Το πραγματικά τολμηρό, προκλητικό και, ναι, ερεθιστικό στο νέο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή είναι οι στιγμές όπου στην κουζίνα του οίκου ανοχής που εργάζεται η Δήμητρα Κ. του τίτλου, η τηλεόραση παίζει ανοιχτή σκηνές από την πρόσφατη παραληρηματική πολιτική ιστορία αυτής της χώρας, καθώς η Δήμητρα - ημίγυμνη - παραγγέλνει φαγητό, μιλάει για τα ζώα της, τη μάνα της και άλλα καθημερινά «φλέγοντα» ζητήματα.
Οι οθόνες από τις κάμερες ασφαλείας στη σκάλα προδίδουν τους πελάτες που ανεβαίνουν για μια ερώτηση ή και κάτι περισσότερο, αγνοώντας - όπως κι εμείς - πόσο αυτό το «σπίτι» αναδίδει τη δική του θαλπωρή, αφηγούμενο μέσα σε ένα διάστημα μιας ολόκληρης δεκαετίας την ιστορία μιας γυναίκας, μιας πόλης και μιας χώρας πιο γλαφυρά από οποιαδήποτε άλλη «ταινία τεκμηρίωσης» των τελευταίων χρόνων.
Σε ευθεία αλληλουχία με τους ήρωες των ντοκιμαντέρ που σημάδεψαν τη μέχρι σήμερα φιλμογραφία της Εύας Στεφανή, η Δήμητρα Κανελλοπούλου, μυθική φιγούρα της Αθήνας, ιδιοκτήτρια του «ιστορικού» πλέον οίκου ανοχής στην Οδό Αχαρνών 104, εργάτρια του σεξ ή ιερόδουλη όπως προτιμά η ίδια και Πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδομένων Προσώπων Ελλάδας, χάνει το επώνυμό της στον τίτλο της ταινίας γιατί ερήμην της (ή και όχι;) γίνεται κάτι περισσότερο από ένα σύμβολο για την πραγματική ιστορία ενός άγνωστου κόσμου της διπλανής πόρτας.
Λίγο πριν την παγκόσμια πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ.» στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, η Ευα Στεφανή μιλάει στο Flix για τα 12 χρόνια που ακολούθησε τα βήματα της Δήμητρας, ενεργοποιώντας το ένστικτο και την εμπειρία μιας δημιουργού που προτιμούσε ανέκαθεν η κάμερα να είναι ένας καταλύτης στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων κι όχι ένα όπλο που πυροβολεί.
Ενα ντοκιμαντέρ/μια ταινία/ένα πορτρέτο/μια στιγμή… Τι είναι για σένα το «Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ.»;
Ενα ντοκιμαντέρ που συνεχίζεται.
Ποια διαδρομή σε έφερε κοντά στη Δήμητρα Κ.; Τι ήταν αυτό που είδες σε αυτήν και σε έκανε να αποφασίσεις πως θα γίνει η ηρωίδα μιας ταινίας σου;
Γνώρισα την Δήμητρα μέσω της φίλης μου, Σοφίας Μιχαηλίδου. Ηθελα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τη νυχτερινή ζωή στην Αθήνα. Οταν την συνάντησα «κόλλησα», αν και αυτή δεν έπαθε το ίδιο μαζί μου. Της ζήτησα αν μπορώ να την επισκέπτομαι στο πορνείο. Από εκεί προέκυψε μια φιλία και σιγά σιγά μια ταινία. Ετσι γίνεται συνήθως. Ξεκινάς με μια γενική ιδέα για κάτι και μετά συναντάς έναν άνθρωπο που σου ανοίγει έναν κόσμο πολύ πιο σύνθετο από το «θέμα» που είχες αρχικά στο μυαλό σου. Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα αίνιγμα και σε καλεί να ανακαλύψεις κάθε φορά τον τρόπο που θα τον/την κινηματογραφήσεις. Γι' αυτό και το ντοκιμαντέρ δεν έχει καμία σχέση με το «θέμα» αλλά με τον τρόπο γραφής. Συγγενεύει περισσότερο με την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και λιγότερο με τη δημοσιογραφία.
Ακολουθείς σχεδόν ευλαβικά τη Δήμητρα στις διαδρομές της, στην Αθήνα, στο φούρνο, μέσα στον οίκο ανοχής, στις επαφές της με τα ζώα. Τι περισσότερο μαθαίνουμε για κάποιον ακολουθώντας τον κι όχι παρακολουθώντας τον;
Στο ντοκιμαντέρ η δυσκολία είναι να απαλλαγείς από την μανία της «κάλυψη ενός γεγονότος» και να μετατοπιστείς προς μια πιο προσπάθεια κατανόησης του άλλου και δική σου. Aντί να κυνηγάς έναν άνθρωπο από πίσω καλύτερο θα ήταν να περιμένεις να απορροφηθείς από αυτόν. Ο στόχος είναι να βρεθείς σε μία κατάσταση θείας βλακείας, που λέει και ο Μπρεσόν, δηλαδή ταπεινότητας. Ελάχιστες φορές τα έχω καταφέρει να υπερνικήσω την βουλιμία μου για πραγματολογικό υλικό με αυτήν την κατάσταση ήπιας προσμονής .
Βρέθηκες στο κατόπι της από προσωπική περιέργεια για τη ζωή μιας ιερόδουλης ή ενδόμυχα ήθελες μέσα από το δικό της πορτρέτο να δικαιώσεις όλες τις ιερόδουλες;
Νομίζω και τα δύο. Και πολλά περισσότερα. Παραμένει πάντα ανεξιχνίαστο το γιατί επιλέγεις ένα θέμα ή έναν άνθρωπο. Οπως γιατί ερωτεύεσαι αυτόν κι όχι τον άλλον. Σίγουρα οι λόγοι είναι πολύ πιο σύνθετοι από αυτοί που νομίζεις. Παλεύουν διάφορα πράγματα μέσα σου, ανίερα και ιερά. Δύσκολο να διακρίνεις τι είναι τι. Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας είσαι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Προσπαθείς να τιθασεύσεις αυτό που συμβαίνει έξω με το ανομολόγητο μέσα. Για παράδειγμα τι δουλειά έχω εγώ να γυρίζω μια ταινία για τη Δήμητρα; Ποιος είναι ο λόγος; Και αν το γνώριζα, θα έπρεπε να το μοιραστώ με τους θεατές της ταινίας; Ερώτημα που με βασανίζει ακόμα.
Η Δήμητρα έπρεπε να μου πει πολλές φορές "Τράβα κοπελιά, δεν είναι κάτι κακό" για να γυρίσω κάποιες σκηνές που φαίνεται το στήθος της. Αυτό δεν έγινε επί τούτου, αλλά επειδή η Δήμητρα κυκλοφορούσε συχνά ημίγυμνη για τις ανάγκες του επαγγέλματος. Επρεπε να πάρω μια απόφαση: Αν θα τραβήξω την ζωή όπως κυλά μπροστά στα μάτια μου ή θα την κρύψω εξαιτίας δικών μου αναστολών και προκαταλήψεων.»
Σε ποιο χρονικό σημείο ή ποια ήταν αυτή η κομβική στιγμή όπου πλέον η Δήμητρα νιώθει άνετα να είναι γυμνή μπροστά σου κι εσύ μοιάζεις πλέον να είσαι ένα μέρος του οίκου ανοχής, κάτι ανάμεσα σε νυχτοφύλακα που παρακολουθεί τις κάμερες ασφαλείας και περαστικό επισκέπτη που ο δρόμος του τον φέρνει αταβιστικά σχεδόν συνέχεια εκεί;
Πέρασα πολύ καιρό στο πορνείο προτού αρχίσω να κινηματογραφώ. Ημουν ξένη σε αυτόν τον χώρο και δεν μπορούσα να σκεφτώ να ξεκινήσω το γύρισμα αν δεν υπήρχε οικειότητα μεταξύ μας. Με το θέμα του γυμνού το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχα εγώ παρά η Δήμητρα η οποία με αποκαλεί «παρθενοπιπίτσα» και καλά κάνει. Η Δήμητρα έπρεπε να μου πει πολλές φορές «Τράβα κοπελιά, δεν είναι κάτι κακό» για να γυρίσω κάποιες σκηνές που φαίνεται το στήθος της. Αυτό δεν έγινε επί τούτου, αλλά επειδή η Δήμητρα κυκλοφορούσε συχνά ημίγυμνη για τις ανάγκες του επαγγέλματος. Επρεπε να πάρω μια απόφαση: Αν θα τραβήξω την ζωή όπως κυλά μπροστά στα μάτια μου ή θα την κρύψω εξαιτίας δικών μου αναστολών και προκαταλήψεων.
Πώς πείθεις κάθε φορά τους ήρωες σου να σε εμπιστευτούν ακόμη και στις πιο προσωπικές, άβολες στιγμές τους; Ποια αποθέματα ή ποια υλικά είναι αυτά που χρησιμοποιείς για να σιγουρέψεις τον εαυτό σου ότι θα τους σεβαστείς και δεν θα προχωρήσεις πέρα από τη νοητή διαχωριστική γραμμή της ηδονοβλεψίας;
Το ντοκιμαντέρ είναι μία συνεχής προσπάθεια να προσεγγίσεις τον άλλον, ο οποίος επιθυμεί την ίδια στιγμή και να φανερωθεί αλλά και να κρυφτεί. Την ίδια ανάγκη έχεις κι εσύ που κάνεις την ταινία . Να φανερωθείς αλλά και να κρυφτείς. Μου αρέσει η ιδέα του Ζαν Ρους για την κάμερα ως έναν καταλύτη στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων κι όχι ως ένα όπλο που πυροβολεί. Η διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας ντοκιμαντέρ είναι μία ευκαιρία να συναντήσουμε κάτι από τον εαυτό μας μέσα από τον άλλο. Μία εν δυνάμει θεραπευτική σχέση. Αυτό ισχύει και για τον σκηνοθέτη και για αυτόν που κινηματογραφείται. Ο μόνος τρόπος να σε εμπιστευτεί η άλλη/ο άλλος είναι να εκθέσεις εσύ κάτι από τον εαυτό σου πριν ζητήσεις από εκείνη/εκείνον να κάνει το ίδιο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία, πρέπει να προκύψει μετά από μία επιτακτική ανάγκη να αποκαλυφθείς. Αλλιώς παραμένει μία από τις ρετσέτες των pitching workshops που μας έχουν κατακλύσει: «Πως να γίνεις φίλος με ένα subject ντοκιμαντέρ» κλπ.
Φτάνοντας σε μια τέτοια οικειότητα με τους ήρωες σου υπάρχουν στιγμές που θες να απομακρυνθείς, να αποστασιοποιηθείς, να εγκαταλείψεις;
Πάρα πολλές. Στο ντοκιμαντέρ γίνεται ακριβώς ότι και στις ανθρώπινες σχέσεις. Όλα παίζονται στην αντοχή σου στη δυσκολία. Στην πίστη σου ότι «στην δυσκολία βρίσκεται η ευκαιρία» για να τσιτάρω και τον Αινσταίν.
Ετσι γίνεται συνήθως. Ξεκινάς με μια γενική ιδέα για κάτι και μετά συναντάς έναν άνθρωπο που σου ανοίγει έναν κόσμο πολύ πιο σύνθετο από το "θέμα" που είχες αρχικά στο μυαλό σου. Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα αίνιγμα και σε καλεί να ανακαλύψεις κάθε φορά τον τρόπο που θα τον/την κινηματογραφήσεις. Γι' αυτό και το ντοκιμαντέρ δεν έχει καμία σχέση με το "θέμα" αλλά με τον τρόπο γραφής. Συγγενεύει περισσότερο με την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και λιγότερο με τη δημοσιογραφία.»
Φοβήθηκες κάποια στιγμή το γυμνό ή τις περιγραφές του σεξ που τόσο απενοχοποιημένα και με μοναδική παιδικότητα αφηγείται η Δήμητρα; Ενιωσες κάποια στιγμή να δοκιμάζεις τα όρια σου;
Πολύ συχνά. Από τη μία είχα μία φοβερή περιέργεια να τη ρωτήσω το τι γίνεται μέσα στο δωμάτιο «ανοχής» και όταν η Δήμητρα μόνη της μου διηγήθηκε κάποια από τα μυστικά του επαγγέλματος βρέθηκα σε μεγάλη αμηχανία. Κράτησα κάποια αυτά τα κομμάτια του διαλόγου επειδή ακριβώς μου φαίνονται κωμικά και τρυφερά. Αλλά σκοπός της ταινίας δεν ήταν οι πορνικές τεχνικές αλλά ένα πορτρέτο της Δήμητρας.
Τι ήταν αυτό που δεν ήξερες και σε εξέπληξε σχετικά με έναν οίκο ανοχής; Είναι σαφής από πλευρά σου η απεικόνιση ενός «σπιτιού», εκτός όλων των εισαγωγικών.*
Δύο πράγματα με εξέπληξαν. Το ένα είναι η συνεχής άρνηση προφυλακτικού από πλευράς των ανδρών, Ελλήνων και ξένων, κάτι που οδήγησε και την Δήμητρα μεταξύ άλλων εκδιδόμενων προσώπων να κλείσει το πορνείο. Το σύνηθες επιχείρημα ήταν ότι ήταν παντρεμένοι. Το δεύτερο ήταν οι μακρόχρονες σχέσεις στοργής, σχεδόν οικογενειακές, θα μπορούσα να πω, που η Δήμητρα έχει δημιουργήσει με πολλούς πελάτες, οι οποίοι πολύ συχνά ερχόντουσαν στο πορνείο για να πιουν καφέ και να συζητήσουν για τα προβλήματά τους. Eνα είδος άτυπης ψυχοθεραπείας που συναντούμε συχνά στα κουρεία, καφενεία…
Το παιχνίδι με το χρόνο ήταν στο μυαλό σου από την αρχή; Μπορούσες να προβλέψεις ότι θα κινηματογραφείς τη Δήμητρα σχεδόν για μια δεκαετία; Ποια ήταν η φιλοσοφία γύρω από το μοντάζ των διαφορετικών χρόνων που μοιάζουν ταυτόχρονα διακριτοί αλλά και ένας ο ίδιος διαρκώς;
Τα γυρίσματα κράτησαν από το 2008 μέχρι το 2020. Με δύο χρόνια απουσίας λόγω θεμάτων υγείας. Δεν είχα ιδέα ότι θα κρατήσει τόσο καιρό το ντοκιμαντέρ. Το γεγονός ότι οι χώροι μοιάζουν και ότι ίσως έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε συνεχώς στο ίδιο δωμάτιο οφείλεται στον ίδιο διάκοσμο μεταξύ πορνείου και σπιτιού. Και τα δύο είναι διακοσμημένα με αντίκες, τα περισσότερα έπιπλα του πατέρα της Δήμητρας που ήταν στη βασιλική φρουρά.
Σε τι μοιάζει η δεκαετία αυτή της Δήμητρας που βλέπουμε στην ταινία με την τελευταία δεκαετία της Ελλάδας; Πώς έρχεται η ταινία και συναντάει την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης αλλά και τον κόσμο σε καιρό πανδημίας με το έντονο αποτύπωμά που αυτή αφήνει στις ζωές όλων μας;
Σε μία πρώτη ματιά, στην ταινία η Δήμητρα ακολουθεί μία φθίνουσα πορεία. Ενώ στην αρχή η δουλειά στο πορνείο δεν πάει άσχημα, σταδιακά μειώνεται και κάποια στιγμή το «σπίτι» κλείνει. Μετά την βλέπουμε όλο και πιο πολύ να περιπλανάται μόνη της στην πόλη και εικόνες της οικονομικής κρίσης αναπόφευκτα την περιβάλλουν.
Με πόσο διαφορετικό βλέμμα «ακολούθησες» της Δήμητρα μέσα στις διαφορετικές περιόδους των γυρισμάτων; Τι άλλαζε κάθε φορά;
Τα πάντα άλλαζαν. Ο πλανήτης, η χώρα, αυτή, εγώ, ότι συμβαίνει στη ζωή.
Μια γυναίκα ελεύθερη, μια γυναίκα δυναμική, μια γυναίκα που κουβαλάει τα τραύματα της, τα κάνει εμπειρία, πιστεύει στην ισονομία ανδρών και γυναικών, όχι στην ισότητα, φωνάζει για τα δικαιώματα των ιερόδουλων, απεχθάνεται τους άθεους, δεν τρώει κρέας επειδή αγαπάει τα ζώα, πιστεύει ακόμη περισσότερο κι από το δωδεκάθεο στη σαρωτική δύναμη της καψούρας. Είναι τελικά οι «Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ.» το πορτρέτο μιας μοντέρνας γυναίκας Είναι η ταινία ένα μανιφέστο για τη σημασία του να είσαι μια ελεύθερη γυναίκα;
Η Δήμητρα είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που δεν την ένοιαξε ποτέ τι θα πουν οι άλλοι. Ούτε τώρα στην δεσποτική κοινωνία της πολιτικής ορθότητας. Διατηρεί την αθωότητα ενός μικρού παιδιού και τον τσαμπουκά ενός άνδρα με λόγο και τιμή. Και φυσικά την θηλυκότητα και το σκέρτσο μιας μεσογειακής γυναίκας
Τι έμαθες από τη Δήμητρα για τη ζωή σου;
«Οι πληγές είναι φωλιές λουλουδιών», - Πόρτσια.
Το «Μέρες και Νύχτες με τη Δήμητρα Κ.» κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που διεξάγεται φέτος υβριδικά από τις 24 Ιουνίου μέχρι και τις 4 Ιουλίου.
Η αφίσα της ταίνιας είναι του Γιάννη Κουρούδη - k2 design και το έργο είναι της ζωγράφου Κατερίνας Στεφανιδάκη.