
Πρώτη του φορά - εκείνος κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην μεγάλου μήκους. Πρώτη της φορά - εκείνη, ερασιτέχνης μαθήτρια, δεν είχε καμία σχέση με το σινεμά. Πώς μπόρεσαν λοιπόν να μας δώσουν κάτι τόσο ώριμο, τόσο ψαγμένο στις ισορροπίες του, τόσο… ψιθυριστά ηχηρό;
Το «Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή» διαπραγματεύεται τη σεξουαλική κακοποίηση στον αθλητικό χώρο - ανάμεσα σε ενήλικα προπονητή και την έφηβη τενίστρια του. Ο φακός πέφτει πάνω στο κορίτσι, το οποίο δεν είναι έτοιμο να μιλήσει. Η οθόνη αντανακλά εμάς - αφουγκραζόμαστε τι έχει συμβεί ή θεωρούμε ότι η σιωπή της είναι ύποπτη; Καταλαβαίνουμε το τραύμα, ή η σιωπή μεταφράζεται με αποδοχή; Ρίχνουμε τα βάρη στο θύμα ή αναλαμβάνουμε τη συλλογική μας ευθύνη;
Το Flix συνάντησε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου η ταινία έκανε την ελληνική πρεμιέρα της, τον σκηνοθέτη Λεονάρντο βαν Ντάιλ και την πρωταγωνίστρια του Τέσα βαν ντεν Μπρουκ. Για μία συζήτηση για τη σιωπή, το μούδιασμα, το τραύμα. Για μία αναζήτηση του πώς στεκόμαστε κοινωνικά, πολιτικά, προσωπικά απέναντι στην κακοποίηση, ή, έστω, απέναντι στην μεγάλη οθόνη όταν μάς τη δείχνει. Πώς τη συζητάμε, πώς την αποδεχόμαστε (την αποδεχόμαστε;), πώς την αντιμετωπίζουμε; Πόσο η κάμερα οφείλει να σέβεται τα όρια των θυμάτων - ακόμα κι αν η πρόθεση να σπάσει τη σιωπή τους είναι θεμιτή;
Λεονάρντο γιατί επέλεξες κάτι τόσο δύσκολο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου; Πόση έρευνα, πόση μελέτη χρειάστηκε για να πλησιάσεις ένα τόσο ευαίσθητο θέμα;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Eκανα εκτεταμένη έρευνα για το σενάριο. Διάβασα πολλές ακαδημαϊκές μελέτες, μίλησα με θεραπευτές, ψυχιάτρους, δικηγόρους, προπονητές. Δεν θέλησα να μιλήσω με τα ίδια τα θύματα. Από σεβασμό. Γιατί όσοι υποφέρουν τέτοιου είδους κακοποιήσεις και σωπαίνουν το κάνουν γιατί θέλουν να ελέγχουν το αφήγημα. Δεν θέλουν να αναβιώσουν την κακοποίηση, ο μόνος τρόπος για τον οποιοδήποτε έλεγχο είναι η απόσυρση, η σιωπή. Ο περίγυρος, η γειτονιά, τα media μπορούν να πάρουν το αφήγημα τους, να το παραφράσουν, να το ερμηνεύσουν με δικό τους τρόπο, να τους κακοποιήσουν από την αρχή. Οπότε κι εγώ ως σκηνοθέτης, όσο καλές προθέσεις και να έχω, είμαι κάποιος που θα αποδώσει ερμηνεία σε όσα κάποιος μου εκμυστηρευτεί - και δεν ήθελα. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που θέλουν να μιλήσουν χρόνια μετά. Ήρθαν στα χέρια μου κάποιες πολύ παλιότερες ιστορίες. Αυτοί οι άνθρωποι, που πολύς κόσμος αναρωτιέται «μα γιατί τώρα, τι περίμεναν» έχουν περάσει τη δική τους ψυχική διαδικασία και έφτασαν στο σημείο να θέλουν, να μπορούν, να μιλήσουν. Άλλοι για κάθαρση κι άλλοι, οι περισσότεροι, γιατί νιώθουν ευθύνη να προστατεύσουν μια επόμενη γενιά.
Τέσα, ήσουν κι εσύ πρωταθλήτρια στο τένις; Είχες γύρω σου παρόμοιες περιπτώσεις; Ακόμα κι αν δεν τολμούσαν να καταγγελθούν δημόσια, εσείς οι αθλητές μεταξύ σας υποπτευόσασταν, ξέρατε, ήταν μία στρεβλή «κανονικότητα» η κακοποίηση;
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Επαιζα επαγγελματικά τένις, ναι. Ποτέ στο επίπεδο της ηρωίδας, αλλά είχα φτάσει να αγωνίζομαι και σε διεθνή τουρνουά. Οχι, δεν μου είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Ούτε σε μένα, ούτε σε φίλες συναθλήτριες. Δεν υπάρχει όμως μόνο η σεξουαλική κακοποίηση στα σπορ. Πολύ σημαντική είναι και η λεκτική κακοποίηση, η χειραγώγηση, η πίεση που ασκείται στον αθλητή από σωματεία, προπονητές ακόμα και από τους ίδιους τους γονείς. Εγώ αποφάσισα να σταματήσω για εντελώς άλλους λόγους, αλλά πολύ φίλοι γιατί διαταράχτηκε η ψυχική τους υγεία. Δεν άντεξαν την πίεση και τις κακοποιητικές συμπεριφορές.
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Eχει ενδιαφέρον το πόσο έχουμε όλοι συνηθίσει τις κακοποιητικές συμπεριφορές που σχεδόν δεν τις αναγνωρίζουμε. Πολλοί θεατές με πλησίασαν ρωτώντας με γιατί δεν δείχνω κακοποίηση στην ταινία, ενώ μιλάω για την κακοποίηση. Φυσικά εννοούν την σεξουαλική κακοποίηση, αλλά είναι ενδιαφέρον που δεν αναγνωρίζουν το φάσμα των κακοποιητικών συμπεριφορών που παρελαύνουν στην οθόνη.
Προσωπικά, το να μην δείχνει η ταινία την σεξουαλική κακοποίηση, μού φάνηκε πιο δυνατό. Αυτή η φίμωση, το μούδιασμα της ηρωίδας είναι ο απόλυτος τρόμος - τι μπορεί να συμβαίνει στην ψυχή ενός έφηβου κοριτσιού ώστε να καταφεύγει στη σιωπή και την άρνηση;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Eτσι είναι. Είχα δύο λόγους για αυτή τη σιωπή. Πρώτον, γιατί δεν ήθελα να προδώσω την υπόσχεση που έδωσα στην «Τζούλι». Από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα να γράψω ένα τέτοιο σενάριο για τα θύματα που επιλέγουν να μην μιλήσουν, ορκίστηκα στην ηρωίδα μου ότι θα κρατήσω το μυστικό της. Δεν θα καταφύγω στην αποκάλυψη, ακόμα και με ρίσκο ότι μπορεί να αποξενώσω το θεατή. Και, δεύτερον, γιατί ήθελα να βάλω τον θεατή να κάτσει μέσα στη δική του σιωπή. Να αναγκαστεί να σκεφτεί όλα αυτά τα θέματα, να ψάξει μέσα του για τις απαντήσεις. Να αναρωτηθεί, όπως κι εσύ, αυτό τον όγκο του πόνου που κάθεται πάνω σου και σε εμποδίζει να μιλήσεις. Να νιώσει τις συνέπειες της κακοποίησης που βιάζετε να κρίνει με αυτό το «γιατί δεν μίλησες τότε;».
Τέσα, πώς άκουσες για την ταινία, πώς πήρες το ρόλο, και ποια η μεγαλύτερη πρόκληση στο να ερμηνεύσεις τη Τζούλι;
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Δεν είχα καμία κλίση να γίνω ηθοποιός, δεν ήταν ποτέ δικό μου όνειρο. Η αδελφή μου έμαθε για το κάστινγκ και με πίεσε να πάω. Το είδα σαν μία περιπέτεια, μία εμπειρία, αλλά ποτέ δεν πίστεψα ότι θα πάρω το ρόλο - πήγα, σχεδόν, για πλάκα. Όμως κάτι έγινε όταν στάθηκα μπροστά από την κάμερα του Λεονάρντο…
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: … και πριν καν πατήσω record - με το που μπήκε στο δωμάτιο. Η συστολή της, η αμηχανία της, αλλά ταυτόχρονα η δύναμη που εκπέμπει. Αμέσως κατάλαβα ότι είχα βρει την Τζούλι μου.
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Δεν ξέρω πάντως να απαντήσω στο δεύτερο μέρος της ερώτησης. Τι με δυσκόλεψε; Όλα. Και τίποτα. Όλα γιατί όλα για μένα ήταν άγνωστα και καινούργια - δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω. Όμως ο Λεονάρντο τα έκανε κι όλα βολικά. Έφερα κομμάτια της δικής μου ζωής στο σετ. Η αδελφή μου ήταν κάθε μέρα στο γύρισμα. Οι φίλοι της Τζούλι είναι οι δικοί μου φίλοι που ήρθαν για extras. Ο σκύλος της είναι ο σκύλος μου, που είμαστε αχώριστοι. Αρκετοί από τους παίκτες του τένις είναι παιδιά που ξεκινήσαμε στα γήπεδα μαζί και ξανασυναντηθήκαμε στο γύρισμα. Οπότε όλα έγιναν ζεστά, φιλικά. Ο Λεονάρντο δημιούργησε μία οικογενειακή ατμόσφαιρα που με βοήθησε να λυθώ.
Πρέπει όμως να ήταν δύσκολο να πλησιάσεις κάτι τόσο επώδυνο, όπως αυτό που περνάει η ηρωίδα σου. Πώς κατάφερες να το διαχειριστείς, χωρίς να τραυματίσει κι εσένα - καθώς δεν έχεις εμπειρία στην υποκριτική;
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Ναι, φυσικά ήταν δύσκολο. Όμως, και πάλι, είχα τον Λεονάρντο στο πλευρό μου. Οι σκηνές που έπρεπε να υποψιάζει η Τζούλι πόσο επώδυνο ήταν αυτό που έκρυβε βγήκαν μετά από πολλές πρόβες, δοκιμές, συζητήσεις. Στο τέλος των προβών ήμουν έτοιμη κι εγώ, είχα καταλάβει το διακύβευμα. Από την άλλη, ο Λεονάρντο είχε μία φανταστική οδηγία, έναν κανόνα στα αλήθεια που τηρούσα σε κάθε λήψη. Μόνο όταν η κάμερα ήταν στο ΟΝ ήμουν η Τζούλι. Οταν έκλεινε, ήμουν η Τέσα. Και φρόντιζε να το υπογραμμίζει αυτό και με τη συμπεριφορά του. Κάναμε αστεία, παίζαμε παιχνίδια - όλοι μαζί, με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, το συνεργείο. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και χαρούμενη. Δεν επηρεάστηκα καθόλου.
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Υπάρχει αυτή η αντίληψη ότι «αν γυρίζεις μία δραματική ταινία πρέπει να είναι και το γύρισμα βαρύ, όλοι να είμαστε βουτηγμένοι στο δράμα». Δεν ισχύει αυτό. Εγώ δεν το πιστεύω. Για μένα οι ηθοποιοί, το συνεργείο, ακόμα κι εγώ ο ίδιος θα δώσουμε το καλύτερο κομμάτι μας αν νιώσουμε άνετα στο περιβάλλον. Οπότε για μένα είναι πολύ σημαντικό να χτίζουμε μια σχέση, όχι απλώς να συνεργαζόμαστε. Επίσης, η ηθοποιία είναι τεχνική. Μαθαίνοντας την τεχνική δεν χρειάζεται να υποβληθείς στον πόνο του ρόλου. Απλώς θα τον παίξεις. Η μόνη συμβουλή που έδωσα στην Τέσα είναι να ξεχάσει, όσο μπορεί, την κάμερα. Να βυθιστεί στη δική της αυτοσυγκέντρωση, αυτή που έχει μάθει κι ως αθλήτρια. Χρησιμοποίησα το τένις ως μεταφορά για το γύρισμα: εσύ συγκεντρώσου μόνο στο μπαλάκι, όχι στον αντίπαλο, όχι στον κόσμο. Κι εγώ με τη σειρά μου, για να τη βοηθήσω, έκανες μεγάλες λήψεις. Δεν έκοβα, άφηνα την κάμερα να τρέχει. Έπιανα, έκλεβα τις στιγμές της, τα βλέμματα της.
H αλληγορία του τένις, του αθλητισμού, είναι διάχυτη νομίζω στην ταινία. Η προσπάθεια να ελέγξεις, να πειθαρχήσεις το σώμα σου, όταν αυτό που συμβαίνει στην ψυχή σου είναι ανεξέλεγκτο….
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Ακριβώς. Αυτή η επιμονή με τις επαναληπτικές λήψεις στην προπόνηση, αυτό το σκοπό έχει. Να τη δείχνουμε «να μιλάει», «να οργίζεται», «να πονάει» με τον τρόπο της. Η Τζούλι προσπαθεί να πάρει όποιον έλεγχο μπορεί. Και μπορεί να πάρει τον έλεγχο του σώματος της - είναι το εργαλείο της. Με αυτό εκφράζεται. Η σκληρή της επιμονή στο γήπεδο είναι ο τρόπος της να πάρει πίσω τον έλεγχο. Φυσικά δε θέλει να παρατήσει και το στόχο της το όνειρο της, αλλά η προπόνηση είναι κυρίως θεραπευτική.
Είναι καταπληκτικό ότι κάτι τέτοιο δήλωσε και η Ναόμι Οσάκα η παγκόσμια πρωταθλήτρια που εγκατέλειψε για λίγο το τένις για λόγους ψυχικής υγείας. Πείτε μου λίγο πώς συνέβη να εμπλακεί η Οσάκα με την ταινία;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Ήταν φανταστικό ότι έγινε αυτό! Μετά την προβολή της στις Κάννες, μάς έφεραν σε επαφή οι ατζέντηδες μας, κι εκείνη ζήτησε να τη δει. Ενθουσιάστηκε και μάς έγραψε ότι θέλει να εμπλακεί στην ταινία - μπήκε ως executive producer. Ηταν καταπληκτικό αυτό γιατί η Ναόμι έχει μία τεράστια πλατφόρμα στην οποία απευθύνεται. Και κάπως νιώσαμε ότι μέσω εκείνης πολλά κορίτσια κι αγόρια που έχουν υποστεί κακοποίηση στον αθλητισμό θα μπορέσουν να βρουν τη φωνή τους μέσα από την ταινία. Η σιωπή της Τζούλι θα γίνει ηχηρή.
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Για μένα προσωπικά ήταν καταλυτική στιγμή. Η Οσάκα είναι το είδωλό μου. Και ξαφνικά το είδωλό σου θέλει να σε γνωρίσει. Με κάλεσε στην Νέα Υόρκη. Πήγα και τη συνάντησα.
Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο για τους ενήλικες στην ιστορία; Ίσως είναι θέμα διαφορετικής κουλτούρας, αλλά στην Ελλάδα οι γονείς θα ήταν εξαιρετικά πιεστικοί με το παιδί τους - έχοντας την διάθεση να την προστατέψουν θα την πίεζαν να τους πει τι είχε συμβεί. Εδώ γονείς, προπονητές, διευθύντρια, όλοι κρατούν αποστάσεις. Έτσι συμβαίνει στο Βέλγιο, υπάρχει τέτοιος σεβασμός στα όρια ενός εφήβου ή ήταν ένα άλλου είδους σχόλιο που ήθελες να κάνεις;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Όχι, δεν συμβαίνει αυτό στην πραγματικότητα. Οι γονείς είναι γονείς και αντιδρούν προστατευτικά και πιεστικά. Κι έτσι ήταν γραμμένο το σενάριο, κι έτσι το γυρίσαμε. Το άλλαξα στο μοντάζ. Πέταξα πάρα πολλές σκηνές όταν είδα το υλικό. Κάτι με ενόχλησε. Μου φάνηκε ιδιαίτερα κακοποιητικό, κάτι που ιντριγκάρει εκ νέου την κακοποίηση, ενώ δεν το χρειαζόταν η ταινία στ’ αλήθεια. Όταν αφαίρεσα τους διαλόγους αυτούς, τότε η αλληγορία της σιωπής λειτούργησε και σε άλλα επίπεδα - δεν είναι μόνο το θύμα που παραμένει σιωπηλό και μουδιασμένο. Αλλά κι όλο του το περιβάλλον. Όλοι είναι ένοχοι, όλοι είναι θύματα. Θύματα κοινωνιών που δεν έχουν λύσει αυτά τα θέματα, δεν τα έχουν καν βγάλει στην επιφάνεια να αεριστούν, να συζητηθούν, οπότε κανείς δεν ξέρει πώς να τα αντιμετωπίσει. Η μητέρα που δεν αντιδρά, ο πατέρας που πιστεύει ότι προστατεύει, η διευθύντρια που δεν ξέρει πόσο να πιέσει. Η σιωπή είναι συστημική απέναντι στην κακοποίηση. Για να σπάσουμε τη σιωπή, πρέπει πρώτα να μάθουμε ενσυναίσθηση - να κοιτάμε με ενδιαφέρον τι συμβαίνει γύρω μας, να ακούμε πραγματικά το θύμα και τέλος να μιλάμε, να μη φοβόμαστε. Η κοινωνική σιωπή δεν είναι χρυσός. Είναι συστημική χειραγωγία.
Δεν ξέρω σε πόσα φεστιβάλ έχετε πάει με την ταινία, σε πόσες χώρες την έχετε παρουσιάσει. Μας ενώνουν ή μας χωρίζουν πράγματα; Εχετε διακρίνει διαφορές στο πώς άνθρωποι από άλλες κουλτούρες εκλαμβάνουν την κακοποίηση; Πόσοι, για παράδειγμα, την πιστεύουν ή τείνουν να αμφισβητούν το θύμα;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Το κοινό της ταινίας είναι καθρέφτης της κοινωνίας. Η αμφισβήτηση της κακοποίησης, η δυσκολία να την αποδεχθούμε, φαίνεται και στα q&a - σε όποια χώρα κι αν έχουμε βρεθεί. Η χειρότερη ερώτηση που έχω ποτέ δεχθεί, και μιλάει ηχηρά για την άγνοια μας, για την εγκληματική ανοχή μας είναι «μήπως η Τζούλι δεν μιλάει γιατί είναι ερωτευμένη με τον προπονητή της;» Πώς είναι δυνατόν κάποιος να δικαιολογεί έναν δάσκαλο που κάνει αυτό σε ένα έφηβο κορίτσι ως «έρωτα»; Πόσο έχουμε μουδιάσει ως κοινωνίες στο να πιστεύουμε ότι ένας 30χρονος άντρας με μία 16χρονη κοπέλα είναι κάτι που μπορεί να είναι «έρωτας». Ειδικά σε μία σχέση επιβολής προπονητή/αθλήτριας που το κορίτσι είναι εντελώς υποχείριο, που έχει μάθει να υπακούει εντολές, να πειθαρχεί; Πώς δεν ενώνουμε τις τελείες: δεν μπορεί να πει όχι, κρέμεται από πάνω του, όλα της τα όνειρα εξαρτώνται από αυτόν; Ο έρωτας είναι το πρώτο που σκεπτόμαστε; Αντί να βάλουμε τις φωνές;
Τέσα, όλοι όσοι βλέπαμε την ταινία, ειδικά οι γυναίκες, σκεφτόμασταν «τι θα έκανα εγώ, άραγε;» Εσύ το σκέφτηκες μπαίνοντας στο ρόλο, ζώντας με τη Τζούλι;
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Ναι, αλλά η ειλικρινής απάντηση είναι ότι δεν μπορώ να ξέρω. Πολλά μπορούμε να πούμε στη θεωρία, αλλά ο καθένας μας έχει άλλη αντίδραση κι είναι όλες σεβαστές. Δεν μπορώ να πω κάτι ηρωικό «εγώ θα μιλούσα για να σώσω τα υπόλοιπα κορίτσια». Δεν έχω ιδέα τι θα έκανα. Μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο τραύμα. Ποιος ξέρει τι θα έκανε με το τραύμα του - ειδικά στην εφηβεία;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να κρίνεις την αντίδραση του θύματος. Με το να πάρεις θέση -«τι θα έκανα εγώ»- υποσυνείδητα την κρίνεις. Ας σταματήσουμε να περιμένουμε τις απαντήσεις από τα θύματα. Δεν χρειάζεται να κάνουν εκείνα κάτι για να μας αποδείξουν το τραύμα τους. Εμείς πρέπει να φτιάξουμε κοινωνίες που θα ξέρουμε πώς να αντιδρούμε απέναντι στην κακοποίηση, ή -τουλάχιστον- πώς να την αντιμετωπίζουμε μετά. Πολλοί μου λένε «ω, πόσο υπέροχη ταινία, πρέπει να τη δουν όλοι οι έφηβοι». Και τους απαντώ «όχι, πρέπει να τη δουν όλοι οι μεγάλοι». Αν θεωρείς ότι πρέπει να τη δουν οι έφηβοι ρίχνεις και πάλι το βάρος στα θύματα.
Η ταινία μιλάει για το χώρο του αθλητισμού. Η συζήτηση για το #metoo έσκασε όμως πρώτα στον κινηματογραφικό χώρο. Πόσο πιστεύεις ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα; Ή βιώνουμε τώρα μία αντεπίθεση: για όλα φταίει η woke κουλτούρα;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Τα πράγματα έχουν σίγουρα αλλάξει. Όχι με τους ρυθμούς που θα θέλαμε αλλά τουλάχιστον έχουν προχωρήσει μπροστά - δεν κουκουλώνονται. Οριοθετούνται. Νομίζω ότι το κλειδί είναι να δημιουργήσεις ένα περιβάλλον εργασίας που όλα να έχουν τα όρια τους - πολύ ξεκάθαρα και τεκμηριωμένα. Αυτό δεν ξέρω γιατί μάς φοβίζει. Δεν ξέρω γιατί υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι τα όρια φιμώνουν τη δημιουργική διαδικασία. Εγώ πιστεύω ότι είναι το εντελώς αντίθετο: μέσα σε συμφωνημένα όρια μπορείς να είσαι πιο χαλαρός και δημιουργικός. Όταν οι ηθοποιοί σου νιώθουν ασφαλείς θα δοκιμάσουν πιο παράτολμα πράγματα. Είμαι υπέρ και των intimacy coordinators, που πολλοί έχουν πρόβλημα. Όταν υπάρχει ένας ειδικός να εξηγήσει, να χειριστεί, να δημιουργήσει μία αίσθηση ασφάλειας ξεπερνιέται μία αμηχανία που μόνο εμπόδια μπορεί να δημιουργήσει.
Τέσα θέλεις να συνεχίσεις την περιπέτεια του σινεμά; Σου μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής;
Τέσα βαν ντεν Μπρουκ: Δεν έχω ιδέα τι θέλω να κάνω. Αυτή την εποχή οι σπουδές μου και μόνο με απασχολούν, γιατί θέλω να τελειώσω τη σχολή μου. Σπουδάζω νοσηλευτική, θέλω να γίνω νοσοκόμα. Όμως αγαπώ πολύ το τένις ακόμα, σκέφτομαι ότι θα μου άρεσε να γίνω προπονήτρια. Επίσης τελευταία κάνω μαθήματα κεραμικής. Με το σινεμά, δεν ξέρω… Αν κάτι μού προταθεί που θα με παρακινήσει να το κάνω, μπορεί. Αλλά μέσα μου όλα είναι ανοικτά - είμαι ακόμα 18 χρονών - όλα με ενδιαφέρουν.
Λεονάρντο εσύ θέλεις να συνεχίσεις με ταινίες με τόσο έντονο κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον; Αυτό είναι το σινεμά που θέλεις να κάνεις;
Λεονάρντο βαν Ντάιλ: Είμαι πολύ επηρεασμένος από τους Έλληνες. Όσες ιστορίες μάς αφηγήθηκαν 2500 χρόνια πριν, ισχύουν ακόμα και σήμερα. Θα ήθελα κι εγώ να ασχολούμαι με μία τέχνη που προσπαθεί να πλησιάσει, όχι να λύσει βέβαια, αλλά τουλάχιστον να κοιτάξει κατάματα τα σημαντικά, τα πολύπλοκα, τα αρχέγονα που βασανίζουν τον άνθρωπο. Δεν είμαι πολιτικός, ούτε με ενδιαφέρει κάτι διδακτικό. Όμως χρειάζομαι κι εγώ νόημα για να ασχοληθώ, κάτι να με παιδεύει κι εμένα προσωπικά να το απαντήσω. Όχι ότι δε θα ήθελα κάποτε να κάνω και μια κωμωδία. Το γέλιο είναι απαραίτητο για να επιβιώσουμε, καθόλου δεν το σνομπάρω.
Το «Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου από την One From the Heart