θεωρώ ότι ήταν απλώς η αφορμή, ένας Δούρειος Ιππος προκειμένου να αποδεχτούμε τις διαφορές μας και να ακολουθήσουμε χωριστούς δρόμους. Γιατί μία διαφωνία επί της δουλειάς συνδέεται πάντα με τη δυναμική των προσωπικοτήτων. Αν δεν υπάρχουν ego-trips, αν υπάρχει συναδελφική διάθεση, όσο κι αν διαφωνήσεις, βρίσκεις λύση. Εδώ λύση δεν βρέθηκε και ήταν ήταν κάτι πολύ στενάχωρο όλο αυτό. Όμως θεωρώ ότι στο μέλλον κάθε διαφωνία θα λυθεί. Είμαστε τόσο λίγοι σε αυτή την πιάτσα, ένα μεγάλο χωριό. Κάπου θα βρεθούμε και θα τα λύσουμε.

Η φορά που άσκησα βέτο ήταν…

Εχω ασκήσει βέτο να μην παιχτούν ταινίες που μπορεί να είναι δημοφιλών δημιουργών και να έχουν σίγουρη εμπορική επιτυχία και να αποτελέσουν εγγυημένο sold out στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, επειδή θεωρούσα ότι δεν άγγιζαν τον ποιοτικό πήχη που είχαμε θέσει ψηλά για το πρόγραμμα. Είτε πρόκειται για ξένες ταινίες, είτε για ελληνικές, το κριτήριο παραμένει για όλες ίδιο: αν η ταινία είναι καλή, θα προβληθεί. Αν δεν είναι, τότε όχι. Γιατί ο κόσμος πληρώνει εισιτήριο και οφείλουμε αυτό να το σεβόμαστε. Του χρωστάμε να δει κάτι που να αξίζει τον κόπο του και τον οβολό του.


To 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας γίνεται, φέτος, από τις 2 ως και τις 14 Οκτωβρίου. Παρακολουθήστε τα νέα του στο aiff.gr, στο facebook, στο instagram, στο x και στο κανάλι του στο YouTube

Η ομάδα

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μαρία Μπόμπολα | ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ: Τατιάνα Παππά - Μπετροσιάν | ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Λουκάς Κατσίκας | ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ KEA: Αντυ Δημοπούλου | ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Δάφνη Δημοπούλου | ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: Μαρία Ναθαναήλ | ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Βασιλική Παπαλάμπρου | ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΕΝΔΟΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ: Ρένα Ζαφειρίου | ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: Θοδωρής Καραμανώλης | ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ & ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ Cinemagazine.gr: Πάνος Γκένας | ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΩΡΟΛΟΓΙΟΥ: Ηλίας Δημόπουλος | ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΥΛΙΚΩΝ: Παύλος Κυριαζής | ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΙΑ SITE WWW.AIFF.GR: Γιάννης Βασιλείου | ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ SOCIAL MEDIA: Αλέξανδρος Μάνος | ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ: Απόστολος Τζιώτζιος, Μάρσα Παπαχριστοπούλου | ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Κυριακή Νασιούλα | ΤΡΑΦΙΚ ΤΑΙΝΙΩΝ: Ηρακλής Καστρινάκης | ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ | Βασίλης Μέξης

Νύχτες Πρεμιέρας 2024