Ο Τζιμ Τζάρμους θα μπορούσε να κάτσει απέναντί μας - ντυμένος με μαύρα denim, καουμπόικες μπότες, σκούρα γυαλιά που επιτρέπουν όμως στο βλέμμα του να καρφωθεί πάνω σου- και να μας διαβάσει τον τηλεφωνικό κατάλογο του Νιου Τζέρσεϊ.
Eρωτευμένοι με το σινεμά του από τα νιάτα μας, τις μουσικές του, το στιλ του, την Rock ’n’ Roll περσόνα του, δεν χρειαζόμασταν ιδιαίτερη αφορμή για να κάτσουμε απέναντι του στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας (όπου θα έφευγε με το Χρυσό Λιοντάρι, τελικά) και να μιλήσουμε για το σινεμά, τη ζωή, το θάνατο.
Ομως η νέα του ταινία «Father Mother Sister Brother» μάς έδωσε το τέλειο πλαίσιο. Γιατί με τρεις ιστορίες που ασχολούνται με διαφορετικές, δυσλειτουργικές οικογένειες, ένωσε κάτω από την ίδια στέγη, την κινηματογραφική, όλα όσα μάς αφορούν - σε όποια γωνιά της γης κι αν έχουμε γεννηθεί. Ολα όσα αναρωτιόμαστε και μπορεί να μην απαντηθούν ποτέ. Αλλά τι καλά που υπάρχει κάποιος και τα φωτίζει στην μεγάλη οθόνη - απλά, γήινα, οικεία.
Διαβάστε εδώ: την κριτική του Flix για το «Father Mother Sister Brother» του Τζιμ Τζάρμους
Οικογένειες - μάς δημιουργούν και μάς καταστρέφουν, όπως λέει και το ροκ εν ρολ. Εσείς γιατί αποφασίσατε να κάνετε σε αυτό το στάδιο της καριέρας σας μία ταινία για τις δυσλειτουργικής οικογένειες;
Ολοι με ρωτούν γιατί έκανα μία ταινία για οικογένειες. Και δεν είμαι καθόλου καλός σε αυτές τις ερωτήσεις. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Δεν ξέρω ποια ήταν η αφορμή για να γράψω αυτή την ταινία. Ναι, έχασα και τους δυο μου γονείς, αλλά δεν σκεφτόμουν, τουλάχιστον όχι συνειδητά, αυτή την απώλεια κι ότι έπρεπε να γράψω κάτι για να την αντιμετωπίσω. Οχι. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα. Πέρα από το ότι όλοι έχουμε παρόμοιες ιστορίες - οι οικογένειες μας είναι συχνά πηγή δυσλειτουργικών σχέσεων που μάς ακολουθούν μετά σε όλη μας τη ζωή. Εγώ έφυγα από το σπίτι στα 17 μου. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν την οικογένεια μου είχαμε μία παρόμοια καρέκλα με αυτή της πρώτης ιστορίας - χρειαζόμασταν ένα μικρό time out, ο ένας από τον άλλον. Πάντως δεν είμαι εμμονικός με τις οικογένειες, όπως άλλοι καλλιτέχνες. Δεν έχω θέματα άλυτα με τους γονείς μου. Αλλωστε κι αυτή που έφτιαξα εγώ δεν είναι η τυπική οικογένεια.
Οπότε δεν ισχύει ότι έχετε αυτοβιογραφικές στιγμές, στοιχεία από τη δική σας οικογένεια, σε κάποιες από τις ιστορίες σας…
Οχι, όχι. Οχι κυριολεκτικά ή συνειδητά τουλάχιστον. Μπορεί να με επηρέασε ότι έμαθα κάποια ενδιαφέροντα πράγματα για τον πατέρα μου, μετά το θάνατο του. Οτι υπηρέτησε στον πόλεμο της Κορέας στην υπηρεσία της OSS (Γραφείο Στρατηγικής Υπηρεσίας) Ή ότι πήγε στην Κίνα ως μέλος των «Flying Tigers». Κι ίσως για αυτό έβαλα τα παιδιά της τρίτης ιστορίας να μαθαίνουν πράγματα για τους γονείς τους που δεν ήξεραν.
Αλλαξε η αντίληψη που είχατε για τον πατέρα σας;
Ναι, κάποια πράγματα μου εξηγήθηκαν. Για τον εαυτό μου περισσότερο, όχι για εκείνον. Πχ εγώ έχω διασυνδέσεις με τους «Hells Angels» και δεν γνώριζα ότι εκείνοι προήλθαν κάπως από τους «Flying Tigers». Ή ότι λόγω του «Ghost Dog: Ο Τρόπος των Σαμουράι» ξέρω μερικού, ας τους πούμε «αμφιλεγόμενους» τύπους. Είναι πολύ αστείο, πιστέψτε με, να έρχονται Χριστούγεννα και να χτυπάει το τηλέφωνο σου, να απαντάς και να είναι ένας μαφιόζος «Έλα Τζίμι καλές γιορτές μεγάλε, υγεία και αγάπη στην οικογένεια σου» (γελάει).
Και στο σινεμά και στα τραγούδια αγαπώ τα ανείπωτα. Οσα δεν λένε οι ήρωες, αλλά, για αυτό ακριβώς, τα νιώθεις ακόμα πιο δυνατά. Τις νότες που δεν ακούγονται. Τις παύσεις, που έχουν μεγάλη σημασία στη μουσική...»
Πάντως αν κάτι κοινό έχουν οι ταινίες σας είναι ότι νιώθουμε όλοι μία αυτόματη οικειότητα, ζεστασιά, αποδοχή όταν τις βλέπουμε. Οι χαρακτήρες σας είναι πάντα «αμαρτωλοί» αλλά δεν μας νοιάζει, τους αγαπάμε. Πώς το καταφέρνετε αυτό; Μοιάζει απλό, αλλά πρέπει να είναι πολύ δύσκολο να το γράψει κανείς σε ένα σενάριο….
Ισως γιατί δεν ξεκινώ μια ταινία με σκοπό να κρίνω κανέναν. Δεν μου αρέσουν οι διαχωρισμοί «αυτός ο χαρακτήρας είναι καλός, αυτός κακός» που συνήθως βλέπεις σε ταινίες. Το βρίσκω βαρετό, ενοχλητικό και αστήρικτο. Εγώ απλώς παρατηρώ τους ανθρώπους. Δεν τους κρίνω. Τώρα πώς γράφω τέτοιους χαρακτήρες; Η αλήθεια είναι ότι βοηθούν πολύ οι υπέροχοι ηθοποιοί μου. Οταν επιλέγεις τον σωστό ηθοποιό για κάτι, ξέρεις πώς θα το αποδώσει. Ομως έχεις δίκιο και σ’ ευχαριστώ: χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να φτιάξεις μία ταινία που μοιάζει απλή. Και σ’ αυτή την ταινία έβαλα όλο μου τον εαυτό - ήμουν απολύτως αφοσιωμένος σε κάθε της λεπτομέρεια. Ευτυχώς είχα στο πλευρό μου καταπληκτικούς συνεργάτες - από τους DP μου και τους σκηνογράφους μου, μέχρι τους ηχολήπτες μου. Αλλά ήμουν εξουθενωμένος κάθε μέρα μετά το γύρισμα. Ασχολιόμουν ακόμα και με τις βλεφαρίδες της Κέιτ Μπλάνσετ (γελάει). Και η παραμικρή λεπτομέρεια είχε σημασία.
Κι αυτή η προσοχή επικοινωνεί, ακόμα κι αν δεν φαίνεται. Δεν είναι πιο δύσκολο να βγάλεις συναίσθημα με μία ταινία μη-δράσης;
Γνωρίζω ότι αυτή η ταινία είναι χαμηλών τόνων δραματουργικά. Εκανα πλάκα στην Κέιτ τις προάλλες - «Μην ανησυχείς, η επόμενη ταινία μου θα είναι με πολύ σεξ, δράση και σκάνδαλα» (γελάει). Δεν ξέρω, αυτό με ενδιαφέρει εμένα να κάνω. Ενα σινεμά παρατήρησης. Ξέρετε, και στο σινεμά και στην μουσική αγαπώ τα ανείπωτα. Οσα δεν λένε οι ήρωες, αλλά, για αυτό ακριβώς, με κάποιο τρόπο τα νιώθεις ακόμα πιο δυνατά. Τις νότες που δεν ακούγονται, τις παύσεις, που έχουν μεγάλη σημασία στη μουσική για το κρεσέντο των επόμενων. Και στο δικό μου σινεμά επικεντρώνομαι στο κενό ανάμεσα στις δράσεις των ανθρώπων. Πριν από πολλά χρόνια έκανα μία ταινία, το «Μια Νύχτα στον Κόσμο» με ανθρώπους μέσα σε ταξί - κάτι που κάποιος θα θεωρούσε περιττό ως δράση και θα το έκοβε. Ή το «Καφές και Τσιγάρα» - άνθρωποι σε διαλείμματα, όσων κάνουν τη μέρα τους. Με ενδιαφέρει η ενδιάμεση παύση, παρά η ίδια η δράση. Παρά το ίδιο το δράμα.
Το αποφεύγετε και στη ζωή ή μόνο στο σινεμά;
(Γελάει) Δεν τα καταφέρνω πάντα - δεν μπορώ να ελέγξω τη ζωή, όπως ένα πλάνο στο σινεμά. Η οικογένεια μου επίσης είναι μόνο γυναίκες, οπότε κάθε μέρα υπάρχει κι ένα είδος δράματος στο σπίτι. (Γελάει) Ελπίζω να μην ακούστηκε σεξιστικό αυτό. Αλλωστε, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, αυτά τα «δράματα» μάλλον τα διασκεδάζω.
Το "Bob's your uncle" είναι έκφραση. Σημαίνει "κι όλα μέλι-γάλα". Για την οικογένειά μου όμως πάντα σήμαινε και κάτι περισσότερο. Ο δίδυμος αδελφός της μητέρας μου λεγόταν Μπομπ. Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν εκείνος, η μαμά μου το καταλάβαινε τηλεπαθητικά σχεδόν. Το έβαλα στην ταινία για εκείνη...»
Από το «Καφές και Τσιγάρα» μέχρι εδώ με τις τρεις οικογένειες του «Father Mother Sister Brother» μοιάζει να αγαπάτε ιδιαίτερα τις ταινίες ανθολογίας. Γιατί;
Δεν αποδέχομαι τον όρο «ταινία ανθολογίας» για αυτή την ταινία. Ναι, υπάρχουν ταινίες ανθολογίας, είναι ένας κινηματογραφικό είδος που αγαπώ, τόσο στο σινεμά όσο και στη λογοτεχνία - το έχω εξερευνήσει κι εγώ στο παρελθόν. Αλλά για μένα ταινία ανθολογίας σημαίνει επεισοδιακή αφήγηση, ή το να υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί σκηνοθέτες που συμμετέχουν με μικρού μήκους φιλμάκια που ενώνονται σε μία ταινία. Εδώ, η ταινία είναι μία. Εχει πολύ συγκεκριμένη αρχή, μέση και τέλος, οι ιστορίες επικοινωνούν, και αφηγηματικά και οπτικά. Η τελευταία, για παράδειγμα, έχει πατήσει σ’ ένα συναισθηματικό χτίσιμο που προηγείται. Δε θα είχε την ίδια συγκίνηση αν δεν υπήρχαν οι άλλες δυο. Δούλεψα πάρα πολύ για να λειτουργήσουν όλα ως μία ενιαία ταινία - ελπίζω να τα κατάφερα (γελάει).
Αν κάτι λένε πάντως οι διαφορετικές ιστορίες είναι ότι από την Νέα Υόρκη μέχρι την Ελλάδα κι από το Παρίσι μέχρι την Κίνα, όλοι αντιμετωπίζουμε τα ίδια. Μάς ενώνουν πολλά περισσότερα από όσα μας χωρίζουν. Επιλέξατε μεταφορικά τις 3 πόλεις της ταινίας;
Ο κάθε τόπος είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένος, ναι. Ηθελα σίγουρα κάτι στη Νέα Υόρκη, ή κάπου κοντά στην Νέα Υόρκη, γιατί είναι η πόλη μου. Το Νιου Τζέρσει αποδείχθηκε η πιο κατάλληλη επιλογή και αφηγηματικά (έχει κάτι το παρατημένο, αλλά δεν είναι απολύτως αλήθεια - όπως κι ο ήρωας) αλλά και φορολογικά, καθώς υπάρχουν διευκολύνσεις αν γυρίσεις ταινία εκεί. Το Δουβλίνο δεν ήταν αρχικά στο σενάριο - ήταν το Λονδίνο. Μετά από έρευνα που έκανα όμως είδα ότι πολλοί Βρετανοί συγγραφείς καταφεύγουν στο Δουβλίνο, επίσης για φορολογικούς λόγους. Οπότε είχε ενδιαφέρον να βάλω την μητέρα να έχει φύγει μακριά κι από τη χώρα και τις κόρες της. Κι όσο για το Παρίσι, τι να πω για το Παρίσι. Είναι το δεύτερο σπίτι μου. Το σπίτι της καρδιάς μου, μετά την Νέα Υόρκη.
Ο Τομ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους σ' αυτό τον κόσμο. Ενας παράξενος, ευαίσθητος, τρελός, υπέροχος άντρας...»
Mιλώντας για όλους τους λόγους που αγαπάμε και μάς συγκινεί το σινεμά σας, το πώς βρίσκετε αγάπη στα ραγίσματα, ομορφιά στους τσακισμένους ανθρώπους, επιτρέψτε μας να μιλήσουμε για τον κολλητό σας, τον Τομ Γουέιτς. Θα σκοτώναμε να ήμασταν μία μύγα στον τοίχο όταν είστε μαζί και μιλάτε για το επόμενο πρότζεκτ, ή rock 'n roll, ή για το τι φάγατε για πρωινό. Μπορείτε να μοιραστείτε κάτι μαζί μας από αυτή τη φιλία που κρατάει δεκαετίες;
Ω, τι να πρωτοπώ - πολλά δεν είναι για να ειπωθούν δημόσια, είναι ακατάλληλα. Ο Τομ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους σ' αυτό τον κόσμο. Ενας παράξενος, ευαίσθητος, τρελός, υπέροχος άντρας. Κι έχουμε ζήσει πολλές ακραίες περιπέτειες, δεν ξέρω καν από που να αρχίσω.
Εχω βέβαια μία ιστορία που θέλω να σας την πω - για ένα βράδυ στη Νέα Ορλεάνη, μια κλεμμένη Jaguar και το «Cry me a River» της Τζούλι Λόντον. Πατήστε εδώ να τη διαβάσετε
Στρεσάρονται γύρω του τα νεότερα παιδιά στο γύρισμα;
Και ναι (οι περισσότεροι είναι φανς του) και όχι. Γιατί στρεσάρεται κι εκείνος απέναντι τους. Για παράδειγμα, ο Ανταμ Ντράιβερ είναι ακριβής, σαν καλοκουρδισμένο ελβετικό ρολόι. Ερχεται διαβασμένος, ξέρει τις ατάκες του - 100 λήψεις να πάμε δε θα χάσει μπιτ. Ο Τομ είναι πιο χαοτικός καλλιτέχνης. Αυτοσχεδιάζει, αλλάζει τα λόγια του, σε κάθε λήψη είναι διαφορετικός. Μετά από μια ώρα την πρώτη μέρα γυρίσματος, ο Τομ με πήρε στην άκρη και με ρώτησε ανήσυχος «δεν μου λες, μου έφερες αυτόν τον επαγγελματία εκτελεστή να με ξεκάνει;» (γελάει). Του είπα «Τομ, συνέχισε εσύ με τον τρόπο σου και μην σε νοιάζει».
Αυτό που αγάπησα πολύ σε αυτή την ταινία είναι το υπόγειο χιούμορ του. Είναι πολύ αστείος, χωρίς να το προσπαθεί. Και ταυτόχρονα είναι πολύ συγκινητικός, χωρίς να γίνεται μελό. Είδα την ταινία τόσες φορές στο μοντάζ. Κάθε φορά που μιλάει για την κηδεία της γυναίκας του, κόβομαι. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει, χωρίς να προσπαθεί.
Εχω συναδέλφους και φίλους που είναι πολύ πιο έξυπνοι από μένα, γνωρίζουν σε βάθος την τέχνη του σινεμά. Εγώ είμαι παρατηρητής. Μελετώ την πολυφωνία της ζωής. Με γοητεύει το πόσο παράξενος είναι ο κόσμος μας...»
Είχατε υπόψη σας ποιους και ποιες ηθοποιούς θέλετε για τον κάθε ρόλο, από όταν ακόμα γράφατε το σενάριο ή τους βρήκατε με κάστινγκ;
Πάντα, πάντα, πά-ντα γράφω με συγκεκριμένους ηθοποιούς στο μυαλό μου για τον κάθε ρόλο. Και με ένα μαγικό τρόπο δέχονται οι περισσότεροι. Και μην νομίζετε ότι τους ξέρω - δεν έχω κάποιο δίκτυο. Εγώ συνήθως παίρνω τηλέφωνο «ναι, γεια σου είμαι ο Τζιμ» (γελάει). Εδώ είχα συνεργαστεί με όλους, εκτός από την Σάρλοτ (σ.σ. Ράμπλινγκ), η οποία φυσικά είναι εμβληματική ηθοποιός, και την Μάγιεμ (σ.σ. Μπιάλικ). Μάλιστα, για να δείτε πόσο ανίδεος είμαι σε ζητήματα pop culture, δεν ήξερα ότι η Μάγιεμ είναι ηθοποιός. Λατρεύω το τηλεπαιχνίδι «Jeopardy» και ήταν για ένα καιρό η παρουσιάστρια του - η αγαπημένη μου παρουσιάστρια στο «Jeopardy»! Από εκεί την είδα και την ξεχώρισα και μετά μου είπαν για το «Blossoms», το «Big Bang Theory» και είδα μερικά επεισόδια κι από αυτά.
Το ότι σας αρέσει το «Jeopardy» ταιριάζει και με το σινεμά σας - σας αρέσει να απαντάτε με ερωτήσεις στις ταινίες σας
(Γελάει) Ναι, «τι είναι οικογένεια». Κοιτάξτε, μιλώντας σοβαρά. Δεν θεωρώ ότι είμαι ένας ακαδημαϊκός σκηνοθέτης ή άνθρωπος. Ομως έχω πάρα πολλά, πλατιά, ενδιαφέροντα. Γελάνε οι φίλοι μου γιατί μπορεί να μην ξέρω το «Big Bang Theory» ή έναν Γερμανό φιλόσοφο, αλλά ρώτησε με για έντομα, φυτά, δέντρα ή την πολυφωνία στην βρετανική μουσική του 17ου αιώνα και ξέρω τα πάντα (γελάει). Μιλούσα για αυτό τις προάλλες με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα και μου είπε μια ατάκα που είχε κάποτε πει ο Χάουαρντ Χοκς: «Επιτυχημένος δεν είναι ο σκηνοθέτης που έχει σπουδάσει σινεμά ή καλές τέχνες. Αλλά ο άνθρωπος που έχει γνώσεις για τον κόσμο και τη ζωή. Ο άνθρωπος που έχει πολλά ενδιαφέροντα». Νομίζω ότι εκεί κάπου ανήκω. Εχω συναδέλφους και φίλους που είναι πολύ πιο έξυπνοι από μένα, γνωρίζουν σε βάθος την τέχνη του σινεμά. Εγώ όμως μελετούσα πάντα την πολυφωνία της ζωής. Με γοητεύει το πόσο παράξενος είναι ο κόσμος μας και τον εξερευνώ. Είμαι μελετηρός σε ό,τι έχει να κάνει με την παρατήρηση του κόσμου μας - παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, τις κουβέντες τους στο μετρό, το πώς πέφτει το φως στα κτίρια, το χρώμα του ουρανού.
Μού αρέσει πολύ αυτό που είχε πει ο Ακίρα Κουροσάβα στα 90 του, όταν τον ρώτησαν αν θα σταματήσει να κάνει σινεμά. "Με όλο το σεβασμό: θα σταματήσω, μόνο όταν επιτέλους μάθω να κάνω σινεμά". Ετσι νιώθω κι εγώ. Μαθητής.»
Για αυτό πιστεύετε ότι οι ταινίες σας έχουν ένα στιλ δικό σας - ακόμα κι αν άλλαξε μέσα στα χρόνια κι από πιο ωμό έγινε πιο γήινο;
Δίνω πολύ σημασία στο στιλ. Ο Σκορσέζε έχει πει ότι πάνω από όλα το στιλ, κι όχι το περιεχόμενο, ξεχωρίζει τους σκηνοθέτες μεταξύ τους. Αυτό είναι η υπογραφή μας. Το στιλ είναι τα πάντα - από το που και το πώς τοποθετείς την κάμερα, πώς έχει σχεδιάσει τους χώρους ο σκηνογράφος σου, μέχρι το πώς μιλάνε οι ηθοποιοί σου, πώς κινούνται, τι φοράνε. Η μουσική, τα αυτοκίνητα, τα πάντα είναι στιλ.
Μιλώντας για το πώς εκφράζονται οι χαρακτήρες, ή πώς ντύνονται, ήταν πολύ διασκεδαστικές οι κοινές αναφορές στα ρούχα, το κόκκινο χρώμα, ή την έκφραση «Bob's your uncle». Πώς τα σκεφτήκατε όλα αυτά;
Μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο με τα χρώματα. Εδώ και δύο χρόνια βλέπω τα χρώματα δυο τόνους πιο έντονα από ό,τι παλιότερα. Συνήθως όταν μεγαλώνεις ξεβάφουν τα χρώματα, εμένα συνέβη το αντίθετο. Ο οφθαλμίατρος μου με έστειλε σε νευρολόγο γιατί αυτό έχει να κάνει με κάτι στον εγκέφαλο μου. Πάντως ενώ όλη μου τη ζωή τα πιο αγαπημένα μου χρώματα ήταν αποχρώσεις του μπλε, τώρα αγαπώ τα κόκκινα. Οπότε ήταν ένα inside joke να ντύνονται οι χαρακτήρες με αποχρώσεις του κόκκινου.
Το «Bob's your uncle» είναι έκφραση. Σημαίνει «κι όλα μέλι-γάλα». Για την οικογένειά μου όμως πάντα σήμαινε και κάτι περισσότερο. Ο δίδυμος αδελφός της μητέρας μου λεγόταν «Μπομπ». Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν εκείνος, η μαμά μου το καταλάβαινε τηλεπαθητικά σχεδόν. «Να δεις που είναι ο Μπoμπ, ο θείος σου». Tο έβαλα στην ταινία για εκείνη.
Οι σημερινοί παραγωγοί, ο σημερινός κινηματογραφικός κόσμος, τα σημερινά στούντιο, δεν έδιναν το greenlight στον Ντέιβιντ Λιντς να γυρίσει την ταινία του. Ουάου. Οπότε τι απομένει για εμάς; We're fucked!»
Oπότε υπάρχει μία συλλογή από προσωπικές αναφορές, από τη δική σας ωρίμανση. Οσο κι αν όλα αυτά γίνονται διακριτικά, «από κάτω» Πιστεύετε ότι αυτή είναι η πιο ώριμη ταινία σας;
Η αλήθεια είναι ότι μαθαίνω με κάθε νέα ταινία μου. Δεν τα ξέρω όλα, δεν ξέρω τίποτα. Με κάθε ταινία, προσθέτω κι ένα νέο εργαλείο στη φαρέτρα μου. Γράφοντας ήδη το επόμενο μου σενάριο, συνειδητοποιώ ότι γράφω μία ταινία που δε θα μπορούσα να την κάνω αν δεν είχα μάθει κάποια πράγματα από το «Father Mother Sister Brother». Μού αρέσει πολύ αυτό που είχε πει ο Ακίρα Κουροσάβα στα 90 του, όταν τον ρώτησαν αν θα σταματήσει να κάνει σινεμά. «Με όλο το σεβασμό: θα σταματήσω, μόνο όταν επιτέλους μάθω να κάνω σινεμά». Ετσι νιώθω κι εγώ. Μαθητής - μαθαίνω από τις ταινίες που φτιάχνω, από τις ταινίες που βλέπω. Βλέπω πάρα πολύ σινεμά. Συνήθως μία ταινία την μέρα.
Γνωρίζουμε ότι ήσασταν πολύ κοντά με τον Ντέιβιντ Λιντς. Τον χάσαμε φέτος, και χρησιμοποιώ πληθυντικό αριθμό γιατί τον έχασε το σινεμά, οπότε κι όλοι μας. Ο θάνατος του, πέρα από την ανθρώπινη μεγάλη απώλεια, σας ταρακούνησε και καλλιτεχνικά; Ότι υπάρχει περιορισμένος χρόνος, για παράδειγμα, «πρέπει να βιαστώ, να κάνω τις ταινίες που θέλω;»
Να σας πω την αλήθεια δεν τολμώ να το σκεφτώ έτσι. Δεν μπορώ να προγραμματίζω στρατηγικά τα επόμενα χρόνια της ζωής μου - εδώ δεν μπορώ να οργανώσω την επόμενη κίνηση. Θα κυλήσει η δουλειά, θα κυλήσει η ζωή, όπως πρέπει να κυλήσει. Δεν έχουμε έλεγχο έτσι κι αλλιώς.
Ομως ο Ντέιβιντ ήταν μεγάλη απώλεια ναι. Το παράδοξο ήταν ότι είχα μία προγραμματισμένη συνέντευξη - μου την έκανε ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ στο τηλέφωνο. Και μάθαμε και οι δυο την ίδια στιγμή ότι πέθανε ο Λιντς. Ημασταν σε σοκ και η κουβέντα εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά από ό,τι περιμέναμε. Χάσαμε τον πιο επιδραστικό σκηνοθέτη της εποχής μας Κι αυτό που λέγαμε είναι ότι δεν εκτιμήθηκε όσο θα έπρεπε. Δεν μπορούσε να βρει χρήματα για την ταινία που ήθελε να γυρίσει - ποιος, ο Ντέιβιντ Λιντς!
Κι αν δεν δίνουν χρήματα στον Ντέιβιντ Λιντς, που οδηγούμαστε;»
We’re fucked. Το ανεξάρτητο σινεμά γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Πάντα ήταν αλλά πλέον είναι ακατόρθωτο. Ημουν τυχερός γιατί μπήκε στην παραγωγή ο οίκος Saint Laurent και ήταν όλοι τους εξαιρετικά βοηθητικοί και υπέροχοι. Μου έδειξαν απόλυτη εμπιστοσύνη, δεν έκαναν καμία παρέμβαση, δεν είχαν καμία παρεμβολή στις επιλογές μου, δεν ζήτησαν να δουν το σενάριο, δεν ενέκριναν τίποτα. Πλήρη πίστη σε μένα. Δεν το βρίσκεις αυτό πια. Επίσης ήταν απίστευτοι στο δημιουργικό κομμάτι. Θεωρώ ότι η μόδα είναι μορφή τέχνης, πολλοί designers είναι καλλιτέχνες. Oλα στην ταινία ήταν δικά τους. Κι ο Ανθονι Βακαρέλο είναι καλλιτέχνης. Εχει δείξει σεβασμό στο παρελθόν του οίκου, αλλά τον έχει απογειώσει με το δικό του ταλέντο. Η μόδα πάντως μοιάζει να νοιάζεται για το σινεμά - η Σοφία Κόπολα βρήκε χρηματοδότηση από τη Chanel, ο Αλμοδόβαρ κι εγώ από τον Saint Laurent. Ειρωνικό δεν είναι;
Μιλώντας για στιλ - τι είναι αυτή η καρφίτσα στο πέτο σας; Συμβολίζει κάτι;
Είναι «το ποντίκι» της Μαρί Μπελτραμί. Πήγα για δείπνο σπίτι της και μού το φόρεσε, και δεν το έχω βγάλει από τότε. Είναι μια απίστευτη καλλιτέχνης - 80 χρονών, με ροζ μαλλιά - υπέροχη, πανέμορφη. Φοράω την καρφίτσα ως γούρι - μού φέρνει τύχη».
Τελευταία ερώτηση, δεν μπορώ να μην σας το ρωτήσω: εσάς ποιο είναι το αγαπημένο σας ποτό για να σηκώνετε το ποτήρι σας και να κάνετε πρόποση;
Το νερό. Χωρίς καμία αμφιβολία.
Το «Father Mother Sister Brother» κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη, ανήμερα Χριστουγέννων, από το Cinobo
