Μια φορά κι έναν καιρό, στο (κοντινό ;) μεταποκαλυπτικό μέλλον, όπου η γη έχει καταστραφεί από ανεξέλεγκτες πυρκαγιές -αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης- μία πλούσια οικογένεια έχει επιβιώσει στο θωρακισμένο της καταφύγιο. Το έχτισε ο Πατέρας, πρώην μεγιστάνας του πετρελαίου οπότε και συνυπεύθυνος για την περιβαντολλογική καταστροφή, στις υπόγειες σπηλιές ενός αλατωρυχείου, ως μία πολυτελή βίλα - με ακριβά σαλόνια, κρεβατοκάμαρες πισίνα, πιάνο. Η Μητέρα, πρώην μπαλαρίνα στα Μπολσόι, το διακόσμησε με αυθεντικούς μουσειακούς πίνακες ανεκτίμητης αξίας, τα οποία συντηρεί με υποχόνδρια προσοχή στη λεπτομέρεια. Ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους έχει γεννηθεί κι ο σήμερα 25χρονος Γιος τους - στο όνομα του οποίου το ζευγάρι επικαλείται ότι έκανε ό,τι έκανε. Για την προστασία του, την επιβίωσή του, τη διασφάλιση του κατέβηκαν στα σπλάχνα της Γης, με μόνη επιλογή συντροφιάς έναν Γιατρό, έναν Υπηρέτη και την Καλύτερη Φίλη της μητέρας, η οποία κουβαλά τις δικές της αποσκευές ενοχής. Αυτός είναι ο μόνος κόσμος που ο Γιος έχει γνωρίσει - δεν έχει δει τον ήλιο, τον ουρανό, τα λουλούδια παρά μόνο από τους πίνακες της μαμάς. Δεν έχει μάθει για την ανθρώπινη Ιστορία, παρά μόνο από τα βιβλία του μπαμπά. Μάλιστα, η κύρια ασχολία του είναι να γράφει την βιογραφία του πατέρα του, όπως εκείνος όμως θέλει να φιλτράρει τα γεγονότα μέσα από ένα πιο βολικό αφήγημα. Πώς αλλιώς να αντέξει ότι έχτισε έναν μυθικό πλούτο από την ύλη που κατέστρεψε τον πλανήτη;

Οι μέρες περνούν μέσα από την ίδια ρουτίνα: κολύμπι στην πισίνα για την υγεία του σώματος, εργασίες για τη συντήρηση των έργων τέχνης, πολυτελή γεύματα με όσα υλικά διαθέτουν από την πρώην σεφ Καλύτερη Φίλη, μελέτη στη βιβλιοθήκη, ασκήσεις επιβίωσης σε περίπτωση παραβίασης από εξωτερικό εχθρό. Κανείς δεν έχει φτάσει μέχρι το κατώφλι τους εδώ και 25 χρόνια - έχει μείνει άραγε κανείς ζωντανός; Μια μέρα το ερώτημά τους θα απαντηθεί. Μία Ξένη, μία νεαρή μαύρη κοπέλα, καταρρέει στην είσοδο του αλατωρυχείου και η Οικογένεια πρέπει να αποφασίσει αν θα την εξοντώσει ή θα τη φιλοξενήσει. Θα ανοίξουν τα σύνορα να μπει ο ξένος; Η πάλη του καθενός με αυτή την απόφαση, θα ξυπνήσει καλά θαμμένα μυστικά, θα ταράξει συθέμελα τις σχέσεις και τις ισορροπίες και θα τους φέρει όλους αντιμέτωπους με τις προσωπικές τους ερινύες.

Μπορεί να τον γνωρίσαμε μέσα από τα πολυβραβευμένα, συγκλονιστικά ντοκιμαντέρ του («Η Πράξη του Φόνου», «Η Οψη της Σιωπής»), ο διπλά οσκαρικός υποψήφιος Τζόσουα Οπενχάιμερ όμως τώρα επιλέγει να κάνει μυθοπλασία. Κι όχι μία απλή ταινία φιξιόν, αλλά ένα δράμα δωματίου, μία στυλιζαρισμένη οικολογική παραβολή, ένα sci-fi δυστοπικό... μιούζικαλ. Γιατί οι ήρωες μάς συστήνονται, ξεκλειδώνουν το οχυρό των εσωτερικών τους διαλόγων και μας επιτρέπουν να μπούμε, τραγουδώντας και -σε στιγμές- χορεύοντας. Μουσικά νούμερα που είτε ενισχύουν την πλαστή, επίκτητη ανεμελιά, την πλάνη ελπίδας για ένα μέλλον που δεν υπάρχει απλώς γιατί εκείνοι επιβίωσαν, είτε αποκαλύπτουν ψιθυριστά κι ενοχικά τα πραγματικά τους συναισθήματα.

Μπορεί ο συγκεκριμένος μεγιστάνας να είναι ήρωας του σεναρίου του, όμως ο Οπενχάιμερ τον χρησιμοποιεί για να συνεχίσει την ανθρωπολογική του μελέτη και να καυτηριάσει τα θέματα που τον απασχολούν: η καταστροφή του πλανήτη κι η εξόντωση του πληθυσμού της Γης για τον πλουτισμό μιας ανώτερης τάξης των λίγων, η αλλοτρίωση της Ιστορίας από τους προνομιούχους για να σβηστούν τα εγκλήματά τους, η σχέση ζωής και τέχνης, το δίλημμα του σύγχρονου ανθρώπου για το άνοιγμα ή το κλείσιμο των συνόρων του στους ξένους.

Και σκηνοθετικά, το όραμά του είναι μεγαλεπίβολο. με γυρίσματα σ' ένα πραγματικό αλατωρυχείο της Σικελίας και κάτω από το βλέμμα του DP Μιχαήλ Κρίτσμαν, ο Οπεχνάιμερ επιτυγχάνει μία αποστειρωμένη ατμόσφαιρα εγκλωβισμού, στοιχειωμένων εικόνων ψευδούς κανονικότητας και ψυχολογικού θρίλερ, με την στυλιζαρισμένη εικόνα να προσφέρει εντυπωσιακά κάδρα που πλαισιώσουν τα τραγούδια και τα χορευτικά των ηρώων. Μουσικά νούμερα που επιμένει να τα γυρίζει σε μονοπλάνα κι έχοντας τους ηθοποιούς του να τραγουδούν ζωντανά σε κάθε λήψη.

Μόνο που αυτό το μεγαλεπίβολο στοίχημα μεταξύ φόρμας και μηνύματος δεν πάει πολύ μακριά. Παρόλες τις καλές προθέσεις, όσο βαθύ είναι το καταφύγιο της οικογένειας, τόσο επιδερμική και οριακά αφελής είναι η αλληγορία κι η μελέτη της ανθρώπινης (συν)ενοχής για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Οι ηθοποιοί του είναι εξαιρετικοί. Η πάντα καθηλωτική Τίλντα Σουίντον φορά τον ψυχρό νεοπλουτισμό και τον συγκεκαλυμμένο ρατσισμό της Μητέρας με μία ταραγμένη σικέ ευγένεια και μία μελετημένη επίδειξη παθητικής επιθετικότητας. Ο Μάικλ Σάνον σαρδόνιος, μυστήριος, επιβλητικός βρίσκει τρόπους να σπάσει τη μάσκα του ήρωα και να αφήσει να βγει η αλήθεια από τις ρωγμές του. Την παράσταση κλέβει ο Τζορτζ ΜακΚέι που παίζει την αφέλεια και τον προδομένο ρομαντισμό του πιτσιρικά με μία αυστηρή αυτοκριτική κι ένα σπαρακτικό αδιέξοδο.

Πόσο όμως μπορεί κανείς να βλέπει και να ακούει μονότονες, παρόμοιες μπαλάντες που δεν αποκαλύπτουν και πολλά περισσότερα από όσα καταλαβαίνουμε ήδη; Πόσα εγκλωβισμένα ή φορσέ διασκεδαστικά χορευτικά να προσπαθούν να χορογραφήσουν τη φλαταρισμένη δράση; Πόσες αναμετρήσεις των χαρακτήρων για να οδηγηθούμε σε κλισέ ενοχικές εξομολογήσεις;

Είναι απογοητευτικό: τόσες πολλές ιδέες κι ένα βαρετό αποτέλεσμα που απλώνεται σε 148 λεπτά. Είναι πικρό: τόσο σημαντική θεματολογία, τόσο ρισκέ πείραμα, τέτοιο συγκλονιστικό καστ κι εσύ να σκέφτεσαι και να προσμονείς η οθόνη να γράψει The End.