Με κάποιον τρόπο ο Κωνσταντίνος Φίσερ, ήρωας του ντοκιμαντέρ «Ξύπνησε ο Σουλτάν Αχμέτ» μοιάζει στον δημιουργό του, Νίκο Λυγγούρη. Ο Φίσερ γεννήθηκε στη Γερμανία, αλλά ζει τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα και ο Λυγγούρης γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά ζει και εργάζεται στη Γερμανία, Κι όμως ούτε ο Φίσερ είναι απλά ένας «Γερμανός που ζει στην Ελλάδα», όπως δηλώνει ο ίδιος ο Λυγγούρης, ούτε όμως ο Λυγγούρης είναι απλά ένας «Ελληνας που ζει στη Γερμανία». Αν τους ενώνει κάτι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι αυτή η ενέργεια για δημιουργία, μια καλλιτεχνική ανησυχία που αναζητά διόδους για να διοχετευτεί στην καθημερινότητα. Και αν ο Φίσερ γράφει γράμματα στον «μικρό Κωνσταντίνο» μέσα του για να κλείσει τα παιδικά του τραύματα, ο Λυγγούρης «γράφει» για λόγους αυτοθεραπείας ερωτικά γράμματα στο σινεμά, μέσα από ένα έργο που, άγνωστο στους περισσότερους, διασχίζει σταθερά τώρα εδώ και τρεις δεκαετίες τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη μυθοπλασία από το ντοκιμαντέρ.
Τι πραγματεύεται το «Ξύπνησε ο Σουλτάν Αχμέτ»;
Η ενότητα ζωής και τέχνης βρίσκεται στο κέντρο των επιδιώξεων του Κωνσταντίνου Φίσερ, γερμανού «κοινωνικού γλύπτη» που ζει εδώ και 19 χρόνια στα Χανιά της Κρήτης. Οταν ο σαραντατριάχρονος δεν βρίσκεται στο εργαστήρι του δουλεύοντας σε εγκαταστάσεις και φωτογραφικές σειρές, τρέχει για μια οργάνωση που βοηθάει ορφανά και οροθετικά παιδιά στην Αφρική και στην Ελλάδα η παραδίνει δωρεάν μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες. Τις νύχτες, σε μια προσπάθεια αυτοθεραπείας από την κατάθλιψη που τον κατατρέχει από παιδί, γράφει γράμματα στον «μικρό Κωνσταντίνο» μέσα του για να του δώσει την στοργή που αυτός δεν πήρε στα πρώτα παιδικά του χρόνια.
Η ταινία αυτή είναι το τρίτο μέρος μιας «Κρητικής Τριλογίας» που το πρώτο μέρος της ήταν οι «Καλοκαιρινές Αστραπές» (2004) και το δεύτερο «Οι Εραστές της Αξού» (2008). Αν οι «Αστραπές» μιλούσαν για την αναμονή κι οι «Εραστές» για την αγάπη, ο «Σουλτάν Αχμέτ» μιλάει για τον αγώνα μιας μοναχικής ψυχής για την αυτοτελείωσή της μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της κοινωνικής προσφοράς. Ο Κωνσταντίνος Φίσερ, εργάτης του Καλού και του Αληθινού, είναι για μένα ένας εν δυνάμει γιος του ζευγαριού των «Εραστών της Αξού». Φτιάχνοντάς αυτή την ταινία ήθελα να δουλέψω σαν ένα γλύπτη που σμιλεύει ένα μνημείο προς δόξαν της ανθρώπινης εγρήγορσης. Στη βάση του μνημείου θα χάραζα την φράση του Σενέκα: «Vivere creare est».
Πως ξεκίνησε η δημιουργία του ντοκιμαντέρ;
Τον Μάιο του 2010 η σκηνοθέτις Μύρνα Τσάπα μου πρότεινε να αναλάβω την σκηνοθεσία ενός ντοκιμαντέρ από μια σειρά 13 ντοκιμαντέρ για την ΕΤ1 με τίτλο «Φιλοξενούμενοι». Αναζητώντας ένα από τα πρόσωπα του ντοκιμαντέρ, ένα Γερμανό που ζει στην Ελλάδα, σκέφτηκα τον εικαστικό καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Φίσερ, τον οποίο είχα ακουστά από κοινούς φίλους. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε την πρότασή μου.
Τον Οκτώβριο του 2010 άρχισα να τον παρακολουθώ στα Χανιά με την κάμερά μου. Γρήγορα μου έγινε αντιληπτό ότι η προσωπικότητά του «πρωταγωνιστή» μου δεν μπορούσε να περιοριστεί σε ένα πορτραίτο των προδιαγραφών της ΕΤ1. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ούτε ένας «Γερμανός που ζει στην Ελλάδα» ούτε μόνο ένας εικαστικός καλλιτέχνης όπως τόσοι άλλοι.
Ο Κωνσταντίνος επιτελούσε ένα πρωτότυπο κοινωνικό έργο στην Αφρική και στην Ελλάδα. Από το 2004 είχε ιδρύσει στην Μποτσουάνα, τη Ζάμπια και την Ελλάδα μια μη κυβερνητική οργάνωση με την ονομασία «Νέοι Πολίτες του Κόσμου» η οποία είχε την μορφή τριών αγγλόφωνων δανειστικών βιβλιοθηκών. Αντικείμενο αυτής της οργάνωσης ήταν ορφανά και ευάλωτα παιδιά, δηλαδή παιδιά που έχουν προσβληθεί από τον ιό του HIV και που ούτε καν γνωρίζουν ποιος είναι ο πατέρας τους. Στόχος της οργάνωσης ήταν τα παιδιά αυτά όχι μόνο να βιώσουν την χαρά του διαβάσματος αλλά και (σύμφωνα με τα λόγια του Κωνσταντίνου) «να μαθαίνουν να αφήνουν να τα αγκαλιάζουν». Για να βρει πόρους για την χρηματοδότηση της οργάνωσής του ο Κωνσταντίνος όργωνε τα Χανιά παίρνοντας από Χανιώτες δωρητές μεταχειρισμένα ρούχα και βιβλία που τα πουλούσε σε μαγαζιά μεταχειρισμένων ειδών όπου διατηρούσε λογαριασμούς, παραδίδοντας μαθήματα ελληνικών σε αγγλόφωνους και γερμανόφωνους των Χανίων και κατασκευάζοντας με μια ομάδα φίλων προιόντα για δύο Χριστουγεννιάτικες αγορές.
Ολες αυτές του τις δραστηριότητες ο Κωνσταντίνος, οπαδός του Γιόζεφ Μπόις, τις θεωρούσε καλλιτεχνικές με την έννοια που έδινε ο Μπόις στη φράση: «Κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης». Ξαφνικά κατάλαβα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ κοντά στα πρόσωπα των «Καλοκαιρινών Αστραπών» και των «Εραστών της Αξού». Αν και καλλιτέχνης / διανοούμενος, ο Κωνσταντίνος δεν διέφερε ριζικά από αυτούς: τον διέκρινε η ίδια ευγένεια, η ίδια εσωτερική ομορφιά, η ίδια αθωότητα και λεπτότητα. Ετσι αποφάσισα να κλείσω την «Κρητική Τριλογία» με μια ταινία για τα έργα και τίς ημέρες ενός «Γερμανοκρητικού».
Στην φαντασία μου έβλεπα το «πορτραίτο ενός καλλιτέχνη σε αιώνια νεανική ηλικία», για να παραφράσω τον Τζέιμς Τζόις, εναν συγγραφέα που αγαπάει πολύ ο Κωνσταντίνος. Στο πορτραίτο αυτό θα έδειχνα όσο το δυνατό περισότερες πτυχές απο την προσωπικότητα και τις δραστηριότητες του ήρωά μου: την αγάπη του για τα φυτά, προ παντός τα ασήμαντα και ευτελή, για τα ζώα, προπαντός τις σαλαμάνδρες, τις χελώνες και τα ψάρια, την απόλυτα μη συναισθηματολογική προσέγγιση της έννοιας της βοήθειας και της φιλανθρωπίας, την εργασιομανία του, το χιούμορ του, τον αγώνα του κατά του δαίμονα της κατάθλιψης. Το πορτραίτο λοιπόν ενός τυπικά Γερμανού (ρομαντικού) καλλιτέχνη. Αυτό το λέω παρόλη την δεδηλωμένη απέχθεια του Κωνσταντίνου για την χώρα που τον γέννησε (και στην οποία ένιωθε πάντα ξένος), γιατί η έννοια του «Gesamtkunstwek», του καθολικού έργου τέχνης, προιόν του γερμανικού ρομαντισμού, χαρακτηρίζει βαθιά την δραστηριότητά του. Εμεινα έτσι όλο τον Νοέμβριο του 2010 στα Χανιά γυρίζοντας με τον Κωνσταντίνο. Το 2011 συνέχισα τα γυρίσματα μαζί του, πρώτα τον Φεβρουάριο και μετά τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.
Ποια είναι η δική σου προσέγγιση σε σχέση με το σινεμά τεκμηρίωσης και σε σύγκριση με τη μυθοπλασία;
Για μένα όλα είναι μυθοπλασία. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στις ταινίες «με υπόθεση» και στα ντοκιμαντέρ είναι ότι στις πρώτες πρωταγωνιστούν ηθοποιοί ενώ στα δεύτερα «αληθινοί» άνθρωποι. Το παραδοσιακό ντοκιμαντέρ που αναζητάει την «αλήθεια των λογιστών» δεν με ενδιαφέρει. Ούτε το ρεπορταζιακό ντοκιμαντέρ με ενδιαφέρει, είδος που έχει πια καταντήσει ένα από τα πιο ανιαρά πράγματα στην εποχή μας. Αυτό που εγώ επιδιώκω: να μπω με ντοκιμενταρίστικα μέσα σε χωράφια που μόνο η μυθοπλασία εξερευνούσε. Να ψάξω το μυστήριο των όντων, την μαγεία της ζωής, τον εωτερικό κόσμο των ανθρώπων. Τα φιλμ μου δεν διατείνονται λοιπόν ότι δείχνουν τους ανθρώπους όπως είναι, αλλά όπως εγώ τους βλέπω. Το στιλ αυτό το λέω «ντοκιμαντέρ στο κεφάλι». Σε αυτό το ντοκιμαντέρ έχει θέση όχι μόνο η πραγματικότητα αλλά και η φαντασία, οι σκέψεις και τα όνειρα. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: δεν μιλάω για το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, το οποίο είναι ένα είδος που επίσης δεν με ενδιαφέρει.
Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο ρόλος του ντοκιμαντέρ σε μια περίοδο κρίσης;
Να κάνει απλά καλές ταινίες και να μην ασχολείται με την κρίση. Ο θρίαμβος του κινηματογράφου του «θέματος» είναι για μένα το σύμπτωμα της χειρότερης κρίσης που μαστίζει εδώ και δεκαετίες το σινεμά και τίς άλλες τέχνες. Η ενασχόληση άπειρου αριθμού ταινιών με τα τάχα «σπουδαία», «καυτά» και «επίκαιρα» θέματα της εποχής μας είναι δείγμα της πιο τεράστιας παρακμής, της μεγαλύτερης οκνηρίας, του πιο εφησυχασμένου κονφορμισμού που μας κατατρέχει. Ελεος πια με όλες αυτές τις ταινίες με τα «ενδιαφέροντα» θέματα, έλεος με τις ταινίες που ανακυκλώνουν με κουραστικά επαναλαμβανόμενο τρόπο τις επικρατούσες ιδεολογικές δοξασίες της εποχής, καμωνόμενες τις «στρατευμένες». Δεν χρειαζόμαστε ταινίες που θεματοποιούν την κρίση. Το αντίθετο, παρόμοιες ταινίες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να εξυπηρετούν την (κάθε) κρίση, αναπαράγοντας τα βασικά συστατικά της: βασιλεία του θέματος πάνω στην μορφή, κατάταξη των θεμάτων σε σημαντικά και ασήμαντα, υπετροφικότητα της πληροφορίας και του ψυχολογισμού, δικτατορία της πιο χυδαίας κι απλοποιημένης κοινωνιολογικής ερμηνευτικής. Μια καλή ταινία με θέμα τις πέτρες και τα σύννεφα αντιστέκεται για μένα στην παρούσα κρίση πολύ πιο ριζοσπαστικά κι αποτελεσματικά από κάθε λογής κοινότυπη και ξεφτιλισμένη ιδεολογικούρα που έχει ξετρελάνει κι αποβλακώσει τους ανθρώπους, που τους έχει καταντήσει μηχανές που αφήνουν άλλους να σκέφτονται για αυτούς, σκυλιά του Παβλόφ που το μόνο που πλέον μπορούν να κάνουν είναι να αντιδρούν μηχανικά μόνο στα εκάστοτε ερεθίσματα.
To «Ξύπνησε ο Σουλτάν Αχμέτ» προβάλλεται την Κυριακή 11 Μαρτίου στις 20.00 στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» και την Δευτέρα 12 Μαρτίου στις 13.00 στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας».
Διαβάστε περισσότερα για το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης