Το σινεμά του Γκοντάρ δεν έχει το ελατήριο της μυθοπλασίας εντός του μύθου, αλλά εντός της κεφαλής του ιδιοφυούς δημιουργού.»
Στο φινάλε δεν ξέρουμε ποιος σκοτώνει ποιον, και κυρίως γιατί τον σκοτώνει. Ολα τα ελατήρια, κι αυτό της λογικής, έχουν σπάσει ταυτόχρονα. Και το μόνο ρολόι που θα συνεχίσει να δουλεύει, είναι εκείνο του έρωτα. Τελικά ο μποξέρ δεν θα γίνει ποτέ πυγμάχος, γιατί θα παραμείνει ερωτευμένος. Η ζωή συνεχίζεται -και μαζί της ο κινηματογράφος. Κυρίως αυτό που συνεχίζεται είναι ο κινηματογράφος του Γκοντάρ - ο κατ' εξοχήν κινηματογράφος. Που ποτέ και σε καμιά περίπτωση δε λειτούργησε σαν το απαλά και ομοιογενώς ξεκουρδιζόμενο ελατήριο τον ακαδημαϊκού κινηματογράφου, που καθώς ξεκουρδίζει το μύθο τον κάνει να προχωρεί ομαλά προς το φινάλε, λες και το σινεμά δεν είναι παρά μια κλεψύδρα που τη γεμίζουμε με άμμο από ταινία σε ταινία, έτσι... δράση να γίνεται! Το σινεμά του Γκοντάρ δεν έχει το ελατήριο της μυθοπλασίας εντός του μύθου, αλλά εντός της κεφαλής του ιδιοφυούς δημιουργού. Αυτός είναι ο λόγος που ένας γκονταρικός μύθος είναι γεμάτος «τρύπες» και χάσματα και η αφήγηση μοιάζει αποσπασματική και τυχαία. Ωστόσο, τα πάντα μα τα πάντα σε ένα φιλμ τον Γκοντάρ έχουν μια εκπλήσσουσα εσωτερική αναγκαιότητα. Κι αυτά που στον επιπόλαιο θεατή μοιάζουν με χάσματα, δεν είναι παρά τα απολύτως ελεγχόμενα «ηδονογόνα χάσματα» του Ρολάν Μπαρτ, μέσα απ' τα οποία ξεπετιέται η «ηδονή τον κειμένου» -και του φιλμ που δεν είναι παρά ένα φιλμικό κείμενο. Όσοι, λοιπόν, επιτέθηκαν στο γκονταρικό αριστούργημα που έχει τον τίτλο «Ντεντέκτιβ», δεν έκαναν τίποτα περισσότερο απ' το να αποδείξουν τη βαριε-στημένη, ρουτινιέρικη και κυρίως ανερωτική σχέση τους με το σινεμά. Δεν είναι δυνατό να αγαπάς το σινεμά και να μην αγαπάς τον «Ντεντέκτιβ» που είναι κινηματογράφος στην πιο καθαρή του μορφή.
Απόσπασμα κριτικής για την ταινία «Ντεντέκτιβ» («Detective», 1985) στην εφημερίδα «Έθνος» στις 3 Μαίου 1987. Αναδημοσίευση από τη σειρά βιβλίων «Βασίλης Ραφαηλίδης – Κινηματογραφικά Θέματα», Εκδόσεις Αιγόκερως, 1987
Ντεντέκτιβ, πίσω από τις κάμερες
Αυτός είναι ο Γκοντάρ. Προκλητικός, ειλικρινής, τίμιος, αντιυπνωτικός. Είτε τον δέχεσαι εξολοκλήρου, είτε τον απορρίπτεις εξολοκλήρου. Συμβιβαστική λύση δεν υπάρχει.»
Στην αδογματική φιλοσοφία του φαινομενολόγου Γκοντάρ, η διερεύνηση του προβλήματος είναι ταυτόσημη με τη λύση του, μια λύση που συνεχώς μετατίθεται όσο προχωράει η έρευνα σε τρόπο ώστε ή απόσταση που χωρίζει το αίτιο απ' το αιτιατό να μένει πάντα σταθερή. Ο Γκοντάρ επιφυλάσσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να μην αποφαίνεται ποτέ τελεσίδικα για τίποτα, δηλαδή να μην καταλήγει σε κωδικοποιημένα συμπεράσματα. Ερευνά, διαπιστώνει, επισημαίνει και υπογραμμίζει με πολύ χοντρές μολυβιές. Αυτό είναι όλο. Και ο έχων νουν, νοήτω. Ο Γκοντάρ δεν εννοεί να δανείσει το δικό του μυαλό, και έχει πολύ, στους πνευματικά οκνηρούς, δηλαδή σ’ αυτούς πού έχουν ανάγκη από βολικές ετικέτες κάτω απ’ τις όποιες ταξινομούν σαν λεξικογράφοι δόγματα και προκατασκευασμένες απόψεις. Ο Γκοντάρ καταγγέλλει -παρόλο πού ξέρει ότι ό λόγος του απευθύνεται σέ κωφάλαλους- την παραδοχή ή την ανοχή εκ μέρους αυτών των φοβισμένων κωφαλάλων, των πάντων, εν ονόματι μιας «αποτελεσματικότητας». Ζητάει μια εγρήγορση, μια συνεχή ετοιμότητα, μια αδιάκοπη διαθεσιμότητα, μια συμμετοχή στην ιστορία. Ο Γκοντάρ δεν δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να «διαλέξει γι' αυτόν, πριν απ’ αυτόν». Διαλέγει κάθε φορά μόνος του αυτό που «τον προφυλάσσει ασφαλέστερα απ’ την τρέλα», όπως λέει ο ίδιος. Κι αυτό πού τον προφυλάσσει ασφαλέστερα απ’ την τρέλα είναι η εξιχνίαση και το βάλσιμο σε κοινή θέα των τρελών. Εκείνο που επείγει για τον Γκοντάρ δεν είναι να μάθουμε τα αίτια του παραλογισμού για να τα ταξινομήσουμε κι αυτά δίπλα σε άλλα αίτια και να τα ξεχάσουμε, αλλά να συλλάβουμε τους τρελούς και να τους φορέσουμε επειγόντως τον ζουρλομανδύα, πριν προλάβουν και μας κατασπαράξουν, τη στιγμή ακριβώς που εμείς θα ψάχνουμε για αίτια. Ο άμορφος προβληματισμός του δεν είναι παρά μια συνεχής αναζήτηση η οποία, αισθητικά, συγκεκριμενοποιείται με μια φόρμα καλειδοσκοπική που κι αυτή δεν υπακούει σε κανέναν προκατασκευασμένο αισθητικό κανόνα. Μια ταινία του Γκοντάρ βλέπεται με τον ίδιο τρόπο πού ακούγεται και μια σύνθεση του Σαίμπεργκ ή τού Άλμπαν Μπεργκ. Δηλαδή, για να την χαρεί κανείς, πρέπει να κρεμάσει στο βεστιάριο μαζί με την καπαρντίνα του και όλα τα κλισέ της ακαδημαϊκής αισθητικής. Ο ίδιος δεν σκοτίζεται και πολύ για το αν τον «καταλαβαίνουμε» ή όχι. Σε μια ταινία του υπήρξε κάποια σκηνή πού την έκοψαν στο μοντάζ οι παραγωγοί γιατί, λέει, προσέβαλε τους θεατές, στην οποία ό ήρωας έλεγε απευθυνόμενος στο κοινό: «Δεν καταλάβατε τίποτα, δεν είδατε τίποτα, δεν ακούσατε τίποτα. Πηγαίνετε τώρα σπίτι σας με το αυτοκινητάκι σας, πάρτε ένα ισχυρό υπνωτικό και καλόν ύπνο». Αυτός είναι ο Γκοντάρ. Προκλητικός, ειλικρινής, τίμιος, αντιυπνωτικός. Είτε τον δέχεσαι εξολοκλήρου, είτε τον απορρίπτεις εξολοκλήρου. Συμβιβαστική λύση δεν υπάρχει.
Απόσπασμα κριτικής για την ταινία «Συνέβη στην Αμερική» («Made in USA», 1966) από το πρόγραμμα του κινηματογράφου Studio, 1968. Αναδημοσίευση από τη σειρά βιβλίων «Λεξικό Ταινιών με Κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη», Εκδόσεις Αιγόκερως, 1982
Με την Ανα Καρίνα και την Μαριάν Φέιθφουλ στα γυρίσματα του «Made in USA»