Ετσι κι αλλιώς δεν έχει μία μόνο ταυτότητα. Γεννημένος στο Τέξας, μεγαλωμένος στην Δανία, κάτοικος Ιαπωνίας πλέον με τον σύζυγό του, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ έχει αγωνιστεί για την διαφορετικότητα - εθνική, σεξουαλική, πολιτισμική, θρησκευτική.
Μπορεί να τον γνωρίσαμε μέσα από τα πολυβραβευμένα, συγκλονιστικά ντοκιμαντέρ του («Η Πράξη του Φόνου», «Η Οψη της Σιωπής») όμως εκείνος επέλεξε να μάς ξαφνιάσει με μία ταινία φιξιόν. Κι όχι μόνο. Δεν έκανε το πέρασμα σ' έναν οικείο νεορεαλισμό, με ένα δράμα, αλλά με ένα σουρεαλιστικό, μεταποκαλυπτικό μιούζικαλ. Οπου οι ηθοποιοί του - Τίλντα Σουίντον, Μάικλ Σάνον και Τζορτζ ΜακΚέι κρατούν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους- ξεσπούν σε τραγούδι και χορό, κάνοντας οι ίδιοι τα φωνητικά τους live σε κάθε λήψη.
We're not in La La Land anymore, όμως. Η ιστορία του «The End», που είδαμε στη λήξη του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 12 Δεκεμβρίου, θέλει μία πλούσια οικογένεια που επιβίωσε της καταστροφής του κόσμου λόγω του προνομίου να χτίσουν ένα υπόγειο καταφύγιο με όλες τις ανέσεις.
Από που προέκυψε αυτή η ιδέα, τι τον ενέπνευσε να τη γυρίσει ως μιούζικαλ, πώς αντιμετώπισαν το φορμά οι ηθοποιοί του. Το Flix είχε ερωτήσεις.
Μετά τα πολυβραβευμένα «Η Πράξη του Φόνου» και «Οψη της Σιωπής» αποφασίζετε να μάς εκπλήξετε. Ποια ήταν η έμπνευση για να περάσετε από το ντοκιμαντέρ στη φιξιόν ταινία;
Ο αρχικός μου στόχος δεν ήταν η φιξιόν, αλλά η ολοκλήρωση της τριλογίας μου με ένα ακόμα ντοκιμαντέρ. Μετά την κυκλοφορία όμως των πρώτων δύο ταινιών, δεν μπορούσα να επιστρέψω στην Ινδονησία, ήμουν persona non grata και κινδύνευε η ζωή μου. Η έρευνά μου για ανάλογους ολιγάρχες που έγιναν πάμπλουτοι σε άλλα μέρη του κόσμου, με έφερε να γνωρίσω την οικογένεια ενός μεγιστάνα του πετρελαίου - δε θα σας πω που, αλλά κάπου στην Ασία. Εκείνη την περίοδο μου είπε ότι κατασκεύαζε ένα υπόγειο καταφύγιο για την οικογένειά του «για την περίπτωση της καταστροφής του κόσμου». Μου πρότεινε να με ξεναγήσει, αν και δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Μου μίλαγε όμως ακατάπαυστα και περήφανα για το πώς σε αυτό τον χώρο θα γίνει η πισίνα, εδώ θα φυλάει τα κρασιά του στη σωστή θερμοκρασία, πώς θα κουβαλήσει τα έργα τέχνης κλπ. Στο μυαλό του ήταν το μέλλον και η αθανασία. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει δώσει πάρα πολλά χρήματα σε ιατρικές έρευνες παράτασης της ζωής - ίσως γιατί για τους πλούσιους αυτό είναι το επόμενο βήμα στα προνόμια. Ο σκοπός του ήταν να επιτύχει, όχι απλώς να επιβιώσει στο καταφύγιο, αλλά να μεγαλώσει τις επόμενες γενιές του βιολογικού του DNA εκεί. Είχα πάρα πολλές ερωτήσεις. Ερωτήσεις που δεν τόλμησα να κάνω, αλλά ήθελα πολύ. Πώς θα επιβιώσει των τύψεών του αυτός ο άνθρωπος; Πώς θα ζήσει με την ενοχή - ποιους επέλεξε να διασώσει, ποιους άφησε πίσω, πώς θα συμβιβάσει μέσα του τη σκέψη ότι εκείνος επιβίωσε, ενώ η ανθρωπότητα και ο κόσμος μας καταστράφηκε; Ετσι μου ήρθε η ιδέα του «The End». Να γράψω την ιστορία μιας τέτοιας οικογένειας που πρέπει να αφηγηθεί την Ιστορία της ανθρωπότητας στην επόμενη γενιά - αυτή που γεννήθηκε μέσα στο καταφύγιο. Τι θα έλεγαν; Πώς θα δικαιολογούσαν τι έκαναν; Πώς ο άνθρωπος ξαναγράφει το αφήγημα για να μπορέσει να επιβιώσει;
Εχετε ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, τους Μάικλ Σάνον, Τίλντα Σούντον, Τζορτζ ΜακΚέι. Πώς ήταν να δουλεύει κανείς μαζί τους σ' ένα τόσο φιλόδοξο πρότζεκτ;
Ημουν πολύ τυχερός. Δεν είναι μόνο το ταλέντο τους, είναι κι ο τρόπος που δεσμεύονται να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους σε κάθε σκηνοθετικό όραμα. Σε εμπιστεύονται χωρίς όρια, χωρίς προκατάληψη. Το ότι συνδέθηκαν με αυτή την ιστορία και την υπηρέτησαν με τέτοιο πάθος ήταν για μένα δώρο. Παρατηρούσα την Τίλντα πώς έμπαινε στο γύρισμα με μία διάθεση πειραματισμού, περιέργειας, τι μπορεί να κάνει περισσότερο, πώς να το κάνει διαφορετικά κάθε φορά. Ηθελε να πηγαίνει τις λήψεις της ξανά και ξανά και δεν μου έδωσε ποτέ το ίδιο αποτέλεσμα. Με δυσκόλεψε να επιλέξω στο μοντάζ τι κρατάω και τι αφήνω. Ο Μάικλ ερχόταν πάντα εξαιρετικά προετοιμασμένος, αλλά κι έτοιμος να πετάξει την προετοιμασία του από το παράθυρο και να τολμήσει κάτι φρέσκο που του πρότεινα. Είναι ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ. Και πάλι στο μοντάζ ανακάλυπτα πράγματα που μου πρόσφερε και δεν το καταλάβαινα στο γύρισμα. Στο μοντάζ έπρεπε να σταθώ κι εγώ όσο έξυπνος ήταν κι εκείνος και να μπορέσω να συνθέσω τον ήρωά του με την ανάπτυξη που είχε κάνει ο Μάικλ στην ερμηνεία του. Κι ο Τζορτζ όμως, αν και νεότερος, είναι ένα εξαιρετικό ταλέντο. Εκτίμησα πολύ πόσο διαβασμένος ερχόταν, πόσο αγχωμένος να σταθεί ισάξιος των υπόλοιπων. Πιστεύω ότι η στόφα του είναι τεράστια και σε στιγμές έκλεβε την παράσταση.
Και τους βάλατε να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Να τραγουδάνε - και να τραγουδάνε live σε κάθε λήψη. Γιατί δεν αποφασίσατε να κάνετε απλώς μία φιξιόν ταινία με αυτή την ιδέα. Αλλά δυσκολέψατε ακόμα περισσότερο τον εαυτό σας με το όραμα του μιούζικαλ. Γιατί αυτή η επιλογή;
Οταν γύρισα στο σπίτι μου μετά από αυτή την γνωριμία, η καρδιά μου ήταν βαριά. Εβαλα να δω τις «Ομπρέλες του Χερβούργου». Αμέσως δύο πράγματα είχα ξεκάθαρα στο μυαλό μου: η ταινία θα λέγεται «Το Τέλος» και θα είναι μιούζικαλ. Τον τίτλο δεν νομίζω ότι χρειάζεται να τον εξηγήσω. Το φορμά το επέλεξα γιατί ήθελα και συμβολικά να μιλήσω για την άρνηση, την αυταπάτη, την ψευδαίσθηση. Πώς καταφεύγουμε υποσυνείδητα και πολύ βολικά σ' έναν ψεύτικο κόσμο, με ψεύτικες ελπίδες, αγνοώντας τα γεγονότα, προσπερνώντας τη δυστυχία των ανθρώπων, χώνοντας το κεφάλι μας στην άμμο. Ενα μιούζικαλ όπου σ' ένα μεταποκαλυπτικό, δυσοίωνο κόσμο, οι χαρακτήρες τραγουδούν και χορεύουν ήταν για μένα ο υπέρτατος συμβολισμός της άρνησης να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Κι αν το παρατηρήσετε στην ταινία, το τραγούδι ξεκινάει όταν ένας χαρακτήρας έχει έρθει αντιμέτωπος με την αλήθεια, όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο και υπαρξιακή κρίση. Καταφεύγει στο πλασματικό καταφύγιό του ψάχνοντας νέες μελωδίες, νέους μηχανισμούς να αντιμετωπίσει την ενοχή του.
Oλοι μπαίνουμε τρέχοντας στα προσωπικά μας καταφύγια - κάθε φορά που προσπερνάμε έναν άστεγο στο δρόμο, κάθε φορά που συνεχίζουμε να τρώμε το φαγητό μας ενώ στο βάθος παίζουν οι ειδήσεις εικόνες από την Ουκρανία ή τη Γάζα, κάθε φορά που ακούμε ότι 1.800 άνθρωποι πνίγηκαν τους τελευταίους μήνες στην Μεσόγειο γιατί προσπάθησαν να ξεφύγουν από τις εμπόλεμες ζώνες των χωρών τους και πνίγηκαν. Εναν πόλεμο που εμείς οι δυτικοί, πολύ βολικά, για τις δικές μας συνθήκες ζωής, τους επιβάλαμε...»
Με έναν παρόμοιο τρόπο που οι ολιγάρχες στα ντοκιμαντέρ σας χρησιμοποιούσαν την κάμερα για να ξαναγράψουν την Ιστορία ώστε να σβήσουν τα εγκλήματά τους...
Ακριβώς. Το πώς για παράδειγμα ο Ανουάρ Κόνγκο αναπαραστούσε τα εγκλήματά του, αλλά δημιουργώντας μια ταινία, μια κατασκευασμένη αλήθεια πολύ μακριά από την πραγματικότητα -στο ύφος και το στιλ που εκείνος επιθυμούσε- είναι πολύ κοινό με το πώς ο χαρακτήρας της Τίλντα Σουίντον τραγουδά. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ήρωες περνούν μία κρίση ταυτότητας - μία χαραμάδα στο σύστημα αυτοάμυνάς τους επιτρέπει στην αμφιβολία να τους διαπεράσει, να μπει στο καταφύγιό τους και να τους κλονίσει. Οπότε επιχειρούν με όποιο μηχανισμό διαθέτουν να αλλάξουν το αφήγημα.
Ακολουθώντας τον συμβολισμό σας, δεν είναι μόνο οι ολιγάρχες ή οι μεγιστάνες σ' ένα τέτοιο καταφύγιο αλλά ολόκληρος ο κόσμος, όλοι μας, που για παράδειγμα αγνοούμε την οικολογική καταστροφή και την κλιματική κρίση...
Mήπως παρατηρήσατε ότι κανείς στην ταινία δεν έχει όνομα; Δεν είναι τυχαίο. Δεν νομίζω ότι λέω κάτι καινούργιο, αλλά όλοι μπαίνουμε τρέχοντας στα προσωπικά μας καταφύγια - κάθε φορά που προσπερνάμε έναν άστεγο στο δρόμο, κάθε φορά που συνεχίζουμε να τρώμε το φαγητό μας ενώ στο βάθος παίζουν οι ειδήσεις εικόνες από την Ουκρανία ή τη Γάζα, κάθε φορά που ακούμε ότι 1.800 άνθρωποι πνίγηκαν τους τελευταίους μήνες στην Μεσόγειο γιατί προσπάθησαν να ξεφύγουν από τις εμπόλεμες ζώνες των χωρών τους και πνίγηκαν. Εναν πόλεμο που εμείς οι δυτικοί, πολύ βολικά, για τις δικές μας συνθήκες ζωής, τους επιβάλαμε. Για να έχουμε φθηνούς πόρους ενέργειας, χαμηλότερο κόστος διαβίωσης, προσωπικό πλούτο. Κάθε φορά που διώχνουμε τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό μας, κάθε φορά που λέμε «τι να κάνουμε, έτσι είναι αυτός ο κόσμος», δίνουμε την έγκριση στον εαυτό μας να μπει στο βολικό του καταφύγιο. Γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει αλλιώς των ενοχών του. Φυσικά και υπάρχουν τέρατα σε αυτό τον κόσμο - τους έδειξα στα ντοκιμαντέρ μου. Ομως με τρομάζει πολύ περισσότερο η δική μας «κανονικότητα». Πόσο έχουμε εξοικειωθεί με το ότι ο μαζικότερος πληθυσμός του πλανήτη υποφέρει για να ζούμε εμείς καλά.
Η μόνη διέξοδος από το τούνελ: η αντίσταση, ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη. Το «ανήκειν» σε μία κοινότητα, το «μαζί». Είναι ό,τι πιο σπουδαίο μπορούμε να κάνουμε. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε.»
Ομως πόσα μπορούμε να κάνουμε στ' αλήθεια; Και τι ωφελεί στο να βρισκόμαστε συνεχώς σ' ένα καθεστώς ενοχών, χωρίς διέξοδο σε πραγματικές λύσεις; Δεν τα ρωτάω πολύ εύκολα όλα αυτά. Ανήκω στους αφελείς που θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Ομως αποδέχομαι και την κριτική ότι η συστημική αλλαγή δεν γίνεται μέσα από ενοχές.
Φυσικά κι όχι. Ούτε κι εγώ έχω ξεκάθαρες απαντήσεις, όπως και στις ταινίες μου δεν μου αρέσει ο διδακτισμός. Δεν κούνησα το δάχτυλο ούτε στους εγκληματίες, δε θα κουνήσω το δάχτυλο στον απλό άνθρωπο. Θα ξεκινήσω από τον εαυτό μου στον καθρέφτη πρώτα. Εχετε όμως δίκιο σε κάτι: η συστημική αλλαγή είναι ο μόνος σκοπός. Αυτό απαιτεί δουλειά όμως. Αρχικά ενσυναίσθηση, εγρήγορση, κοινωνικό ιστό ισχυρό να αντιστέκεται. Αυτό θα ήθελα να αφυπνίσω με τις ταινίες μου, τίποτα άλλο. Την αρχή ενός ξυπνήματος, ενός διαλόγου.
Είναι αδύνατον να μην σας ρωτήσω λοιπόν: σας συναντώ λίγες μέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές. 73 εκατομμύρια Αμερικανών πολιτών προτίμησαν να ψηφίσουν έναν καταδικασμένο εγκληματία, έναν αναπολογητικό κήρυκα διχασμού και μίσους, έναν ανεγκέφαλο χυδαίο κρετίνο. Για ποιον κοινωνικό ιστό μιλάμε, για ποια συστημική αλλαγή;
Πρέπει να σας πω ότι το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των εκλογών με βρήκαν στην άλλη άκρη του κόσμου με έσωσε. Οχι ότι γλίτωσα τη βαθιά κατάθλιψη. Ο τρόμος έφτασε, η απελπισία με βρήκε στην Ιαπωνία. Ημουν με τον σύζυγό μου σ' ένα ταξίδι στην Νάρα, κι επισκεφτήκαμε έναν βουδιστικό ναό του 7οου αιώνα. Μπήκα μέσα και ξέσπασα σε λυγμούς. Απόγνωση, αυτό ένιωθα. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να μεταβολίσει τι είχε συμβεί. Πώς ήταν δυνατόν; Με τόσο μεγάλη διαφορά να επικρατήσει ένας τέτοιος μωρός φασίστας; Οποιο κι αν ήταν το επιχείρημα, η επιλογή αυτή ήταν σκανδαλιστική. Βγαίνοντας όμως από τον ναό, από το ημίφως και την πλήρη ησυχία, αντίκρισα ένα υπέροχο γαλάζιο ουρανό. Εναν ζεστό ήλιο. Κι αυτό πυροδότησε την μόνη διέξοδο από το τούνελ: την αντίσταση. Πώς θα συσπειρωθούμε, πώς θα αντισταθούμε. Ξέρετε, την περίοδο που έκανα το coming out μου είχα έναν μέντορα, έναν πιο ηλικιωμένο γκέι άντρα ο οποίος μου μιλούσε για τα κατάμαυρα 80ς και το πώς όλοι όσοι ήξερες πέθαναν από AIDS. Εκείνος μου ενέπνευσε την έννοια της αντίστασης, ως το τελευταία σύνορο ανθρωπιάς. Πώς δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώσει ανήμπορος, να σκεφτεί «δεν είναι στο χέρι μου, δεν έχω έλεγχο». Γιατί αυτό σε κάνει ζόμπι, ρομπότ. Απαρνιέσαι την ανθρωπιά σου. Κάπως έτσι ένωσα τις δυνάμεις μου με την γκέι κοινότητα, μοιράζαμε καθαρές βελόνες στα γκέτο των ηρωινομανών, γινόντουσαν ντου, μάς έκλειναν σε κρατητήρια, μας άφηναν μετά από ένα βράδυ, επιστρέφαμε, μοιράζαμε βελόνες και πάλι από την αρχή. Ως κοινότητα αρχίσαμε την πολιτική πίεση -πιέσαμε για αλλαγή, για θεραπείες, για την καταπολέμηση του στίγματος. Αντισταθήκαμε. Αυτό περιμένω λοιπόν να κάνουμε κι ως αμερικανικός λαός. Να ενωθούμε σε μία κοινή αντίσταση.
Είναι αλήθεια, στο όνομα της «οικογένειας» έχουν γίνει εγκλήματα. Ο άνθρωπος έχει νιώσει δικαιωμένος να τα διαπράξει γιατί προστατεύει την οικογένειά του, μασκαρεύει τον ατομικισμό, το συμφέρον του ως ιερό σκοπό. Γινόμαστε ρατσιστές απέναντι στον «ξένο» γιατί προστατεύουμε τις οικογένειές μας από την εισβολή του. Κι αυτό αναγάγεται και σε γειτονιές, πατρίδες κλπ. Θα ήταν υπέροχο κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι είμαστε όλοι ξένοι. Ολοι διαφορετικοί. Και η διαφορετικότητα δεν είναι απειλή, αλλά πλούτος....»
Είναι πολύ χαρακτηριστική η σκηνή της αρχής και η σκηνή του τέλους της ταινίας: δύο μητέρες ξυπνούν από ένα όνειρο θορυβημένες. Μήπως πέθανε το αμερικανικό όνειρο; Μήπως ξυπνήσαμε όλοι στον εφιάλτη μας;
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. To αμερικανικό όνειρο δεν υπήρξε ποτέ. Ηταν ένα ψέμα. Ενα ψέμα που μάς δίχαζε εδώ και δεκαετίες. Ηταν ανέκαθεν ένας πολιτικός μηχανισμός πλάνης και εξαπάτησης. Μάς κρατούσε σε λήθαργο. Το να ξυπνήσουμε από αυτό, ακόμα κι αν είναι σοκαριστικό ή πικρό, για μένα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Θα ήθελα να σας πω δυο λέξεις και να μου δώσετε τους δικούς σας ορισμούς. Η μία είναι η λέξη «οικογένεια». Η άλλη είναι «ξένος»
Ενδιαφέρον. Νομίζω ότι καταλαβαίνω από που προκύπτει η ερώτησή σας. Είναι αλήθεια, στο όνομα της «οικογένειας» έχουν γίνει εγκλήματα. Ο άνθρωπος έχει νιώσει δικαιωμένος να τα διαπράξει γιατί προστατεύει την οικογένειά του, μασκαρεύει τον ατομικισμό, το συμφέρον του ως ιερό σκοπό. Γινόμαστε ρατσιστές απέναντι στον «ξένο» γιατί προστατεύουμε τις οικογένειές μας από την εισβολή του. Κι αυτό αναγάγεται και σε γειτονιές, πατρίδες κλπ. Θα ήταν υπέροχο κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι είμαστε όλοι ξένοι. Ολοι διαφορετικοί. Και η διαφορετικότητα δεν είναι απειλή, αλλά πλούτος. Τότε θα βλέπαμε καθαρά ότι η λέξη «οικογένεια» μπορεί να διευρυνθεί, δεν έχει να κάνει με δεσμούς αίματος ή DNA. Αυτό ήθελα να πω πριν με την επιλογή της ενσυναίσθησης, του «ανήκειν» σε μία κοινότητα, του «μαζί». Είναι ό,τι πιο σπουδαίο μπορούμε να κάνουμε. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε. Η οικογένεια της ταινίας δεν έχει σωτηρία. Η μία γενιά επαναλαμβάνει το μοτίβο της προηγούμενης. Ο θεατής που θα βγει από την αιθουσα όμως μετά το «The End» της ταινίας - σε αυτόν έχω ελπίδα. Ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να κάνει κάτι. Και, ναι, να αλλάξει τον κόσμο.
Το «The End» του Τζόσουα Οπενχάιμερ θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου από την Weird Wave