Κλείνουμε ένα χρόνο σχεδόν από το χτύπημα της Covid-19 και τις συνέπειες της πανδημίας (και) στο σινεμά. Με τις αίθουσες κλειστές, οι παραγωγοί και διανομείς επιχειρούν νέες λύσεις σε συνεργασία με πλατφόρμες, για να φτάσουν οι ταινίες στο κοινό.
Ενα τέτοιο στοίχημα επιχειρεί κι ο Πάνος Παπαχατζής, οργανώνοντας την παγκόσμια πρεμιέρα της «Πολιορκίας στην Οδό Λιπέρτη» του Σταύρου Παμπαλλή, μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Κύπρου και Αγγλίας, που έφυγε από το 60ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2019 με 4 βραβεία, ανάμεσα στα οποία κι αυτό της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI).
Η οικονομική κρίση τους στέρησε τα πάντα εκτός από το σπίτι τους. Σήμερα κινδυνεύει και αυτό. Αυτήν τη φορά όμως είναι διατεθειμένοι να παλέψουν. Άλλωστε δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν… Eν μέσω οικονομικής κρίσης, ο Π, σύζυγος, πατέρας δύο παιδιών, και 4 χρόνια άνεργος, κρύβει τις προειδοποιητικές επιστολές εκποίησης που λαμβάνει, στο γκαράζ μαζί με το G3 του στρατού. Η κυρία Π από την άλλη, πλένει και σιδερώνει ρούχα προκειμένου να εξασφαλίσει λίγα χρήματα για τις βασικές τους ανάγκες. Μόλις που καλύπτει το ρεύμα και νερό. Το μόνο πράγμα που κρατά την οικογένεια δεμένη είναι το σπίτι στο οποίο ζουν, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Όταν όμως έρχεται η ώρα να τους το πάρουν, οι εξελίξεις είναι απροσδόκητες. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο λόγω της αναπάντεχης εμφάνισης μιας πελάτισσας της κυρίας Π, και ενός άτυχου ταξιτζή, ο οποίος διάλεξε κακή μέρα για να κόψει το κάπνισμα…
Οπως είναι φυσικό, όταν η πολύ σοβαρή πραγματικότητα ξεπερνά το σινεμά, η συνέντευξη του Flix με τον πρωταγωνιστή Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη δεν μπορούσε να παραμείνει στα κλειστά πλαίσια της ταινίας.
Επρεπε να φτάσω 48 χρονών για να σκύψω με σεβασμό σε κάτι που δεν μπορούσα να νιώσω πόσο βαθύ τραύμα είναι...»
Το σενάριο της ταινίας είναι ταυτόχρονα αρκετά ρεαλιστικό (η οικονομική κρίση, αλλά και η βαθιά ηθική μας κρίση) και αρκετά συμβολικό (αυτή την πολιορκία κανείς μπορεί να την εκλάβει σε διάφορα κοινωνικά και πολιτικά επίπεδα). Εσένα τι σου έκανε κλικ διαβάζοντας το και θέλησες να κάνεις την ταινία;
Kατ' αρχάς: το πήρα στα χέρια μου έχοντας ήδη γνωρίσει τον Σταύρο Παμπαλλή. Η γνωριμία μου με τον Σταύρο ήταν κάτι που με ξάφνιασε. Συναντηθήκαμε για να μου μιλήσει για την ταινία στο γραφείο του παραγωγού Πάνου Παπαχατζή, και he had me at hello. Οπότε διάβασα το σενάριο, έχοντας ήδη γνωρίσει και καταγοητευτεί από τον άνθρωπο. Μετέπειτα, αυτό που με κέρδισε ήταν η μελετημένη του γραφή – ήταν ένα καλά δομημένο σενάριο. Με συνεπήρε ότι είχε κι ένα στοιχείο γουέστερν: ένα γουέστερν στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Πάντως, η πρώτη σύνδεση ήταν με τον ίδιο τον Σταύρο. Με ιντριγκάρισε γιατί ένα μοντέρνο παιδί, νεότερο από μένα, με γυναίκα από την Καλιφόρνια, που μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα στο Σαν Φρανσίσκο, την Κύπρο και το Λονδίνο, επιστρέφει σε αυτή την ιστορία. Πόσο τελικά το τραύμα αυτό γεννάει ακόμα την ανάγκη σ' έναν σκηνοθέτη να γυρίσει μία ταινία, στη γλώσσα του, για τη διχοτόμηση. Ο τρόπος που μου μίλησε με έπεισε. Με έπεισε και για το βαθύτερο περιεχόμενο. Ξέρεις, αυτό έχει να κάνει και με τη φάση που διανύω εγώ, προσωπικά. Δεν με ενδιαφέρουν πια «οι μεγάλοι ρόλοι» - ούτε όταν σκηνοθετώ στο θέατρο, ούτε όταν σκηνοθετούμαι. Με ενδιαφέρουν οι ιστορίες. Κι αυτή την ιστορία, η οποία δεν είναι και δική μου, ο Σταύρος με έπεισε ότι πρέπει να την αφηγηθούμε.
Τι ανακάλυψες στην πορεία των γυρισμάτων, εκεί στη Λευκωσία;
Οτι δεν είχα ιδέα. Την Κύπρο την είχα επισκεφθεί αρκετές φορές αλλά για παραστάσεις, μένοντας μια δυο μέρες. Τώρα όμως έκατσα σχεδόν δυο μήνες στο κέντρο της Λευκωσίας κι όταν τελείωνε η υποχρέωσή μου με το γύρισμα περπατούσα. Δεν είχα ιδέα τι αισθάνεσαι όταν περπατάς σε μια πόλη (που επίσης είναι κι ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα το κέντρο της) και ξαφνικά πέφτεις πάνω σ' ένα τείχος. Την ιστορία της Κύπρου την είχα διαβάσει, την είχα συζητήσει με φίλους Κυπρίους που μένουν χρόνια στην Ελλάδα. Πολύ ταπεινά ομολογώ: δεν είχα ιδέα. Σε αυτούς τους δύο μήνες, μέσα από τη συναναστροφή μου με τους ανθρώπους που γνώριζα καθημερινά, άρχισα να καταλαβαίνω στο πετσί μου. Επρεπε να φτάσω 48 χρονών για να σκύψω με σεβασμό σε κάτι που δεν μπορούσα να νιώσω πόσο βαθύ τραύμα είναι. Η πόλη σού το δείχνει. Πέφτεις πάνω στα φυλάκια, στη νεκρή ζώνη, βλέπεις τη φύση να έχει καταλάβει, να έχει καταπιεί, εγκαταλελειμμένα κτίρια. Το τραύμα χαίνει μπροστά σου.
Δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί ότι η έννοια «θα μου πάρουν το σπίτι» στην Κύπρο να έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από οπουδήποτε αλλού. Με τον Ερντογάν να απειλεί και πάλι ισχυριζόμενος ότι «η εισβολή στην Κύπρο έδειξε σε όλο τον κόσμο τι μπορεί να συμβεί αν παραβιαστούν δικαιώματα των τουρκοκυπρίων», πόσο θεωρείς ότι αυτή είναι η απάντηση μέσω του πολιτικού σνεμά;
Ναι η ταινία μιλά απολύτως για το τώρα. Είναι σύγχρονο πολιτικό σινεμά. Και, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα καλό παράδειγμα πολιτικού σινεμά γιατί δεν είναι διδακτικό. Δεν σηκώνει κανένα δάχτυλο, δεν φτάνει σε ένα τελικό θέσφατο μίας αφοριστικής θέσης, και παρουσιάζει το κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο της Κύπρου συνδυάζοντας τη διχοτόμηση με την οικονομική κρίση που χτύπησε το λαό, μετά το ατύχημα στη ναυτική βάση στο Μαρί. Αυτή ήταν και η αποκάλυψη. Οσο ζεις τη χώρα, όσο συζητάς με τους ανθρώπους της, καταλαβαίνεις ότι οι διχοτομήσεις συνεχίστηκαν: διχάστηκε ο λαός για το σχέδιο Ανάν, δέχθηκε κι άλλο χτύπημα μετά το Μαρί με το κούρεμα των τραπεζών. Για αυτό και, τελικά, μία ταινία μπορεί να κόψει δρόμο σε όλα αυτά. Μπορεί να σου μεταδώσει την εικόνα, κυριολεκτική και συμβολική, του πώς βλέπει ο Σταύρος τη χώρα του με τα μάτια του. Αυτό είναι το σινεμά, άλλωστε.
Το «Μόνος Εναντίον Ολων» στοιχείο του ήρωά σου, το έχουμε δει πολλές φορές στο σινεμά έχει και πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία για έναν ηθοποιό. Αλλά και πρόκληση, γιατί κρατά πάνω του όλη την ταινία, τις λεπτές της ισορροπίες, την συναισθηματική της θερμοκρασία. Δυσκολεύτηκες;
Οχι, γιατί δεν τη διάβασα έτσι. Δεν θεώρησα ότι την παίρνω πάνω μου, με τον τρόπο που το λες. Επειδή σκηνοθετώ, τις ιστορίες δεν τις διαβάζω ως ηθοποιός. Τις διαβάζω σαν να τις καδράρω, σαν να βλέπω το σύνολο. Οπότε για μένα, ναι ο κύριος χαρακτήρας είναι αυτός, αλλά υπάρχει και o όλος μικρόκοσμος γύρω του, οι δυο γυναίκες, η πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του ταξιτζή για παράδειγμα, ερμηνευμένη εκπληκτικά από τον Ακύλλα Καραζήση. Οχι δεν ήταν αυτή η πρόκληση για μένα. Μπορεί να σε διασκεδάσει αυτό που θα πω, αλλά η πρόκληση ήταν ότι έπρεπε να μιλήσω, φυσικά, αβίαστα, νατουραλιστικά τα Κυπριακά. Εκεί κόλλησα. Αισθανόμουν ότι θα ακούγομαι γελοίος. Εγώ μπορεί να γελούσα αν άκουγα έναν «Ελλαδίτη» να μιλάει Κυπριακά. Εκανα σκληρό coaching, γλωσσική εκμάθηση ξανά και ξανά και ο Σταύρος με καθησύχασε ότι δε θα επέτρεπε να βγω γραφικός. Ελπίζω ότι τα καταφέραμε. Μία δεύτερη πρόκληση ήταν ότι ήταν ένας χαρακτήρας που δεν μιλάει πολύ, κάτι εντελώς κόντρα σε μένα. Στη ζωή μου μιλάω πολύ, στα θεατρικά έργα μιλάω πολύ. Το ότι ο ήρωας στέκεται βουβός μπροστά σε όλο αυτό που του συμβαίνει και πρέπει να σου μεταδώσει, με ελάχιστα εκφραστικά, την ψυχολογική του κατάσταση και να τον ακολουθήσεις στην απόφασή του, και να νοιάζεσαι για το τι θα απογίνει, αυτό με προβλημάτισε. Ηταν πρόκληση για μένα. Ομως, ο Σταύρος κι εκεί ήταν μια αποκάλυψη: είναι σκηνοθέτης ηθοποιών. Ξέρει πώς να σου εξηγήσει, να σε οδηγήσει εκεί που θέλει – πάντα με χαμόγελο και γενναιοδωρία.
Σε τρόμαξε καθόλου η πράξη "αυτοδικίας" του ήρωα; Πιστεύεις ότι το “παίρνω τα όπλα” μπορεί να παρερμηνευτεί ως πρόταση κι όχι ως αρχή διαλόγου, όπως πάντα κάνει το σινεμά;
Μα φυσικά και δεν είναι πρόταση. Δεν είμαστε κινηματογραφικοί ήρωες και ευτυχώς υπάρχουν θεσμοί που μάς σταματούν από πράξεις αυτοδικίας. Σε ανθρώπινο επίπεδο φυσικά τις αναγνωρίζω και μέσα μου: αν κάποιος βλέψει το παιδί μου, το πρώτο ένστικτό μου είναι να τον σκοτώσω. Ομως η τέχνη εξετάζει πάντα τον άνθρωπο όταν έχει ξεπεράσει τα όριά του. Οταν έχει βρεθεί σε ψυχικό αδιέξοδο. Παρατηρεί, δεν προτείνει. Είχα στο μυαλό μου το «Ragtime» του Μίλος Φόρμαν. Kαι ειδικά τη σκηνή που ο ταμπουρωμένος Χάουαρντ Ε. Ρόλινς (που ερμηνεύει έναν μαύρο πιανίστα που δέχεται ρατσιστική επίθεση και αποφασίζει να κλειστεί μέσα σε μια βιβλιοθήκη με ομήρους μέχρι να βρει το δίκιο του) κραυγάζει στο Θεό “πες μου τι να κάνω τώρα”. Αυτή η απόγνωση με καθοδήγησε.
Πόσο μεγάλη πρόκληση ήταν η αφήγηση αυτής της ιστορίας, κινηματογραφικά, σε περιορισμένο χώρο; Σε προβλημάτισε ο «εγκλεισμός;» Πώς συνεργαστήκατε με το σκηνοθέτη για να δώσετε το ρυθμό, τη δράση, σε μία «ταινία δωματίου»;
Δεν με τρόμαξε καθόλου. Παρόλο που, ναι, οι δικές μου σκηνές με θέλουν κλεισμένο σ' ένα σπίτι, διέκρινα από το σενάριο κιόλας ότι η ταινία έχει διαφυγές. Αλλά και στις δικές μου σκηνές, μέσα στον εγκλεισμό, δεν νιώθεις εγκλεισμό, δεν νιώθεις αρυθμία. Η αυτοπεποίθηση του Σταύρου, το πώς είχε ντεκουπάρει, με έκανε να εμπιστεύομαι εντελώς το βλέμμα του. Ηξερε που ακριβώς ήθελε την κάμερα. Δεν κάναμε χιλιάδες πλάνα. Ο Σταύρος είχε «δει» την ταινία πριν τη γυρίσει, κι αυτό φαινόταν και στο σενάριο. Οπότε, όχι δε θα κατέληγε με κάτι θεατρικό. Αλλά κι ο Δημήτρης Κυριάκου είχε κάνει καταπληκτική δουλειά με το φως. Ελάχιστα φώτα, και μέσα και έξω. Μόνο ανακλαστήρες. Χρησιμοποίησε το ίδιο το φως της Κύπρου για να αφηγείται και το ίδιο την ιστορία του εγκλεισμού. Το φως της Κύπρου δεν έχει καμία σχέση με το ελληνικό φως. Ερχεται από τη Μέση Ανατολή, είναι κίτρινο και καμμένο. Το χώμα είναι κίτρινο. Ολο βγαίνει κίτρινο και θαμπό και τόσο ενδιαφέρον. Νομίζω ότι προσθέτει σε αυτή την αίσθηση γουέστερν. Προσδίδει σωστή θερμοκρασία σε μια ιστορία συναισθηματικής αγριότητας.
Αν ο Σαίξπηρ ζούσε σήμερα, θα έγραφε σειρές...»
Η ταινία θα κυκλοφορήσει on line, βρισκοντας αυτή τη διέξοδο σε όλο αυτό το πρωτόγνωρο πράγμα που ζούμε. Εχεις θέση απέναντι στο δίλημμα «κινηματογραφική αίθουσα vs πλατφόρμες»; Είναι πχ το Netflix ο εθχρός του σινεμά; Φοβάσαι ότι εκπαιδεύεται ένα κοινό για να μην ξαναβγεί από το σπίτι του;
Μπορώ να σου απαντήσω με μεγάλη ευκολία για το θέατρο και τις on line παραστάσεις σε streaming. Το θέατρο είναι μία κοινωνία μεταξύ ζωντανών ανθρώπων πάνω και κάτω από τη σκηνή. Στις on line παραστάσεις λοιπόν κάνεις μια σημαντική σύμβαση και μια σημαντική έκπτωση. Δηλαδή να μην μετέχεις σε σύνοδο ζωντανών ανθρώπων. Είναι σαν να μην συμμετέχεις σε εκκλησίασμα, για να μη σου πω να μη συμμετέχεις σε ερωτική πράξη. Οπότε πιστεύω ότι το θέατρο δεν κινδυνεύει. Θα το αναζητήσει ξανά ο θεατής, όταν όλα αυτά τελειώσουν. Βέβαια, εδώ να σου πω ότι η εμπειρία μας να παίζουμε σ' ένα κλειστό Παλλάς, αλλά ταυτόχρονα να βλέπουμε το χάρτη με τις κουκίδες που υποδείκνυαν πόσοι και από ποιες γωνιές του κόσμου συντονίστηκαν να μας δουν, ήταν κάτι πολύ συγκινητικό. Οπότε η εξέλιξη της τεχνολογίας, μπορεί να δώσει μία ευκαιρία, σε τέτοιες συνθήκες, σε ανθρώπους να χαρούν ένα έργο τέχνης, κι αυτό το βρίσκω πολύ συγκινητικό και ρομαντικό. Οπότε ας συνυπάρχουν κι αυτοί οι τρόποι ακόμα κι όταν ανοίξουν ξανά τα θέατρα. Ας μαγνητοσκοπούνται, με σωστές συνθήκες παραγωγής, οι παραστάσεις κι ας προσφέρονται έτσι σε ανθρώπους σε απομακρυσμένα μέρη, ή με κάποια αναπηρία που δεν τους επιτρέπει να έρθουν στο θέατρο. Από εκεί και πέρα, το σινεμά είναι μία πιο ιδιαίτερη κατάσταση. Γιατί νομίζεις ότι είτε μόνος σου σπίτι σου, ή στην αίθουσα, την ίδια ταινία βλέπεις. Είναι πολύ πιο δύσκολο να σε πείσει κανείς να επιστρέψεις, να σε πείσει ότι η εμπειρία δεν είναι ίδια. Και δεν είναι. Και δεν μιλάω τόσο για το μέγεθος της οθόνης, που είναι κι αυτό σημαντικό. Αλλά για τη συναισθηματική εμπειρία, το μοίρασμα που γίνεται ανάμεσα στους θεατές μιας αίθουσας. Μία ταινία στην αίθουσα είναι βιωμένη εμπειρία ανθρώπου, ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Και πάλι όμως, οι πλατφόρμες προσφέρουν μια ευκαιρία όταν δεν έχεις άλλη. Το βρίσκω θετικό. Το πώς τις χρησιμοποιείς είναι το θέμα. Πάντως είμαι αισιόδοξος. Νομίζω ότι ο άνθρωπος θα έχει πάντα ανάγκη να δρα ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Επίσης, δεν τα παρακολουθώ όπως εσείς, αλλά διαβάζω εδώ και χρόνια για την πτώση των εισιτηρίων, τη στάση των στούντιο να μη χρηματοδοτούν πχ τον Σκορσέζε να κάνει τον «Ιρλανδό», ή τον Κουαρόν να κάνει το «Ρόμα», ή τον Φίντσερ να κάνει το «Mank». Είναι ψέμα ότι τα τελευταία χρόνια οι πλατφόρμες στηρίζουν το καλλιτεχνικό σινεμά; Οπότε αν έχει πρόβλημα το σινεμά, μήπως να κοιτάξει και τι άλλο το οδήγησε εδώ;
Tώρα έθιξες και κάτι που συζητιέται έντονα τα τελευταία 15 χρόνια στην Αμερική: το Χόλιγουντ έχει διώξει τελικά τους δημιουργούς κι εκείνοι έχουν βρει καταφύγιο στην τηλεόραση, στις σειρές, για να κάνουν κάτι πιο ανατρεπτικό, πιο σκοτεινό, με μεγαλύτερο ρίσκο. Τα στούντιο δεν ποντάρουν πια στο καλλιτεχνικό ρίσκο.
Σειρές δεν έβλεπα μέχρι πολύ πρόσφατα. Γιατί είμαι εμμονικός binge watcher και ήξερα ότι δε θα έχω καλά ξεμπερδέματα ξεκινώντας κάτι. Πολύ πρόσφατα λοιπόν είδα το «Lost», πρέπει να ήμουν ο τελευταίος στη γη που δεν το είχε δει. Και σοκαρίστηκα από την ποιότητα γραφής. Από το σχεδιασμό των χαρακτήρων, με πολυπλοκότητα και βάθος. Το επίπεδο του storytelling στις σειρές είναι για να σου φεύγει το μυαλό. Νομίζω ότι αν ο Σαίξπηρ ζούσε σήμερα, θα έγραφε σειρές.
Θυμώνω, ναι. Ο πολιτισμός δεν υπάρχει σε καμία ατζέντα. Μεγάλη αγωνία για τα κομμωτήρια. Οχι για τα θέατρα και τα σινεμά.»
Πανδημία, lockdown. Μεγάλο χτύπημα στα θέατρα, στους κινηματογράφους, στις μουσικές σκηνές, στους χώρους πολιτισμού. Καθαρά οικονομικά, χιλιάδες άνθρωποι έμειναν στο δρόμο χωρίς αποδοχές, με κλειστές επιχειρήσεις. Αλλά κι ως ιεαράρχηση αποφάσεων, ο πολιτισμός έκλεισε γιατί θεωρείται πολυτέλεια. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτόν. Ποιες είναι οι δικές σου σκέψεις;
Πιστεύω ότι κάθε απόφαση θα ήταν προβληματική. Κάθε απόφαση θα είχε συνέπειες. Είναι τρομερά δύσκολη η ισορροπία ανάμεσα στη δημόσια υγεία και στο να συνεχίσουμε τις ζωές μας. Κατάλαβα συζητώντας με τους ειδικούς, στους οποίους εκφράσαμε τον Οκτώβριο κάποιες σκέψεις για το θέατρο πρόζας (έχουμε ηλεκτρονικό εισιτήριο, μπορούμε να βάζουμε τους θεατές σε σωστές αποστάσεις, με μάσκες, με εξαερισμούς, χωρίς ανοιχτό μπαρ) ότι, έτσι κι αλλιώς, η συνάθροιση μεγάλου αριθμού ατόμων σε κλειστό χώρο για ένα δίωρο τουλάχιστον είναι ο Νο1 κίνδυνος διασποράς. Μας ήταν πολύ δύσκολο να το δεχθούμε αυτό αρχικά κι είχαμε ένα μεγάλο αίσθημα αδικίας (βλέποντας τι γίνεται στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα αεροπλάνα κλπ), επειδή ο καθένας κοιτά το χώρο του. Σταμάτησε η συνάθροιση στην ψυχαγωγία, στον πολιτισμό και είναι πικρό πολύ. Αλλά, ναι, η συνάθροιση αυτή είναι επικίνδυνη. Νομίζω ότι το κατανοήσαμε. Και για αυτό ησυχάσαμε. Αλλωστε το είδαμε και παγκοσμίως: οι κλειστοί χώροι των θεάτρων και των κινηματογράφων και να άνοιγαν ξαναέκλειναν αμέσως. Ομως δε θα μιλήσω για τη δουλειά μας ως τέχνη. Ως κάτι που ο πολίτης έχει πολύ μεγάλη ανάγκη για να τραφεί. Φυσικά έχει ανάγκη ο πολιτης τον πολιτισμό. Αλλά στην ιεράρχηση τροφής, νερού, αέρα, υγείας, ναι θα πάει πιο πίσω, ΟΚ το καταλαβαίνω. Ομως, κάνουμε λάθος που παρουσιάζουμε τη δουλειά μας -μόνο- έτσι. Γιατί σημαντικότερο είναι το τεράστιο θέμα που θίγεις. Είμαστε κι εμείς, όχι μόνο οι καλλιτέχνες, αλλά και τα συνεργεία μας, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε διάφορους τομείς του θεάματος, ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας. Ο καλλιτεχνικός χώρος είναι κλάδος της οικονομίας. Που απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους. Κι έχει δεχθεί ένα τεράστιο πλήγμα. Ολική οικονομική καταστροφή, εδώ κι ένα χρόνο, παρά τις όποιες αποζημιώσεις. Και ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση; Παρακολουθώ ειδήσεις κάθε μέρα. Παρακολουθώ τις ανακοινώσεις για τα μέτρα κάθε μέρα. Στις ερωτήσεις που γίνονται στους αρμόδιους, ή στις συζητήσεις στα πάνελ των ειδήσεων, όλοι συζητούν για την εστίαση, τα κομμωτήρια και τα γυμναστήρια. Δεν έχω ακούσει έναν, έναν, να ρωτήσει για τον πολιτισμό; «Παιδιά, με τους χώρους τέχνης και ψυχαγωγίας τι θα κάνετε, τι σχέδιο έχετε;» Ούτε έναν. Θυμώνω λοιπόν, όχι μόνο με τις κυβερνήσεις που όσο θυμάμαι είχαν τον πολιτισμό τελευταίο. Αλλά και με τους δημοσιογράφους και με όλους, πολιτικά και κοινωνικά, που έχουν τον πολιτισμό τελευταίο. Δεν υπάρχει σε καμία ατζέντα. Μεγάλη αγωνία για τα κομμωτήρια. Οχι για τα θέατρα και τα σινεμά.
Θα αντέξουμε; Πόσο διαφορετικό θα βγει το σινεμά, το θέατρο, μετά από όλη αυτή την περιπέτεια;
Θα αντέξουμε. Θα αντέξουμε. Αυτό κάνει ο άνθρωπος. Αντέχει. Μελετώντας και διασκευάζοντας το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, ζούσα ξανά τι πέρασαν οι γιαγιάδες και οι παπούδες μας. Αυτό έκαναν: άντεχαν. Περνούσαν πολέμους, καταστροφές, εμφυλίους, αρρώστιες, θανάτους κι άντεχαν. Η ζωή ήταν επίλυση προβλημάτων, το ένα πίσω από το άλλο. Και μαζί ερωτεύονταν και έκαναν παιδιά και ξαναέχτιζαν τα μαγαζιά τους. Και άντεχαν. Η μάνα μου πηγαίνοντας από το σπίτι της στο Μεταξουργείο στο Α Δημόσιο Πλάκας που ήταν το σχολείο της, το χειμώνα του '41 σε ηλικία 7 ετών, έβλεπε τα πτώματα σε τυμπανιαία κατάσταση. Θα αντέξουμε.
Κωνσταντίνε, όμως, μιλάς κι από τη θέση ενός ανθρώπου που αντέχει να μην πληρωθεί για ένα χρόνο. Να μείνει σπίτι του και να δουλεύει το επόμενο πρότζεκτ.
Σύμφωνοι. Αλλά δουλεύω επίσης 30 χρόνια για να το πετύχω αυτό. Κι επίσης είναι και συγκυριακό. Ετυχε αυτό το χειμώνα κι είχα απόθεμα. Τον προηγούμενο ήμουν μείον. Αλλά για αυτό σου μίλησα, με μεγάλο σεβασμό, για τη δουλειά μας ως κλάδο της οικονομίας.
Το σινεμά, το θέατρο θα βγει αλώβητο από αυτή την κατάσταση; Θα κουβαλάει αυτό το τραύμα; Πειράζει;
Οχι, δεν πειράζει. Το αντίθετο. Η τέχνη είχε πάντα κι αυτό το ρόλο: να αποτυπώνει το τραύμα και να το παρηγορεί. Δεν ήταν ποτέ μόνο ψυχαγωγία (παρόλο που εγώ προσωπικά δεν αρνούμαι καθόλου αυτή τη διάσταση: ωφείλει να τέρπει). Αλλά είχε και διάσταση παρηγορίας. Από που αλλού θα τη βρεις την παρηγοριά; Οσοι πιστεύουν, εγώ όχι, από το Θεό ή τον Πνευματικό σου κι από την τέχνη. Οπότε, ναι, θα αποτυπώνεται αυτό που ζήσαμε στο θέατρο και στο σινεμά και στις τέχνες. Πώς αλλιώς;
Είμαι ερωτευμένος με το σινεμά, αλλά ο έρωτας δεν είναι αμοιβαίος!»
Με την Πέγκυ Τρικαλιώτη από το «Ονειρο του Σκύλου» του Αγγελου Φραντζή και από τα γυρίσματα του «Success Story» με τον Νίκο Περάκη
Μπορεί η κυρίως δημιουργική σου έκφραση να είναι το θέατρο, αλλά έχεις κάνει κι αρκετά κινηματογραφικά πράγματα και θυμάμαι από παλιότερα που δήλωνες ότι εσύ θα ήθελες να κάνεις ακόμα περισσότερα, «αλλά για κάποιο λόγο οι σκηνοθέτες δεν σου προτείνουν ρόλους». Συνεχίζεται αυτό; Θα ήθελες να πειραματιστείς με το σινεμά περισσότερο, αλλά δεν έχεις προτάσεις;
(Γελάει) Ναι είμαι ερωτευμένος με το σινεμά, αλλά ο έρωτας δεν είναι αμοιβαίος. Δεν ξέρω γιατί. Κι ο Παπαχατζής με πλησίασε με έναν δισταγμό τώρα, τύπου «θα ήθελες να συζητήσεις με έναν νέο Κύπριο σκηνοθέτη;» Κι αμέσως πήγα. Κι ο Περάκης (εδώ να κάνω παρένθεση για να σου πω πόσο τον αγαπώ – είναι κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού σινεμά κι ένας πολύ ωραίος τύπος) όταν επικοινώνησε μαζί μου είχε ένα ύφος «καλά, αποκλείεται να δεχθείς αλλά εγώ να στο πω». Δεν γνωριζόμασταν τότε, εγώ τον κοιτούσα έχοντας δει όλες τις ταινίες του ως μεγάλος φαν, με το ύφος «μα πώς είναι δυνατόν να μη δεχθώ;» Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι σκηνοθέτες που θεωρούν ότι θα φάνε πόρτα, γιατί εγώ ασχολούμαι με το θέατρο και τα έργα μου. Υπάρχουν κι άλλοι, υποπτεύομαι, που με θεωρούν «εμπορικό» κι αυτό είναι μια ρετσινιά. Ναι, είμαι -και- εμπορικός. Αλλά με χαρά κάνω και «Το Ονειρο του Σκύλου» με τον Αγγελο Φραντζή. Επίσης, γιατί να εμπιστεύεται ο Κιούμπρικ τον Τομ Κρουζ και τη Νικόλ Κίντμαν, κι ο Τέρενς Μάλικ τον Μπραντ Πιτ, κι όχι ένας έλληνας σκηνοθέτης έναν έλληνα εμπορικό ηθοποιό; Εδώ υπάρχει μια μικρή καχυποψία για τα όρια μου. Αλλά το καταλαβαίνω εν μέρει. Κάνεις ένα εναλλακτικό σινεμά και δε φτάνει που το κάνεις πρέπει να το περιτυλίξεις και με τρόπο που να υπερασπίζεται το arthouse και να είναι αρεστό στον δικό σου κύκλο που άμεσα σε κρίνει. Κι ίσως, ως περιτύλιγμα, εγώ να μοιάζω εμπορικός. Αλλά φυσικά και θέλω να το σπάσω αυτό, φυσικά και θέλω να πειραματιστώ. Να το γράψεις: ο Μαρκουλάκης δηλώνει διαθέσιμος στους έλληνες σκηνοθέτες. Θέλω να κάνω σινεμά, πάρτε με (γελάει).
Η καραντίνα σου έχει δώσει τη δυνατότητα, ως σινεφίλ θεατής, να δεις πράγματα που δεν είχες χρόνο στο παρελθόν; Ξεχώρισες κάτι;
Ναι φυσικά, κάτσε να ανοίξω και τη λίστα μου γιατί τα σημειώνω κιόλας αυτά που βλέπω. Ή μάλλον όχι, θα σου πω αυτό που μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό γιατί αυτό με εντυπωσίασε πιο πολύ από όλα όσα είδα: «Η Ψυχή και το Σώμα» της Ιλντικο Ενιέντι. Τι ταινία, τι σκηνοθέτης...
Εσύ θα σκηνοθετούσες στο σινεμά; Στο θέατρο το κάνεις, στο σινεμά θα το τολμούσες;
Δεν ξέρω. Θα ήθελα κάποια στιγμή να το κάνω. Αλλά έχω πολύ μεγάλο σεβασμό στους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες. Η σκηνοθεσία στο σινεμά είναι μία εντελώς άλλη πίστα. Η φύση των γυρισμάτων στο σινεμά έχει μία δυσκολία κι απαιτεί μία δεξιοτεχνία εντελώς άλλη. Στο θέατρο μπορείς και να αλλάξεις κάτι την επόμενη μέρα αν δεις ότι δε λειτουργείς. Στο σινεμά σκηνοθετείς στο γύρισμα, συνθέτεις και στο μοντάζ. Κι αν δεν το έχεις αυτό που θέλεις, την πάτησες. Εχω μεγάλο σεβασμό στους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες, ναι.
Τι σου έλειψε περισσότερο τη χρονιά του εγκλεισμού μας; Τι σου έλειψε στην καραντίνα;
H επαφή με τους δικούς μου ανθρώπους. Αυτό.
Δεν νοείται κανενός είδους κακοποιητική συμπεριφορά. Από κανέναν σε κανέναν. Τελεία.
Μέχρι να βγει η συνέντευξη, μάς πρόλαβαν τα γεγονότα. Εδώ κι έναν μήνα έχει ξεκινήσει ένας ανοιχτός, επώδυνος, αναγκαίος κατά τη γνώμη μας διάλογος: παρενόχληση, κακοποίηση, σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική βία στον εργασιακό χώρο. Δε θέλω να μου κάνεις ένα στείρο #metoo σχόλιο. Θέλω να μιλήσουμε ειλικρινά. Οχι να πούμε τα προφανή. Κανείς μας δεν έπεσε από τα σύννεφα. Αλλά ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση μπροστά σε όλο αυτό; Σε τρόμαξε; Το επικρότησες; Και τα δύο;
Πρώτα από όλα: επικροτώ τη στάση των θυμάτων. Η στάση των θυμάτων χρειάστηκε μεγάλη γενναιότητα. Από εμάς τους υπόλοιπους όμως χρειάζεται ψυχραιμία. Ολο αυτό που συμβαίνει είναι σπουδαίο. Οδηγεί σε μια νέα εποχή, χωρίς φόβο, όπου οι κακοποιητικές συμπεριφορές δε θα γίνονται ανεκτές – μέσα από θεσμούς και κανόνες. Αυτή είναι η στιγμή για αλλαγές. Για αυτό και δεν αποδέχομαι το «γιατί τώρα;» Η ερώτηση προς τα θύματα «γιατί τώρα» δεν έχει νόημα, όπως δεν έχει νόημα και η ερώτηση «γιατί δε μιλούσατε» προς τους υπόλοιπους. Κάθε αλλαγή θέλει τη στιγμή της. Κι αφού δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να μιλήσουν τα θύματα, πώς θα μιλούσαν οι τρίτοι; Ομως, πιστεύω ότι η μόνη οδός είναι η θεσμική οδός (το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών που οργανώνεται εξαιρετικά, ο εισαγγελέας) κι όχι οι καταγγελίες στα κοινωνικά δίκτυα και τα κανάλια. Με όνομα και επώνυμο. Αυτή άλλωστε είναι και η ιδέα του «δε φοβάμαι πια». Η ηθική δικαίωση των θυμάτων, όταν συχνά ο θύτης δεν μπορεί να υποστεί καμία ποινή ή τιμωρία, είναι πώς θα συντελέσουν για αυτό που θα γίνει από δω και πέρα: να θεσπίσουμε νόμους, κανόνες, να φτιάξουμε το πλαίσιο που θα επιτρέψει στους νεότερους να μη ζήσουν ποτέ τέτοιες εμπειρίες.
Πιστεύεις ότι δίκαια βάλλεται ο χώρος του θεάτρου, του θεάματος; Γιατί υπάρχουν κι αόρατοι πληθυσμοί σε άλλες δουλειές, σε άλλες οικονομικές κάστες, που δεν μπορούν να βγουν και να μιλήσουν. Τουλάχιστον ακόμα. Kι είναι σε ακόμα πιο δυσμενή θέση. Η ελληνική κοινωνία είναι εύκολο να κοιτά απέναντι κι όχι δίπλα της;
Είναι λάθος να δώσουμε την αίσθηση ότι όλο το θέατρο είναι έτσι. Το θέατρο ΔΕΝ είναι έτσι. Η λίστα μ’ αυτούς που έχουν κακοποιήσει είναι πολύ, πολύ μικρότερη από τη λίστα αυτών που ΔΕΝ έχουν κακοποιήσει. Το θέατρο είναι γεμάτο κυρίως από υπέροχους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες με ταλέντο, πνεύμα και ψυχή. Γι’ αυτό δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία. Είναι κρίμα, μέσα στην ονοματολαγνεία να χαθεί η ευκαιρία να προχωρήσει το μαχαίρι σ’ όλους τους χώρους εργασίας, – το θέατρο, που προσφέρει θέαμα, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το κίνημα αυτό θα έχει πετύχει τους σκοπούς του, όταν δεν θα υπάρχει άνθρωπος σε κανέναν χώρο εργασίας στην Ελλάδα που να φοβάται να μιλήσει, επώνυμα και θεσμικά, για την όποια εις βάρος του κακοποιητική συμπεριφορά.
Πώς μπορεί έμπρακτα κάθε άνθρωπος από το πόστο του, κάθε άνθρωπος που έχει λόγο στη δουλειά του να φέρει αλλαγές και τομές, ώστε να σταματήσει συστημικά η αδικία, η εκμετάλλευση, η παρενόχληση; Εσύ, κι ως άνθρωπος, συνάδελφος, θιασάρχης, σκηνοθέτης - πώς θα κινηθείς από εδώ και εμπρός;
Εγώ καταρχάς θα συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω εδώ και χρόνια: στους χώρους εργασίας που βρίσκομαι -και ειδικά όταν έχω την ευθύνη- δεν νοείται κανενός είδους κακοποιητική συμπεριφορά. Από κανέναν σε κανέναν. Τελεία. Κι αν τυχόν συμβεί, δεν θα γίνει ανεκτή, όπως δε θα γινόταν και στο παρελθόν. Είναι σημαντικό που τώρα ήρθε η ώρα να θεσπιστούν κώδικες και κανόνες. Αλλά θα σου πω κάτι που το πιστεύω ακράδαντα: υπάρχει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων του θεάτρου (περίπου από την ηλικία μου και κάτω) που δεν χρειάστηκαν και δεν χρειάζονται κώδικες και κανόνες. Απλώς δεν διανοούνται κακοποιητικές συμπεριφορές. Ανθρωποι συμφιλιωμένοι με το άλλο φύλο -αλλά και με το δικό τους-, άνθρωποι που γνωρίζουν να συνυπάρχουν σε μια ομάδα, σε όποια θέση της ιεραρχίας κι αν βρίσκονται. Οι κοινωνίες προοδεύουν, προχωρούν, θεσπίζοντας νόμους και κανόνες. Συμπεριφορές και στάσεις που γίνονταν, για διάφορους λόγους, ανεκτές από τις γενιές των παππούδων μας, όπως η ενδοσυζυγική κακοποίηση, ή η κακοποιητική συμπεριφορά στους χώρους εργασίας, τώρα πια μπορούν να βγουν στο φως και να καταδικαστούν όπως τους αξίζει. Και η αξία αυτής της στιγμής βρίσκεται εκεί, στο μέλλον που θα έρθει όπου οι κώδικες και οι κανόνες θα χρειάζονται όλο και λιγότερο, καθώς οι άνθρωποι θα γνωρίζουν πως να συνυπάρχουν στους χώρους εργασίας.
Κάθε άνθρωπος θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του.»
Οπως και σε περιπτώσεις του εξωτερικού, μπερδευόμαστε ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο. Λέμε "μα τόσο ταλαντούχος", "τι έχει προσφέρει στο σινεμά". Αν πρέπει να διαλέξουμε πλευρά: να συνεχίσει η τέχνη να έχει ταλαντούχους ανθρώπους που είναι κακοποιητές, ή να αλλάξουμε συθέμελα τις καταστάσεις κι ας χάσουμε το μεγαλείο κάποιων δημιουργών. Αν το ελληνικό θέατρο και σινεμά από αύριο πρέπει να ξεκαθαρίσει από τέτοιους ανθρώπους, θα ήταν καλύτερο ή χειρότερο;
Αν ανατρέξουμε στις ιστορίες των μεγάλων δημιουργών, θα δούμε ότι, δυστυχώς, πολλοί απ’ αυτούς που θαυμάζουμε για το έργο τους ήταν, το λιγότερο, απαίσιοι χαρακτήρες. Οι άνθρωποι είμαστε -εκ των πραγμάτων- μικρότεροι από τα δημιουργήματά μας, ειδικά όταν είναι σπουδαία. Το δημιούργημα είναι το καθαρό απόσταγμα της ανθρώπινης εμπειρίας, το κατακάθι μένει στον πάτο – δηλαδή μέσα στον κάθε δημιουργό. Εγώ προσωπικά έχω πάρει θέση μέσα μου σ’ αυτό το δίλημμα εδώ και χρόνια, θεωρώ την καλoσύνη σημαντικότερη αρετή απ’ το ταλέντο ή την ευφυία- για τη δική μου ζωή. Αν με ρωτάς όμως αν θα έπρεπε να απαρνηθώ, ας πούμε, τη μουσική του Debussy που ήταν, όπως λέγεται, απαίσιος τύπος και φερόταν φρικτά στη γυναίκα του, θα σου απαντήσω πως δεν θα ήθελα, ούτε θα το πίστευα σωστό. Το δημιούργημα αποκολλάται από τον δημιουργό – κι αν είναι σπουδαίο ανήκει πλέον σε όλους μας, είναι περιουσία μας, θα ήταν κρίμα να το στερηθούμε. Στο θέατρο, όπου ο ηθοποιός είναι δημιουργός και δημιούργημα ταυτόχρονα, είναι πιο δύσκολο. Εκεί, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως κάθε άνθρωπος θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του.
Αν ο,τιδήποτε, απ’ οποιονδήποτε, συνέβαινε μπροστά μου, θα είχα το θάρρος να το αντιμετωπίσω. Και είναι ευνόητο πως καταδικάζω κάθε ενδεχόμενη παραβατική συμπεριφορά.»
Τα τελευταία 24ωρα έχει εμπλακεί το όνομά σου στη συζήτηση, λόγω της φιλίας σου με συγκεκριμένο καλλιτέχνη που κατηγορείται. Είσαι ένας άνθρωπος που πολύ συχνά τοποθετείσαι, παίρνεις θέση, απέναντι σε καίρια κοινωνικά και πολιτικά πράγματα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι περιμένει ο κόσμος και εδώ την τοποθέτησή σου. Εσύ κλείνεις τη σελίδα σου στο Facebook...
Αλήθεια, έχει σημασία να ενημερωνόμαστε σωστά και να μην πιστεύουμε ό,τι ακούμε -ειδικά από τα social media. Τη σελίδα μου στο FB την έκλεισα στις 12 Ιανουαρίου, πριν καν βγει η Σοφία Μπεκατώρου να μιλήσει. Την έκλεισα για να κάνω καλύτερη διαχείριση του χρόνου μου – το έχω κάνει ξανά στο παρελθόν. Μου μεταφέρουν κι άλλα απίστευτα ψεύδη για μένα – δε με αγγίζουν, η πραγματική ζωή δεν είναι στα social media κι εγώ δεν έχω τίποτε να κρύψω και τίποτε να φοβηθώ.
Ως προς αυτό που με ρωτάς, έχω σχέσεις, επαγγελματικές ή φιλικές, με τους περισσότερους από τους ανθρώπους που έχουν ακουστεί. Κάνω θέατρο 30 χρόνια, όλοι μας γνωριζόμαστε. Αλλά ειδικά για πράξεις σαν κι αυτές που καταγγέλλονται, που εκ των πραγμάτων δε γίνονται δημοσίως, μπορώ να μιλήσω με σιγουριά μόνο για τις δικές μου πράξεις. Oύτε των συνεργατών, ούτε των φίλων μου. Οι δικές μου πράξεις είναι οι μόνες που γνωρίζω με βεβαιότητα. Δεν μπορώ λοιπόν να κατηγορήσω ή να υπερασπιστώ κανέναν. Μπορώ μόνο να πω ότι αν ο,τιδήποτε, απ’ οποιονδήποτε, συνέβαινε μπροστά μου, θα είχα το θάρρος να το αντιμετωπίσω. Και είναι ευνόητο πως καταδικάζω κάθε ενδεχόμενη παραβατική συμπεριφορά. Ο λόγος που εμπλέκεται το όνομά μου από κάποιους, σε μένα είναι παντακάθαρος, άσχετος απ’ το θέατρο, τις φιλίες και τις συνεργασίες μου.
Τι εννοείς; Θέλεις να το ξεκαθαρίσεις;
Οχι, αυτή τη στιγμή. Δεν είναι η ώρα. Αλλά κάθε νοήμων άνθρωπος καταλαβαίνει. Δεν με πειράζει. Παραμένω ψύχραιμος, ελπίζοντας αυτή η επώδυνη στιγμή να οδηγήσει -όχι μόνο το θέατρο, αλλά την κοινωνία μας συνολικά- σε μια πιο φωτεινή εποχή.
Διαβάστε όλες τις χρήσιμες Πληροφορίες για την online προβολή της «Πολιορκία στην Οδό Λιπέρτη»
Πολιορκία στην Οδό Λιπέρτη | Πρωταγωνιστούν: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Δάφνη Αλεξάντερ, Νιόβη Χαραλάμπους, Ακύλλας Καραζήσης | Σκηνοθεσία – Σενάριο: Σταύρος Παμπαλλής | Παραγωγοί: Πάνος Παπαχατζής, Σίμος Μαγγανής | Executive Producer: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Κυριάκου | Μοντέρ: Γιώργος Μαυροψαρίδης | Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Λίζα Τσουλούπα | Πρωτότυπη Μουσική: Patrick Jonsson | Ηχοληψία: Ντίνος Κίττου | Σχεδιασμός Ήχου: Περσεφόνη Μήλιου | Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης | Μακιγιάζ: Γιώργος Βαβανός | VFX Supervisor YAFKA: Αντώνης Κοτζιάς | Παραγωγή: Αργοναύτες ΑΕ, Green Olive Films | Συμπαραγωγοί: Faliro House ΑΕ, ΕΡΤ ΑΕ, Iron Box Films Ltd, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΣΕΚιν), Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Πληροφορίες και εισιτήρια για τις online προβολές στις 19 , 20, 21 και 22 Φεβρουαρίου εδώ.